-
1 προσαναπαύεσθαι
προσαναπαύομαιpres inf mp -
2 χαμαζε
adv.1) на землю(ἀπὸ πύργου βῆναι Hom.; δώματα ῥῆξαι Eur.; πίπτειν Arph.)
2) на земле(προσαναπαύεσθαι Plut.; ἔχειν τι Luc.)
См. также в других словарях:
προσαναπαύεσθαι — προσαναπαύομαι pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαναπαύω — Α [ἀναπαύω] 1. ενεργώ έτσι ώστε να αναπαυθεί κανείς παρόμοια ή επί πλέον 2. (το μέσ. ή παθ.) προσαναπαύομαι α) αναπαύομαι ή κοιμάμαι κοντά σε κάποιον β) αναπαύομαι πάνω σε κάτι («δεικνύντες... τοὺς στρατιώτας ἐρριμμένους ὑπὸ κόπου καὶ… … Dictionary of Greek