-
1 χαμαιτυπη
-
2 χαμαιτύπη
χαμαιτύ̱πη, χαμαιτύπηharlot: fem nom /voc sg (attic epic ionic)χαμαιτυπέωto be a prostitute: pres imperat act 2nd sg (doric aeolic)χαμαιτυπέωto be a prostitute: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) -
3 χαμαιτύπη
η уст. проститутка -
4 χαμαιτύπη
χᾰμαιτῠπ-η, ἡ,A harlot, strumpet, Timocl.22.2, Men.879, Sam. 133, Theopomp.Hist.217 codd.Ath. ( χαμαιτύπους codd. Plb.), Phld.Rh.1.236S., Ph.2.48, Plu.2.5b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαμαιτύπη
-
5 χαμαιτύπη
χαμαι-τύπη, ἡ, gemeine Hure -
6 χαμαιτύπας
χαμαιτύ̱πᾱς, χαμαιτύπηharlot: fem acc plχαμαιτύ̱πᾱς, χαμαιτύπηharlot: fem gen sg (doric aeolic) -
7 χαμ-ευνάς
-
8 χαμαι-τυπίς
χαμαι-τυπίς, ίδος, ἡ, = χαμαιτύπη, Plut.
-
9 μοιχο-τύπη
μοιχο-τύπη, ἡ, nach χαμαιτύπη gebildet, Ehebrecherinn, Hesych.
-
10 χαμαιτύπαι
χαμαιτύ̱πᾱͅ, χαμαιτύπηharlot: fem dat sg (doric aeolic) -
11 χαμαιτύπαις
χαμαιτύ̱παις, χαμαιτύπηharlot: fem dat pl -
12 χαμαιτύπην
χαμαιτύ̱πην, χαμαιτύπηharlot: fem acc sg (attic epic ionic) -
13 χαμαιτύπης
χαμαιτύ̱πης, χαμαιτύπηharlot: fem gen sg (attic epic ionic)χαμαιτυπέωto be a prostitute: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) -
14 κρίζω
Aἔκριξα Ael.NA5.50
, Hsch.: [tense] aor. 2 and [tense] pf. (v. infr.):— creak,κρίκε ζυγόν Il.16.470
.II of persons, screech,ὥσπερ Ἰλλυριοὶ κεκριγότες Ar.Av. 1521
;χαμαιτύπη κρίζει τις Men.879
; in [dialect] Boeot., laugh, v. κριδδέμεν. (Onomatop.) -
15 μοιχοτύπη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μοιχοτύπη
-
16 χαμαιτυπίς
A = χαμαιτύπη, rejected by Thom.Mag. p.400R.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαμαιτυπίς
-
17 χαμαιτύπος
χᾰμαιτύ?χαμαιτύποςXπ-ος (parox.), ον,A striking its prey near or on the ground, name of a certain hawk, opp. μετεωροθήρας, Arist.HA 620a31.II χαμαιτύπος πόρνη, = Lat. scortum, Gloss.; but αἱ χαμαιτύποι is prob. f. l. for αἱ χαμαιτύπαι (corr. Wendland) in Ph.1.345, cf. χαμαιτύπη.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαμαιτύπος
-
18 χαμεταιρίς
A = χαμαιτύπη, Id., EM806.25.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαμεταιρίς
-
19 χαμευνάς
2 = χαμαιευνάς, having their lair on the ground, βοῦς, λέαινα, φώκη, Nonn.D.4.348, 6.299, 43.339.II Subst., lair, Nic.Th. 23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαμευνάς
См. также в других словарях:
χαμαιτύπη — χαμαιτύ̱πη , χαμαιτύπη harlot fem nom/voc sg (attic epic ionic) χαμαιτυπέω to be a prostitute pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) χαμαιτυπέω to be a prostitute imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμαιτύπη — ἡ, ΜΑ πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + τύπη, άλλος τ. τού τύπος (< τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. λα τύπη] … Dictionary of Greek
χαμαιτυπίς — ίδος, ἡ, Μ χαμαιτύπη*, πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμαιτύπη + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. ἀρχοντ ίς)] … Dictionary of Greek
χαμαιτυπικός — ή, όν, ΜΑ [χαμαιτύπη] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χαμαιτύπη* ή στη χαμαιτυπία* … Dictionary of Greek
χαμαιτύπας — χαμαιτύ̱πᾱς , χαμαιτύπη harlot fem acc pl χαμαιτύ̱πᾱς , χαμαιτύπη harlot fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμ(αι)- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα χαμαί* και δηλώνει ότι κάτι υπάρχει, βρίσκεται ή γίνεται κάτω, στο έδαφος, καταγής, χαμηλά (πρβλ. χαμαι βάμων, χαμ ερπής), χρησιμοποιήθηκε, όμως, και… … Dictionary of Greek
χαμαιτυπείο — το / χαμαιτυπεῑον, ΝΜΑ [χαμαιτύπη] οίκος ανοχής, μπορντέλο νεοελλ. συνεκδ. κάθε κακόφημο κέντρο … Dictionary of Greek
χαμαιτυπώ — έω, Α [χαμαιτύπη] είμαι πόρνη … Dictionary of Greek
χαμαιτύπος — ον, Α [χαμαιτύπη] 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ χαμαιτύπος κοράκι που συλλαμβάνει τη λεία του στο έδαφος 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ χαμαιτύπος η πόρνη … Dictionary of Greek
χαμαιτύπαι — χαμαιτύ̱πᾱͅ , χαμαιτύπη harlot fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμαιτύπαις — χαμαιτύ̱παις , χαμαιτύπη harlot fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)