-
1 χαλκέας
χαλκέᾱς, χάλκεοςof copper: fem acc pl (epic)χαλκέᾱς, χάλκεοςof copper: fem gen sg (attic doric aeolic)χαλκέᾱς, χαλκεύςcoppersmith: masc /fem acc pl (epic)χαλκέᾱς, χαλκεύςcoppersmith: masc acc plχαλκέᾱς, χαλκοῦςof copper: fem acc pl (epic)χαλκέᾱς, χαλκοῦςof copper: fem gen sg (attic doric aeolic) -
2 χαλκεύς
A (anap.), Pl.R. 370d, [dialect] Ep. - ῆες (v. infr.): acc. , R. 428d,χαλκεῖς Plu.2.214a
:—coppersmith, opp. τέκτων (joiner, Pl.R. 370d),ἣν [ἀσπίδα] χ. ἤλασεν Il.12.295
, etc.;μίτρη, τὴν χαλκῆες κάμον ἄνδρες 4.187
, 216.2 generally, worker in metal, of a goldsmith, Od.3.432; of a worker in iron. 9.391; hence later, blacksmith, smith (χαλκέας τοὺς τὸν σίδηρον ἐργαζομένους Arist.Po. 1461a29
), Hdt.1.68, Ar.l.c., X.HG3.4.17;ἀνὴρ χ. Hdt.4.200
;χ. χαλκοῦ καὶ σιδήρου LXXGe.4.22
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαλκεύς
-
3 ἀκμά
ἀκμά (ἀκμᾷ, ἀκμάν; ᾰκμαί)a lit., keen edgeλεόντων ὄνυχας ὀξυτάτους ᾰκμὰν καὶ δεινοτάτων σχάσαις ὀδόντων N. 4.63
b edge, point of a weaponτραχεῖαν ἄνευθε λιπὼν ἐγχέων ἀκμάν P. 1.11
Εὐρυσθῆος ἐπεὶ κεφαλὰν ἔπραθε φασγάνου ἀκμᾷ P. 9.81
φαεννᾶς υἱὸν εὖτ' ἐνάριξεν Ἀόος ἀκμᾷ ἔγχεος ζακότοιο (Boeckh e Σ: αἰχμᾷ codd.) N. 6.52 τὸν γὰρ Ἴδας ἔτρωσεν χαλκέας λόγχας ᾰκμᾷ (Pauw: αἰχμᾷ codd.) N. 10.60c met., prime, height, strengthὕδατος ὅτι τε πυρὶ ζέοισαν εἰς ᾰκμὰν μαχαίρᾳ τάμον O. 1.48
ἵνα ταχυτὰς ποδῶν ἐρίζεται ᾰκμαί τ' ἰσχύος θρασύπονοι O. 1.96
οὐ χθόνα ταράσσοντες ἐν χερὸς ᾰκμᾷ O. 2.63
cf. ] χειρὸς ἀκμᾷ[ fr. 334b. 9.ὥτε φοινικανθέμου ἧρος ᾰκμᾷ P. 4.64
οὐδέ μίν ποτε φόβος ἀνδροδάμας ἔπαυσεν ἀκμὰν φρενῶν as regards the keen edge of his temper N. 3.39 οὐ γὰρ φύσιν ὠαριωνείαν ἔλαχεν· ἀλλ' ὄνοτος μὲν ἰδέσθαι, συμπεσεῖν δ ᾰκμᾷ βαρύς (Pauw: αἰχμᾷ codd. κατὰ τοὺς ἀγῶνας. Σ. sens. dub., “at the height of his strength, at the height of the contest”?) I. 4.51 “ υἱὸν χεῖρας Ἄρεί τἐναλίγκιον στεροπαῖσί τ' ἀκμὰν ποδῶν” I. 8.37 -
4 Ἴδας
1Ἴδας ἀμφὶ βουσίν πως χολωθεὶς ἔτρωσεν χαλκέας λόγχας ἀκμᾷ N. 10.60
Ζεὺς δ' ἐπ Ἴδᾳ πυρφόρον πλᾶξε ψολόεντα κεραυνόν N. 10.71
-
5 λόγχα
1 spear πελεμιζόμενοι ὑπ' ἀλεξιμβρότῳ λόγχᾳ i. e. spearsmanship N. 8.30χαλκέας λόγχας ἀκμᾷ N. 10.60
ἀλλαλοφόνους ἐπάξαντο λόγχας ἐνὶ σφίσιν αὐτοῖς fr. 163. -
6 τιτρώσκω
1 woundἢ πολιῷ χαλκῷ μέλη τετρωμένοι ἢ χερμάδι τηλεβόλῳ P. 3.48
τὸν γὰρ Ἴδας ἀμφὶ βουσίν πως χολω-θεὶς ἔτρωσεν χαλκέας λόγχας ἀκμᾷ N. 10.60
τίς ἄρ' ἐσλὸν Τήλεφον τρῶσεν ἑῷ δορὶ; I. 5.42 -
7 χάλκεος
1 of bronze “ πέδασον ἔγχος Οἰνομάου χάλκεον” O. 1.76χαλκέοισι δ ἐν ἔντεσι O. 4.22
τὸν δὲ ταύρῳ χαλκέῳ καυτῆρα Φάλαριν P. 1.95
χαλκέαις δ' ὁπλαῖς P. 4.226
ἀκόντεσσίν τε χαλκέοις φασγάνῳ τε P. 9.20
χαλκέοις σὺν ὅπλοις N. 1.51
χαλκέοις ὅπλοισιν N. 9.22
ἐν χαλκέοις ὅπλοις N. 10.14
χαλκέας λόγχας ἀκμᾷ N. 10.60
χάλκεον στονόεντ' ἀμφέπειν ὅμαδον (i. e. of bronze weapons and armour) I. 8.25 χάλκεοι μὲν τοῖχοι χάλκ[εαί] θ' ὑπὸ κίονες ἕστασαν (of the third temple of Apollo at Delphi) Pae. 8.68 of heaven (cf. χαλκόπεδος),ὁ χάλκεος οὐρανὸς οὔ ποτ' ἀμβατὸς αὐτῷ P. 10.27
ὁ δὲ χάλκεος ἀσφαλὲς αἰὲν ἕδος μένει οὐρανός N. 6.3
of Ares, cf. I. 8.25,χάλκεος Ἄρης O. 10.15
χαλ-κέῳ τ' Ἄρει ἅδον I. 4.15
