Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

χέρσος

См. также в других словарях:

  • χέρσος, -η — και α, ο άγονος, ακαλλιέργητος: Έφυγαν τα παιδιά μας από το χωριό και έμειναν τα περισσότερα χωράφια χέρσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χέρσος — dry land fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χέρσος — (I) ἡ, ΝΜΑ, και αττ. τ. χέρρος Α η στεριά, η ξηρά, σε αντιδιαστολή προς τη θάλασσα (α. «η χέρσος αποτελεί το ένα τρίτο, σχεδόν, τής υδρογείου» β. «...τὴν θάλασσαν εἰκονίζετο ὅτε καὶ τὴν γείτονα χέρσον...», Θεοφύλ. Σ. γ. «κατὰ χέρσον οὺχὶ ναΐ»,… …   Dictionary of Greek

  • χέρσω — χέρσος dry land fem nom/voc/acc dual χέρσος dry land fem gen sg (doric aeolic) χερσόω make into dry land pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) χερσόω make into dry land imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χέρρον — χέρσος dry land fem acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χέρρων — χέρσος dry land fem gen pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χέρσοιο — χέρσος dry land fem gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χέρσοις — χέρσος dry land fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χέρσοισι — χέρσος dry land fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χέρσον — χέρσος dry land fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χέρσου — χέρσος dry land fem gen sg χερσόω make into dry land pres imperat act 2nd sg χερσόω make into dry land imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»