-
1 χίμετλα
χίμετλονchilblain: neut nom /voc /acc pl -
2 χιμέτλας
χιμέτλᾱς, χιμέτληfem acc plχιμέτλᾱς, χιμέτληfem gen sg (doric aeolic) -
3 χιμέτλαν
χιμέτλᾱν, χιμέτληfem acc sg (doric aeolic) -
4 διαφύσσω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαφύσσω
См. также в других словарях:
χίμετλα — χίμετλον chilblain neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιμέτλας — χιμέτλᾱς , χιμέτλη fem acc pl χιμέτλᾱς , χιμέτλη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιμέτλαν — χιμέτλᾱν , χιμέτλη fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφύσσω — (Α) 1. (για κρασί) αντλώ ώς το τέλος, αδειάζω 2. αποσπώ, αποκόπτω 3. ξερριζώνω, θεραπεύω («διήφυσε ποσσὶ χίμετλα», Νίκανδρος, Θηριακά) … Dictionary of Greek
χίμετλο — και χείμετλο, το / χίμετλον, ΝΜΑ, και χείμεθλον Μ, και χείμετλον και χίμεθλον Α συν. στον πληθ. τα χίμετλα και χείμετλα ιατρ. δερματοπάθεια οφειλόμενη στην τοπική δράση τού ψύχους επί τού δέρματος, που εμφανίζεται την ψυχρή περίοδο τού χρόνου,… … Dictionary of Greek
χιμετλιώ — και χειμετλιῶ, άω, Α [χίμετλον/ χιμέτλη] έχω χίμετλα, χιονίστρες … Dictionary of Greek
χιονίστρα — η, Ν 1. συν. στον πληθ. οι χιονίστρες ιατρ. (κν. ονομ.) τα χίμετλα 2. βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού κολχικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιονίζω + κατάλ. τρα (πρβλ. κουβαρ ίστρα) … Dictionary of Greek