Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

χαλκέας

См. также в других словарях:

  • χαλκέας — χαλκέᾱς , χάλκεος of copper fem acc pl (epic) χαλκέᾱς , χάλκεος of copper fem gen sg (attic doric aeolic) χαλκέᾱς , χαλκεύς coppersmith masc/fem acc pl (epic) χαλκέᾱς , χαλκεύς coppersmith masc acc pl χαλκέᾱς , χαλκοῦς of copper fem acc pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ευς — το ονοματικό επίθημα εύς είναι χαρακτηριστικό τής Ελληνικής, εφόσον δεν απαντά σε άλλες ΙΕ γλώσσες και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη (περίπου 500 ονόματα σε ευς). Η ακριβής του προέλευση παραμένει άγνωστη, παρά τις κατά καιρούς… …   Dictionary of Greek

  • καύστης — καύστης, δωρ. τ. καύστας, ό (ΑΜ) [καίω] 1. αυτός που φλέγει, που καίει 2. αυτός που τήκει, που λειώνει κάτι («χωνευτάς, καύστας, χαλκέας, μεταλλευτάς», Πρόκλ.) 3. θερμαστής καμινιού, καμινοκαύστης …   Dictionary of Greek

  • πρόχους — Αγγείο που το χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι για να πλένουν τα χέρια των φιλοξενουμένων. Αναφέρεται αρχικά από τον Όμηρο, σε θηλυκό γένος και το έφερνε η υπηρέτρια επάνω σε ασημένιο λέβητα για να πλύνει τα χέρια των φιλοξενουμένων. Οι π. ήταν πότε… …   Dictionary of Greek

  • Σαφαρίδες — Μουσουλμανική δυναστεία που βασίλευσε στην Περσία κατά το δεύτερο μισό του 9ου αι. Ιδρυτής της υπήρξε ο Γιακούμπ μπεν Λάιθ, γιος του Λάιθ ας Σαφάρ (Σαφάρ = χαλκέας, απ’ όπου και το όνομα της δυναστείας), που επικεφαλής επαναστατικών στρατευμάτων… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»