Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

χαμαιτύπη

См. также в других словарях:

  • χαμαιτύπη — χαμαιτύ̱πη , χαμαιτύπη harlot fem nom/voc sg (attic epic ionic) χαμαιτυπέω to be a prostitute pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) χαμαιτυπέω to be a prostitute imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαμαιτύπη — ἡ, ΜΑ πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + τύπη, άλλος τ. τού τύπος (< τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. λα τύπη] …   Dictionary of Greek

  • χαμαιτυπίς — ίδος, ἡ, Μ χαμαιτύπη*, πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμαιτύπη + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. ἀρχοντ ίς)] …   Dictionary of Greek

  • χαμαιτυπικός — ή, όν, ΜΑ [χαμαιτύπη] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χαμαιτύπη* ή στη χαμαιτυπία* …   Dictionary of Greek

  • χαμαιτύπας — χαμαιτύ̱πᾱς , χαμαιτύπη harlot fem acc pl χαμαιτύ̱πᾱς , χαμαιτύπη harlot fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαμ(αι)- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα χαμαί* και δηλώνει ότι κάτι υπάρχει, βρίσκεται ή γίνεται κάτω, στο έδαφος, καταγής, χαμηλά (πρβλ. χαμαι βάμων, χαμ ερπής), χρησιμοποιήθηκε, όμως, και… …   Dictionary of Greek

  • χαμαιτυπείο — το / χαμαιτυπεῑον, ΝΜΑ [χαμαιτύπη] οίκος ανοχής, μπορντέλο νεοελλ. συνεκδ. κάθε κακόφημο κέντρο …   Dictionary of Greek

  • χαμαιτυπώ — έω, Α [χαμαιτύπη] είμαι πόρνη …   Dictionary of Greek

  • χαμαιτύπος — ον, Α [χαμαιτύπη] 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ χαμαιτύπος κοράκι που συλλαμβάνει τη λεία του στο έδαφος 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ χαμαιτύπος η πόρνη …   Dictionary of Greek

  • χαμαιτύπαι — χαμαιτύ̱πᾱͅ , χαμαιτύπη harlot fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαμαιτύπαις — χαμαιτύ̱παις , χαμαιτύπη harlot fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»