ἀγών τοι χάλκεος δᾶμον ὀτρύνει ποτὶ βουθυσίαν Ἥρας ἀέθλων τε κρίσιν (i. e. the Hekatombaia at Argos, in honour of Hera, where the prize was a bronze shield, cf. O. 7.83) N. 10.22 παρθένοι χαλ[κέᾳ] κελαδέοντι γλυκὺν αὐδᾷ [τρόπ]ον (i. e. ringing like bronze) Pae. 2.100 frag. ]υ πόλιν χαλκεᾳ[ Pae. 14.26
-
8 λόγχη
λόγχ-η (A), ἡ,A spear-head, Hdt.7.69;λ. δορός S. Tr. 856
, E.Tr. 1318 (both lyr.): also in pl. of a single spear, the point with its barbs, τὸ ξυστὸν τῇσι λόγχῃσι ἐὸν ὁμοίως χρύσεον the shaft alike with the spear-head, Hdt.1.52, etc.; , cf. X.Cyn.10.3 (where the shaft is ῥάβδος) ; οἱ κνώδοντες τῆς λόγχης the barbs of the spear-head, ib.16.2 lance-shaped birth-mark, Trag.Adesp.84.II lance, spear, javelin, Batr.129;χαλκέας λόγχας ἀκμᾷ Pi.N.10.60
, cf. S.Tr. 512 (lyr.), etc.: metaph.,ὀμμάτων ἄπο λόγχας ἵησιν Id.Fr. 157
; λόγχας ἐσθίων, prov. of a bragging coward, a 'fire-eater', Timocl.12.5.III troop of spearmen,ξὺν ἑπτὰ λόγχαις S.OC 1312
, cf. Ant. 119 (lyr.);μυρίαν ἄγων λόγχην E.Ph. 442
;λόγχης ἀριθμῷ πλείονος κρατούμεναι Id.Fr. 286.12
;χωρεῖτε, λόγχη Id.Cret.45
.------------------------------------ -
9 χαλκεύς
χαλκεύς, έως, ὁ (χαλκός; Hom. et al.; ins, pap, LXX) first ‘coppersmith’, then gener. (black)smith, metalworker (Aristot., Poet. 25 χαλκέας τοὺς τὸν σίδηρον ἐργαζομένους; Gen 4:22; 2 Ch 24:12 χαλκεῖς σιδήρου) Ἀλέξανδρος ὁ χαλκεύς A. the metalworker 2 Ti 4:14 (so Goodsp. et al.; that A. was a ‘coppersmith’ [NRSV, REB] cannot be proved; he could as well have been a goldsmith [cp. Od. 3, 432]); Hv 1, 3, 2. θέλις χαλκέα ἄγωμεν; do you want us to get a blacksmith? (to break the chains) AcPl Ha 3, 5. Making cult images Dg 2:3.—B. 606. DELG s.v. χαλκός. M-M. Spicq.
См. также в других словарях:
χαλκέας — χαλκέᾱς , χάλκεος of copper fem acc pl (epic) χαλκέᾱς , χάλκεος of copper fem gen sg (attic doric aeolic) χαλκέᾱς , χαλκεύς coppersmith masc/fem acc pl (epic) χαλκέᾱς , χαλκεύς coppersmith masc acc pl χαλκέᾱς , χαλκοῦς of copper fem acc pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ευς — το ονοματικό επίθημα εύς είναι χαρακτηριστικό τής Ελληνικής, εφόσον δεν απαντά σε άλλες ΙΕ γλώσσες και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη (περίπου 500 ονόματα σε ευς). Η ακριβής του προέλευση παραμένει άγνωστη, παρά τις κατά καιρούς… … Dictionary of Greek
καύστης — καύστης, δωρ. τ. καύστας, ό (ΑΜ) [καίω] 1. αυτός που φλέγει, που καίει 2. αυτός που τήκει, που λειώνει κάτι («χωνευτάς, καύστας, χαλκέας, μεταλλευτάς», Πρόκλ.) 3. θερμαστής καμινιού, καμινοκαύστης … Dictionary of Greek
πρόχους — Αγγείο που το χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι για να πλένουν τα χέρια των φιλοξενουμένων. Αναφέρεται αρχικά από τον Όμηρο, σε θηλυκό γένος και το έφερνε η υπηρέτρια επάνω σε ασημένιο λέβητα για να πλύνει τα χέρια των φιλοξενουμένων. Οι π. ήταν πότε… … Dictionary of Greek
Σαφαρίδες — Μουσουλμανική δυναστεία που βασίλευσε στην Περσία κατά το δεύτερο μισό του 9ου αι. Ιδρυτής της υπήρξε ο Γιακούμπ μπεν Λάιθ, γιος του Λάιθ ας Σαφάρ (Σαφάρ = χαλκέας, απ’ όπου και το όνομα της δυναστείας), που επικεφαλής επαναστατικών στρατευμάτων… … Dictionary of Greek