Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

χίμετλα

См. также в других словарях:

  • χίμετλα — χίμετλον chilblain neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιμέτλας — χιμέτλᾱς , χιμέτλη fem acc pl χιμέτλᾱς , χιμέτλη fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιμέτλαν — χιμέτλᾱν , χιμέτλη fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφύσσω — (Α) 1. (για κρασί) αντλώ ώς το τέλος, αδειάζω 2. αποσπώ, αποκόπτω 3. ξερριζώνω, θεραπεύω («διήφυσε ποσσὶ χίμετλα», Νίκανδρος, Θηριακά) …   Dictionary of Greek

  • χίμετλο — και χείμετλο, το / χίμετλον, ΝΜΑ, και χείμεθλον Μ, και χείμετλον και χίμεθλον Α συν. στον πληθ. τα χίμετλα και χείμετλα ιατρ. δερματοπάθεια οφειλόμενη στην τοπική δράση τού ψύχους επί τού δέρματος, που εμφανίζεται την ψυχρή περίοδο τού χρόνου,… …   Dictionary of Greek

  • χιμετλιώ — και χειμετλιῶ, άω, Α [χίμετλον/ χιμέτλη] έχω χίμετλα, χιονίστρες …   Dictionary of Greek

  • χιονίστρα — η, Ν 1. συν. στον πληθ. οι χιονίστρες ιατρ. (κν. ονομ.) τα χίμετλα 2. βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού κολχικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιονίζω + κατάλ. τρα (πρβλ. κουβαρ ίστρα) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»