Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

χαμογελώ

  • 21 leer

    [liə] 1. noun
    (an unpleasant kind of smile.) άσχημο χαμόγελο
    2. verb
    (to give this kind of smile.) χαμογελώ πονηρά

    English-Greek dictionary > leer

  • 22 smile

    1. verb
    (to show pleasure, amusement etc by turning up the corners of the mouth: He smiled warmly at her as he shook hands; They all smiled politely at the joke; He asked her what she was smiling at.) χαμογελώ,μειδιώ
    2. noun
    (an act of smiling, or the resulting facial expression: `How do you do?' he said with a smile; the happy smiles of the children.) χαμόγελο
    - be all smiles

    English-Greek dictionary > smile

  • 23 smirk

    [smə:k] 1. verb
    (to smile in a self-satisfied or foolish manner: He sat there smirking after the teacher had praised him.) χαμογελώ χαζά/αυτάρεσκα
    2. noun
    (a smile of this sort.) χαζό/αυτάρεσκο χαμόγελο

    English-Greek dictionary > smirk

  • 24 улыбаться

    [ουλυμπάτσα] ρ. χαμογελώ

    Русско-греческий новый словарь > улыбаться

  • 25 улыбаться

    [ουλυμπάτσα] ρ χαμογελώ

    Русско-эллинский словарь > улыбаться

  • 26 довольно

    επίρ.
    1. ικανοποιητικά, με ικανοποίηση•

    довольно улыбаться χαμογελώ με ικανοποίηση.

    2. (ως κατηγ.) είναι αρκετό•

    с тебя этого и довольно για σένα αυτό είναι αρκετό.

    3. αρκετά, επαρκώς•

    довольно поздно αρκετά αργά•

    довольно красивая αρκετά όμορφη•

    довольно хорошо αρκετά καλά•

    -молод αρκετά νέος•

    прошло уже довольно времени πέρασε πιά αρκετός καιρός.

    4. φτάνει, αρκετά, αρκεί, σταμάτα•

    довольно бездельничать! φτάνει να τεμπελιάζεις! -! φτάνει! αρκετά!•

    довольно ли с вас этих денег αυτά τα χρήματα σας φτάνουν; σας αρκούν;•

    тушь за глаза довольно έχει αρκετή θαμπο-μάρα ή τυφλαμάρα•

    довольно об этом φτάνει γι' αυτό να μιλάμε σταμάτα την κουβέντα.

    Большой русско-греческий словарь > довольно

  • 27 зло

    -а, πλθ. μόνο γεν. зол ουδ.
    1. κακό•

    причинить зло кому-н. προξενώ (κάνω) κακό σε κάποιον•

    желать зла кому θέλω το κακό κάποιου•

    употреблять что-л. во зло κάνω κατάχρηση ενός πράγματος•

    пресечь зло в корне ξεριζώνω το κακό.

    2. δυστυχία, ατυχία•

    корень зла η ρίζα του κακού•

    из двух зол выбирать меньшее εκ δύο κακών το μη χείρον βέλτιστον•

    платить злом за добро από το καλό σου να βρεις το διάβολο σου• αντί του μάνα χολή.

    3. κακία, θυμός φούρκα•

    со зла από το κακό (μου, του κ.τ.τ.)• зло обращаться с кем-л. κακομεταχειρίζομαι κάποιον•

    зло подшутить над кем χλευάζω κάποιον•

    зло улыбнуться χαμογελώ με κακία•

    зло кусаться τρώγω τα νύχια από το κακό μου.

    Большой русско-греческий словарь > зло

  • 28 кривой

    επ., βρ: крив, крива, криво.
    1. κυρτός, καμπύλος, λυγισμένος, γυριστός•
    -я сабля κυρτό σπαθί. || στραβός, στρεβλός•

    человек с -ыми ногами άνθρωπος στραβοπόδαρος.

    || λοξός, πλάγιος•

    -я линия λοξή γραμμή.

    2. ουσ. θ. -ая λοζή γραμμή.
    3. βλ. кривоглазый.
    4. παλ. άδικος, ψεύτικος, μη σωστός.
    εκφρ.
    - ая улыбка – ψευτοχαμόγελο –ое зеркало καθρέφτης που παραμορφώνει•
    улыбаться (усмехаться) -о – πικροχαμογελώ• χαμογελώ ειρωνικά•
    - я вывезет (вынесет) – μπορεί να το πάει ο διάβολος και γίνει•
    куда -я не (ни) вывезет (вынесет) – όπου το βγάλει η άκρη, ας γίνει ό,τι θέλει•
    на -ой не объедешь его – δεν τον ξεγελάς με τίποτε.

