Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

(προσαναπαύεσθαι

См. также в других словарях:

  • προσαναπαύεσθαι — προσαναπαύομαι pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαναπαύω — Α [ἀναπαύω] 1. ενεργώ έτσι ώστε να αναπαυθεί κανείς παρόμοια ή επί πλέον 2. (το μέσ. ή παθ.) προσαναπαύομαι α) αναπαύομαι ή κοιμάμαι κοντά σε κάποιον β) αναπαύομαι πάνω σε κάτι («δεικνύντες... τοὺς στρατιώτας ἐρριμμένους ὑπὸ κόπου καὶ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»