-
1 χαμαιευνης
-
2 χαμαιεύνης
χαμαιεύνηfem gen sg (attic epic ionic)χαμαιεύνηςlying: masc nom sg -
3 χαμαιεύνης
A lying, sleeping on the ground,Σελλοί Il.16.235
;λέοντες Emp.127
;ἔρως Max.Tyr.24.8
:—fem. [suff] χᾰμαι-ευνάς, άδος, σύες Od.10.243
, 14.15; Com., of parasites, Eub.139 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαμαιεύνης
-
4 χαμαιευνής
χαμαι - ευνής ( εὐνή): pl., making their beds on the ground, Il. 16.235†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > χαμαιευνής
-
5 χαμαιεύνης
χαμαι-εύνης, ὁ, auf der Erde liegend, schlafend -
6 χαμαιευνάδας
χαμαιεύνηςlying: fem acc plχαμαιευνάςlying: fem acc pl -
7 χαμαιευνάδες
χαμαιεύνηςlying: fem nom /voc plχαμαιευνάςlying: fem nom /voc pl -
8 χαμαιευνάδος
χαμαιεύνηςlying: fem gen sgχαμαιευνάςlying: fem gen sg -
9 χαμαιευνάδων
χαμαιεύνηςlying: fem gen plχαμαιευνάςlying: fem gen pl -
10 χαμαιευνάς
χαμαιεύνηςlying: fem nom sgχαμαιευνάςlying: fem nom sg -
11 χαμαικοιτης
-
12 χαμαιλεχης
-
13 χαμαιεύνας
χαμαιεύνᾱς, χαμαιεύνηfem acc plχαμαιεύνᾱς, χαμαιεύνηfem gen sg (doric aeolic)χαμαιεύνᾱς, χαμαιεύνηςlying: masc acc plχαμαιεύνᾱς, χαμαιεύνηςlying: masc nom sg (epic doric aeolic) -
14 χαμαι-ευνάς
χαμαι-ευνάς, άδος, ἡ, fem. zu χαμαιεύνης; σύες χαμαιευνάδες Od. 10, 243. 14, 14 [wo die zweite Sylbe kurz gebraucht ist]; komisch von einem Parasiten Eubul. b. Ath. III, 113 f; von einer Pflanze Nic. Th. 552.
-
15 χαμαιεύναι
-
16 χαμαιεῦναι
-
17 χαμαιεύνην
χαμαιεύνηfem acc sg (attic epic ionic)χαμαιεύνηςlying: masc acc sg (attic epic ionic) -
18 χαμαικοίτης
A = χαμαιεύνης, Σελλοί S.Tr. 1166.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαμαικοίτης
См. также в других словарях:
χαμαιεύνης — χαμαιεύνη fem gen sg (attic epic ionic) χαμαιεύνης lying masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμαιεύνης — ὁ, Α βλ. χαμεύνης … Dictionary of Greek
χαμαιευνάδας — χαμαιεύνης lying fem acc pl χαμαιευνάς lying fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμαιευνάδες — χαμαιεύνης lying fem nom/voc pl χαμαιευνάς lying fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμαιευνάδος — χαμαιεύνης lying fem gen sg χαμαιευνάς lying fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμαιευνάδων — χαμαιεύνης lying fem gen pl χαμαιευνάς lying fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμαιευνάς — χαμαιεύνης lying fem nom sg χαμαιευνάς lying fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμαιεῦναι — χαμαιεύνης lying masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμαιεύνας — χαμαιεύνᾱς , χαμαιεύνη fem acc pl χαμαιεύνᾱς , χαμαιεύνη fem gen sg (doric aeolic) χαμαιεύνᾱς , χαμαιεύνης lying masc acc pl χαμαιεύνᾱς , χαμαιεύνης lying masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευνή — η (Α εὐνή, επικ. γεν. εν. και πληθ. εὐνῆφι, εὐνῆφιν) νεοελλ. ναυτ. μικρή άγκυρα τών ναρκών από σκυροκονίαμα ή από χυτοσίδηρο αρχ. 1. ο τόπος όπου κοιμάται κάποιος, το κρεβάτι, η κλίνη («ἔβη εἰς εὐνήν», Ομ. Οδ.) 2. το στρώμα (α. «λέχος πόρσυνε καὶ … Dictionary of Greek
χαμαικοίτης — ὁ, Α χαμαιεύνης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + κοίτης (< κοίτη), πρβλ. ὀρεσι κοίτης, πεδο κοίτης] … Dictionary of Greek