Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

χαλκο-βατής

См. также в других словарях:

  • ορεινοβατής — ὀρεινοβατής, ές (Α) αυτός που περπατά, που ζει στα όρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρεινός + βατής (< βαίνω), πρβλ. κατακλινο βατής, χαλκο βατής] …   Dictionary of Greek

  • κατακλινοβατής — κατακλινοβατής, ές (Α) (για νόσο) αυτός που καθιστά κάποιον κλινήρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατακλινής + βατής (< βαίνω), πρβλ. χαλκο βατής] …   Dictionary of Greek

  • χρυσοβατής — ές, Μ αυτός που έχει χρυσό δάπεδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + βατής (< βαίνω), πρβλ. χαλκο βατής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»