-
1 χάμα
-
2 χἄμα
-
3 χαμά
-
4 χαμᾷ
-
5 χαμα-δύτης
χαμα-δύτης, ὁ, der Erdkriecher, eine Erdschnecke, Hesych.
-
6 χαμαδύτης
χαμα-δύτης, ὁ, der Erdkriecher, eine Erdschnecke -
7 χαμαζε
adv.1) на землю(ἀπὸ πύργου βῆναι Hom.; δώματα ῥῆξαι Eur.; πίπτειν Arph.)
2) на земле(προσαναπαύεσθαι Plut.; ἔχειν τι Luc.)
-
8 χαμαθεν
-
9 χαμαι
adv. [арх. locat. к * χαμά земля]1) на земле(ἧσθαι Hom.; κεῖσθαι Xen.)
χ. ἔρχεσθαι Hom., Luc.; — ходить по земле, перен. быть смиренным, держаться скромно;ὅ χ. βίος Plut. — скромная жизнь2) на землю(πόδα τιθέναι Aesch.; καθίζειν Plat.; ἐκβαλεῖν εἰς τὸ χ. τι Anth.)
χ. πίπτειν Eur. — падать на землю, перен. Plat. пропадать без пользы -
10 χαμαί
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > χαμαί
См. также в других словарях:
χάμα — και χάμη, η, Ν ζωολ. γένος θαλάσσιων ευελασματοβράγχιων δίθυρων μαλακίων που απαντούν στις θερμές θάλασσες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chama < λατ. chama / chema (< χήμη*)] … Dictionary of Greek
χαμᾷ — χαμάομαι pres subj mp 2nd sg χαμάομαι pres ind mp 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χἄμα — ἅμα , ἅμα at once doric (indeclform adverb) ἕμᾱ , ἕμος neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάμη — η, Ν ζωολ. βλ. χάμα … Dictionary of Greek
χαμίδες — οι, Ν ζωολ. οικογένεια δίθυρων μαλακίων, με τυπικό το γένος χάμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chamidae] … Dictionary of Greek
χαμαί — ΝΜΑ επίρρ. στο έδαφος, καταγής, χάμω (α. «χαμαί θωρώ και λέω το» ντρέπομαι πολύ, λαϊκ. έκφρ. θ. «εἴπατε τῷ βασιλεῖ χαμαὶ πέσε δαίδαλος αὐλά,...», παροιμ. φρ. γ. «ταῡτα εἰπὼν ἔπτυσε χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῡ πτύσματος», ΚΔ) αρχ. 1. μτφ. στο… … Dictionary of Greek
Αντιόχεια — I (τουρκ. Antakya).Πόλη (151.500 κάτ. το 2002) της νότιας Τουρκίας, κοντά στα σύνορα με τη Συρία, πρωτεύουσα της επαρχίας Χατάι (5.403 τ. χλμ., 1.297.000 κάτ. το 2002). Χτισμένη στον ποταμό Ορόντη, περίπου 30 χλμ. από τη Μεσόγειο, σε μια εύφορη… … Dictionary of Greek
νεκροπόλεις - νεκροταφεία — Με τον όρο «νεκρόπολις» χαρακτηρίζεται κάθε περιοχή, όπου θάβονταν, όπως και σήμερα, στην αρχαία εποχή οι νεκροί μιας πόλης, ή ενός απλού οικισμού. Οι περιοχές αυτές ήταν πάντοτε έξω από τον περίβολο του οικισμού ή τα τείχη της πόλης και η έκτασή … Dictionary of Greek
Νίγηρ — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Aλγερία και με τη Λιβύη, Δ με το Mάλι και με την Mπουρκίνα Φάσο, Ν με το Μπενίν και με τη Νιγηρία, Α με το Tσαντ.Tυπικό παράδειγμα χώρας που έχει δημιουργηθεί τεχνητά από τον αποικιακό διαμελισμό, η… … Dictionary of Greek