-
1 χαμελαία
χαμελαίᾱ, χαμελαίαspurge-olive: fem nom /voc /acc dualχαμελαίᾱ, χαμελαίαspurge-olive: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————χαμελαίᾱͅ, χαμελαίαspurge-olive: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 χαμελαίᾳ
Βλ. λ. χαμελαία -
3 χαμελαία
χᾰμ-ελαία, ἡ,A spurge-olive, Daphne oleoïdes, Nic.Al.48, Dsc.4.171, Plin.HN15.24, 24.133.II = θυμελαία, Dsc.4.172.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαμελαία
-
4 χαμελαία
χαμ-ελαία, ἡ, der niedrige od. Zwergölbaum, eine immergrüne Strauchart -
5 χαμελαίας
χαμελαίᾱς, χαμελαίαspurge-olive: fem acc plχαμελαίᾱς, χαμελαίαspurge-olive: fem gen sg (attic doric aeolic) -
6 χαμελαίαν
χαμελαίᾱν, χαμελαίαspurge-olive: fem acc sg (attic doric aeolic) -
7 χαμελαίης
χαμελαίαspurge-olive: fem gen sg (epic ionic) -
8 chamelaea
-
9 chamelaea
chamelaea, ae, f. (χαμελαία), I) der Zwergölbaum (Cneorum tricoccon, L.), Plin. 15, 24. – II) ein Absud vom Zwergölbaum zum Klistier, Scrib. 200.
-
10 χαμ-ελαΐτης
χαμ-ελαΐτης, ὁ, οἶνος, mit χαμελαία angemachter Wein, Diosc.
-
11 chamelaea
chamelaea, ae, f. (χαμελαία), I) der Zwergölbaum (Cneorum tricoccon, L.), Plin. 15, 24. – II) ein Absud vom Zwergölbaum zum Klistier, Scrib. 200.Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch > chamelaea
-
12 βδελυρός
A disgusting, loathsome, blackguardly, Ar.Ra. 465, Pl.R. 338d, Thphr. Char.11;θεοῖς ἐχθρὸς καὶ β. D.21.197
;θρασὺς καὶ β. Plu.2.10c
: [comp] Comp.-ωτέρα, πολιτεία Jul. Or. 7.210c
: [comp] Sup.- ώτατος D.19.206
,208. Adv.ρῶς Ph.1.209
.II of things, disgusting, Gal.12.291;τὸ β. Alex.
Trall.4.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βδελυρός
-
13 χαμελαΐτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαμελαΐτης
-
14 ἄκνηστον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄκνηστον
-
15 ἄχνη
I of liquids, foam, froth, in Hom. of the sea, Od.12.238, al.;ἁλὸς ἄ. 5.403
, cf. Tim.Pers.95, A.R.2.570; θοὴν ἀπερεύγεται ἄχνην, of a river, D.P.693: Medic., exudation, Hp.Int.1; οἰνωπὸς ἄ. froth of wine, E. Or. 115; ἄχνα οὐρανία dew of heaven, S.OC 681 (lyr.); δακρύων ἄχνα dewy tears, Id.Tr. 848 (lyr.); also ἄχνη πυρός, i.e. smoke, A.Fr. 336.II of solids, chaff, in pl.,ὡς δ' ἄνεμος ἄχνας φορέελ Il.5.499
; καρπόν τε καὶ ἄχνας ib. 501; down on the quince,μῆλον λεπτῇ πεποκωμένον ἄ. AP6.102
(Phil.); ἄχνη ἡ ἀφ' ἡμιτυβίου fluff, shreds, used for lint, Hp.Art.37;ὀθονίου Id.Mochl.2
; ἄ. Λυδῆς κερκίδος, of finespun fabrics, S.Fr.45; ἄ. χαλκίτιδος metallic dust, Plu.2.659c, cf. Orph.L. 455; ἄχναι wall-decorations, dub. in Aret.CA1.1 ( stramina Cael. Aur.).III ἄχνην in acc., as Adv., morsel, the least bit,ἢν δ' οὖν καταμύσῃ κἂν ἄχνην Ar.V.92
.V ἄχναν· τὴν οἴκησιν, Hsch. -
16 χαμελαΐτης
χαμ-ελαΐτης, ὁ, οἶνος, mit χαμελαία angemachter Wein
См. также в других словарях:
χαμελαία — χαμελαίᾱ , χαμελαία spurge olive fem nom/voc/acc dual χαμελαίᾱ , χαμελαία spurge olive fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμελαίᾳ — χαμελαίᾱͅ , χαμελαία spurge olive fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμελαία — ἡ, ΜΑ είδος ελιάς και, ειδικότερα, είδος αειθαλούς θάμνου με πολύ χαμηλούς κλώνους και φύλλα που μοιάζουν με τα φύλλα τής ελιάς, αλλά είναι πιο λεπτά και πυκνά και έχουν πικρή γεύση αρχ. είδος θάμνου τού οποίου τον καρπό χρησιμοποιούσαν ως ισχυρό … Dictionary of Greek
χαμελαίας — χαμελαίᾱς , χαμελαία spurge olive fem acc pl χαμελαίᾱς , χαμελαία spurge olive fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμελαίαν — χαμελαίᾱν , χαμελαία spurge olive fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμελαίης — χαμελαία spurge olive fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμελαΐτης — ὁ, Α (για κρασί) αρωματισμένος με χαμελαία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμελαία + κατάλ. ίτης*] … Dictionary of Greek
δαφνοειδής — ές (Α δαφνοειδής, ές) όμοιος με δάφνη νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το δαφνοειδές γένος θυμελαιοειδών φυτών τών οποίων είδη είναι το δαφνοειδές το κνίδιο (χολόχορτο) και δαφνοειδής η χαμελαία (λυκονουρά, χαμολιά) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα… … Dictionary of Greek
ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… … Dictionary of Greek
κνέωρος — ο και κνέωρο, το (AM κνέωρος) δικοτυλήδονο φυτό τής τάξης γερανικά αρχ. 1. το φυτό δάφνη η χαμελαία 2. το φυτό θυμέλαια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το θ. κνε συνδέεται μάλλον με το κνῶ «ξύνω», αλλ η ύπαρξη τής κατάλ. ωρος (< Fορος < ὁρῶ) στη … Dictionary of Greek
χαμ(αι)- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα χαμαί* και δηλώνει ότι κάτι υπάρχει, βρίσκεται ή γίνεται κάτω, στο έδαφος, καταγής, χαμηλά (πρβλ. χαμαι βάμων, χαμ ερπής), χρησιμοποιήθηκε, όμως, και… … Dictionary of Greek