-
1 χαμαίπιτυς
χαμαί-πιτυς, ἡ, ein Pflanzengeschlecht mit mehreren Unterarten (eigtl. Erdfichte) -
2 chamaepitys
chamaepitys, yis u. yos, Akk. yn, Abl. y, f. (χαμαίπιτυς), die (rein lat. abiga gen.) fruchtabtreibende Feldzypresse, Cels. u.a.: rein lat. cucurbitularis, nach Isid. 17, 9, 86.
-
3 holocyron
holocyron, ī, n. (ὁλόκυρον poetisch st. χαμαίπιτυς) = chamaepitys, Ps. Apul. herb. 27.
-
4 χαμαι-πιτύϊνος
χαμαι-πιτύϊνος, ΐνη, ϊνον, von der Pflanze χαμαίπιτυς, οἶνος, damit abgezogener Wein, Diosc.
-
5 ὁλό-κυρον
ὁλό-κυρον, τό, hieß im Pontus die χαμαίπιτυς, Diosc.
-
6 ἰωνιά
ἰωνιά, ἡ, das Veilchenbeet, Ort, wo Veilchen ( ἴον) wachsen; Ar. Pax 569; Theophr. u. Sp.; auch = χαμαίπιτυς, Ath. XV, 681 d; vgl. Schol. Nic. Al. 56. Den Accent bemerkt Arcad. p. 99.
-
7 chamaepitys
chamaepitys, yis u. yos, Akk. yn, Abl. y, f. (χαμαίπιτυς), die (rein lat. abiga gen.) fruchtabtreibende Feldzypresse, Cels. u.a.: rein lat. cucurbitularis, nach Isid. 17, 9, 86.Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch > chamaepitys
-
8 holocyron
holocyron, ī, n. (ὁλόκυρον poetisch st. χαμαίπιτυς) = chamaepitys, Ps. Apul. herb. 27.Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch > holocyron
-
9 χαμαιπιτύϊνος
χαμαι-πιτύϊνος, ΐνη, ϊνον, von der Pflanze χαμαίπιτυς, οἶνος, damit abgezogener Wein
См. также в других словарях:
χαμαίπιτυς — ίτυος, ἡ, Α ονομασία διαφόρων ειδών ποωδών φυτών, γνωστών σήμερα με τις κοινές ονομασίες δωδεκάνθι, λιβανόχορτα κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + πίτυς] … Dictionary of Greek
χαμαιπιτύϊνος — ΐνη, ον, Α (για κρασί) παρασκευασμένος από το φυτό χαμαίπιτυς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμαίπιτυς + κατάλ. ινος (πρβλ. μαστίχ ινος)] … Dictionary of Greek
ολόκυρος — ὁλόκυρος, ἡ (Α) στον Πόντο) το φυτό χαμαίπιτυς* … Dictionary of Greek
σιδηρίτης — Ανθρακικός σίδηρος, ο οποίος κρυσταλλώνεται στο τριγωνικό σύστημα. Σε αμιγή κατάσταση βρίσκεται με τη μορφή ρομβόεδρων, οπότε και ονομάζεται χαλυβίτης. Οι έδρες των ρομβοεδρικών κρυστάλλων είναι συνήθως καμπυλωτές, ο δε σχισμός, τέλειος… … Dictionary of Greek
χαμ(αι)- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα χαμαί* και δηλώνει ότι κάτι υπάρχει, βρίσκεται ή γίνεται κάτω, στο έδαφος, καταγής, χαμηλά (πρβλ. χαμαι βάμων, χαμ ερπής), χρησιμοποιήθηκε, όμως, και… … Dictionary of Greek
ԽՈՌ — I. ( ) NBH 1 0966 Chronological Sequence: Unknown date գ. ԽՈՌ կամ ԽՈՌՆ. χαμαιπιτύς humilis pinus. Խոտ նման տերեւոց սարոյ ծառոյն (յն. խամէբիդի՛ս, իբրու գետնասարոյ:) Գաղիան.: II. ԽՈՌ 3 ( ) NBH 1 0966 Chronological Sequence: 13c, 14c ա. Առաւել ռմկ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԽՈՌՆ — ( ) NBH 1 0966 Chronological Sequence: Unknown date գ. ԽՈՌ կամ ԽՈՌՆ. χαμαιπιτύς humilis pinus. Խոտ նման տերեւոց սարոյ ծառոյն (յն. խամէբիդի՛ս, իբրու գետնասարոյ:) Գաղիան … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)