Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

χαμελαία

См. также в других словарях:

  • χαμελαία — χαμελαίᾱ , χαμελαία spurge olive fem nom/voc/acc dual χαμελαίᾱ , χαμελαία spurge olive fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαμελαίᾳ — χαμελαίᾱͅ , χαμελαία spurge olive fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαμελαία — ἡ, ΜΑ είδος ελιάς και, ειδικότερα, είδος αειθαλούς θάμνου με πολύ χαμηλούς κλώνους και φύλλα που μοιάζουν με τα φύλλα τής ελιάς, αλλά είναι πιο λεπτά και πυκνά και έχουν πικρή γεύση αρχ. είδος θάμνου τού οποίου τον καρπό χρησιμοποιούσαν ως ισχυρό …   Dictionary of Greek

  • χαμελαίας — χαμελαίᾱς , χαμελαία spurge olive fem acc pl χαμελαίᾱς , χαμελαία spurge olive fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαμελαίαν — χαμελαίᾱν , χαμελαία spurge olive fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαμελαίης — χαμελαία spurge olive fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαμελαΐτης — ὁ, Α (για κρασί) αρωματισμένος με χαμελαία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμελαία + κατάλ. ίτης*] …   Dictionary of Greek

  • δαφνοειδής — ές (Α δαφνοειδής, ές) όμοιος με δάφνη νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το δαφνοειδές γένος θυμελαιοειδών φυτών τών οποίων είδη είναι το δαφνοειδές το κνίδιο (χολόχορτο) και δαφνοειδής η χαμελαία (λυκονουρά, χαμολιά) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα… …   Dictionary of Greek

  • ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… …   Dictionary of Greek

  • κνέωρος — ο και κνέωρο, το (AM κνέωρος) δικοτυλήδονο φυτό τής τάξης γερανικά αρχ. 1. το φυτό δάφνη η χαμελαία 2. το φυτό θυμέλαια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το θ. κνε συνδέεται μάλλον με το κνῶ «ξύνω», αλλ η ύπαρξη τής κατάλ. ωρος (< Fορος < ὁρῶ) στη …   Dictionary of Greek

  • χαμ(αι)- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα χαμαί* και δηλώνει ότι κάτι υπάρχει, βρίσκεται ή γίνεται κάτω, στο έδαφος, καταγής, χαμηλά (πρβλ. χαμαι βάμων, χαμ ερπής), χρησιμοποιήθηκε, όμως, και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»