-
1 χάσμα
χάσμα, ατος, τό, gähnende od. klaffende Oeffnung, Spalt, Kluft, Erdschlund; Hes. Th. 740; Eur. Suppl. 516; χάσμα εὐρωπὸν πέτρας I. T. 621; χϑονός Ion 281; Ταρτάρου εἰς ἄβυσσα χάσματα Phoen. 1599; ῥαγῆναί τι τῆς γῆς καὶ γενέσϑαι χάσμα Plat. Rep. II, 359 d; τὸ χάσμα τοῦ οὐρανοῦ τε καὶ τῆς γῆς X, 614 d, vgl. Phaed. 111 c; Sp.; auch der Schlund des Mundes, der Rachen, ὀδόντων, von den Löwen, Anacr. 24, 4, ϑηρός Eur. Herc. fur. 363, Plut. quaest. nat. 28 ὀδόντας ἐνδοτάτω ἔχουσα τοῦ χάσματος, Σκύλλης χάσμασιν Agath. 74 (XI, 379); übtr., πυλάων, App. 4, 99. – Uebh. ein weiter Raum, auch vom Himmel u. vom Meere gebraucht, Her. 4, 85.
-
2 κατα-κύπτω
κατα-κύπτω, sich bücken, niederducken, πρόσσω γὰρ κατέκυψε, Il. 16, 611. 17, 527, u. Sp., bes. den Kopf vorn überbiegen, mit vorgebogenem Kopfe und Leibe wohin gucken, hinabsehen, εἴσω τοῦ χάσματος Luc. D. Mort. 21, 1, vgl. Icaromen. 15; die Augen zu Boden schlagen, Strat. 7 (XII, 8, vgl. ibd. 176 κάτω κύψας).
-
3 αἰχμή
αἰχμή, ἡ, die eherne Lanzenspitze (vgl. ἀκή u. ἀίσσω), ἔγχεος Il. 16, 505, δουρὸς αἰχμὴ χαλκείη 6, 320; λόγχης Eur. Hec. 99. Uebh. Spitze, κεράων Opp. C. 2, 451; χάσματος, des Rachens, die Zähne, H. 5, 141. Dah. die Lanze selbst, Il. 12, 45; Her. 7, 77, der λόγχαι die Spitzen nennt. Oefter Pind. u. Trag.; τοξουλκός, der Pfeil, Aesch. Pers. 235; selten in att. Prosa, Xen. Cyr. 8, 1, 8. Vom Scepter Aesch. Prom. 404, vgl. γυναικὸς αἰχμή, Frauenherrschaft, Ag. 470 Ch. 621; τρίαινα, Poseidons Dreizack, Prom. 972; αἰχμὴν τριγλώχινα Opp. C. 1, 152. Uebertr. der Krieg Aesch. Pers. 960; Soph. Phil. 1291; Pind. P. 8, 42; Her. 5, 94 u. Sp., bes. Plut.
См. также в других словарях:
χάσματος — χάσμα yawning chasm neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
ουδαίος — Μυθολογικό πρόσωπο. Γεννήθηκε από τα δόντια του δράκου, που τα έσπειρε ο Κάδμος. Ο Ο. θεωρείται πρόδρομος του μάντη Τειρεσία. * * * οὐδαῑος, αία, ον, θηλ. και ος (Α) 1. αυτός που βρίσκεται πάνω στη γη, γήινος («χάσματος οὐδαίοιο δυσήνεμος ἔρχεται … Dictionary of Greek
σχίσμα — Η διάσταση ομάδων πιστών από τη θρησκευτική τους κοινότητα. Με την έννοια αυτή το σ. συναντιέται σε διάφορες θρησκείες, όπως στο βουδισμό, στον τζαϊνισμό, στον ιουδαϊσμό και στον ισλαμισμό. Στο χριστιανισμό δείχνει, ιδιαίτερα, διαφωνία που… … Dictionary of Greek
Αναξιμένης — I (Μίλητος 585/4 – 528/7 π.Χ.). Φιλόσοφος, συμμαθητής και διάδοχος του Αναξίμανδρου στην εκπροσώπηση της σχολής της Μιλήτου. Αυτά που αναφέρονται για τη διδασκαλία του από την αρχαία δοξογραφία πρέπει να προέρχονται από ειδική πραγματεία του… … Dictionary of Greek
Δίδυμοι ή Δίδυμα — Αρχαία πόλη της Ιωνίας στα Ν της Μιλήτου, όπου βρίσκεται η σημερινή πόλη Γέροντας. Η ονομασία της θεωρείται καρικής προέλευσης, από τους Κάρες που ήταν εγκατεστημένοι κάποτε εκεί. Έγινε ονομαστή από το αρχαιότατο μαντείο του ναού του Διδυμαίου… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
Κούβα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κούβας Έκταση: 110.860 τ. χλμ. Πληθυσμός: 11.243.400 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Αβάνα (2.181.500 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, μεταξύ του κόλπου του Μεξικού και της… … Dictionary of Greek
Μελάγχθων — (Μπρέτεν, Κάτω Παλατινάτο 1497 – Βίτενμπεργκ 1560). Εξελληνισμένο όνομα του Γερμανού ουμανιστή και οπαδού της θρησκευτικής Μεταρρύθμισης Φίλιπ Σβαρτσερτ (Philipp Schwarzert). Ήταν μικρανιψιός του Ρόιχλιν και σπούδασε στη Χαϊδελβέργη και στο… … Dictionary of Greek