-
1 χαμαιεύνης
χαμαι-εύνης, ὁ, auf der Erde liegend, schlafend -
2 χαμαι-ευνάς
χαμαι-ευνάς, άδος, ἡ, fem. zu χαμαιεύνης; σύες χαμαιευνάδες Od. 10, 243. 14, 14 [wo die zweite Sylbe kurz gebraucht ist]; komisch von einem Parasiten Eubul. b. Ath. III, 113 f; von einer Pflanze Nic. Th. 552.
См. также в других словарях:
χαμαιεύνης — χαμαιεύνη fem gen sg (attic epic ionic) χαμαιεύνης lying masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμαιεύνης — ὁ, Α βλ. χαμεύνης … Dictionary of Greek
χαμαιευνάδας — χαμαιεύνης lying fem acc pl χαμαιευνάς lying fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμαιευνάδες — χαμαιεύνης lying fem nom/voc pl χαμαιευνάς lying fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμαιευνάδος — χαμαιεύνης lying fem gen sg χαμαιευνάς lying fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμαιευνάδων — χαμαιεύνης lying fem gen pl χαμαιευνάς lying fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμαιευνάς — χαμαιεύνης lying fem nom sg χαμαιευνάς lying fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμαιεῦναι — χαμαιεύνης lying masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμαιεύνας — χαμαιεύνᾱς , χαμαιεύνη fem acc pl χαμαιεύνᾱς , χαμαιεύνη fem gen sg (doric aeolic) χαμαιεύνᾱς , χαμαιεύνης lying masc acc pl χαμαιεύνᾱς , χαμαιεύνης lying masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευνή — η (Α εὐνή, επικ. γεν. εν. και πληθ. εὐνῆφι, εὐνῆφιν) νεοελλ. ναυτ. μικρή άγκυρα τών ναρκών από σκυροκονίαμα ή από χυτοσίδηρο αρχ. 1. ο τόπος όπου κοιμάται κάποιος, το κρεβάτι, η κλίνη («ἔβη εἰς εὐνήν», Ομ. Οδ.) 2. το στρώμα (α. «λέχος πόρσυνε καὶ … Dictionary of Greek
χαμαικοίτης — ὁ, Α χαμαιεύνης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + κοίτης (< κοίτη), πρβλ. ὀρεσι κοίτης, πεδο κοίτης] … Dictionary of Greek