    Большой русско-греческий словарь > кривой

  • 29 наградить

    -разку, -радишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. награжденный, βρ: -ден, -дена, -дено
    ρ.σ.μ.
    1. ανταμείβω, επιβραβεύω (για έργο ή πράξη) δίνω, απονέμω βραβείο, βραβεύω•

    орденом παρασημοφορώ.

    || εκφράζω ευγνωμοσύνη•

    наградить улыбкой χαμογελώ από ευγνωμοσύνη•

    взглядом ρίχνω ματιά ευγνωμοσύνης.

    2. προικίζω, δίνω σαν προίκα. || μτφ. χαρίζω• εμπλουτίζω•

    природа его -ла талантом η φύση τον προίκισε με ταλέντο.

    3. (με κακή σημασία)• ανταποδίνω, πληρώνω•

    наградить оплеухой δίνω για ανταμοιβή ένα χαστούκι•

    наградить пинком δίνω για αμοιβή μια κλωτσιά.

    Большой русско-греческий словарь > наградить

  • 30 скалить

    -лю, -лишь
    ρ.δ.: скалить зубы
    α) δείχνω τα δόντια (φοβερίζω)•

    собака -ла зубы το σκυλί έδειχνε τα δόντια•

    β) γελώ• χαμογελώ.
    1. φαίνομαι•

    у него -лись зубы του φάνηκαν τα δόντια.

    2. βλ. скалить зубы.

    Большой русско-греческий словарь > скалить

  • 31 усмехнуться

    -нусь, -ншься
    ρ.σ.
    χαμογελώ (ειρωνικά, ικανοποιητικά κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > усмехнуться

  • 32 smile

    1) χαμόγελο
    2) χαμογελώ

    English-Greek new dictionary > smile

См. также в других словарях:

  • χαμογελώ — και χαμογελάω χαμογέλασα, μειδιώ: Χαμογέλασε όταν άκουσε το ανέκδοτο αυτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαμογελώ — χαμογελάω / χαμογελώ, χαμογέλασα βλ. πίν. 68 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • χαμογελώ — άω, Ν συσπώ ελαφρώς τα χείλια μου προσδίδοντας ευχάριστη έκφραση στο πρόσωπό μου, μειδιώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. χάμω (βλ. και λ. χαμ[αι] ) + γελώ] …   Dictionary of Greek

  • αχνογελώ — χαμογελώ …   Dictionary of Greek

  • ακνογελώ — χαμογελώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικός σχηματισμός < ακνό (< οκνά) + γελώ πρβλ. χαμο γελώ, ακρο γελώ, αχνο γελώ, ψευτο γελώ, ψιλο γελώ, ψιμο γελώ κ.ά.] …   Dictionary of Greek

  • ακρογελώ — χαμογελώ, γελώ κάπως, λίγο, αχνογελώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙ) + γελώ] …   Dictionary of Greek

  • αλαφρογελώ — χαμογελώ, γελώ αμυδρά, μισογελώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + γελώ] …   Dictionary of Greek

  • μειδιώ — (ΑM μειδιῶ, άω) 1. γελώ μόνο με σύσπαση τών χειλιών μου χωρίς ήχο γέλιου, χαμογελώ 2. μτφ. έχω ευχάριστη ή χαρούμενη όψη ή έχω διάθεση ευνοϊκή απέναντι σε κάποιον («η τύχη άρχισε να μού μειδιά») νεοελλ. χαμογελώ ειρωνικά («μόλις διάβασε το γράμμα …   Dictionary of Greek

  • γελώ — ( άω) (AM γελῶ, άω, Α και γελόω και γέλαιμι) 1. εκφράζω με γέλιο τη χαρά μου ή ικανοποίηση, ειρωνεία, σαρκασμό κ.λπ. (α. «γέλασα με την καρδιά μου» β. «δακρυόεν γελάσασα» γέλασε με μάτια δακρυσμένα, για την Ανδρομάχη, Όμ.) 2. (για πράγματα)… …   Dictionary of Greek

  • περισαίρω — Α χαμογελώ κολακευτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σαίρω «τραβώ τα χείλη προς τα πίσω, χαμογελώ»] …   Dictionary of Greek

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»