-
1 χαλκοβατης
См. также в других словарях:
ορεινοβατής — ὀρεινοβατής, ές (Α) αυτός που περπατά, που ζει στα όρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρεινός + βατής (< βαίνω), πρβλ. κατακλινο βατής, χαλκο βατής] … Dictionary of Greek
κατακλινοβατής — κατακλινοβατής, ές (Α) (για νόσο) αυτός που καθιστά κάποιον κλινήρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατακλινής + βατής (< βαίνω), πρβλ. χαλκο βατής] … Dictionary of Greek
χρυσοβατής — ές, Μ αυτός που έχει χρυσό δάπεδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + βατής (< βαίνω), πρβλ. χαλκο βατής] … Dictionary of Greek