-
1 κατα-κύπτω
κατα-κύπτω, sich bücken, niederducken, πρόσσω γὰρ κατέκυψε, Il. 16, 611. 17, 527, u. Sp., bes. den Kopf vorn überbiegen, mit vorgebogenem Kopfe und Leibe wohin gucken, hinabsehen, εἴσω τοῦ χάσματος Luc. D. Mort. 21, 1, vgl. Icaromen. 15; die Augen zu Boden schlagen, Strat. 7 (XII, 8, vgl. ibd. 176 κάτω κύψας).
-
2 ἐγ-κύπτω
ἐγ-κύπτω, sich in, auf Etwas ducken, sich niederbücken; absol. οἱ ἐγκεκυφότες Thuc. 4, 4; Ar. Nubb. 191; οἱ δὲ χρηματισταὶ ἐγκύψαντες οὐδὲ δοκοῠντες τούτους ὁρᾶν Plat. Rep. VIII, 555 e; – auf Etwas hinsehen, ἐς τὰ τῶν πάλας κακά Her. 7, 152; hineingucken, κατὰ τὰς ϑυρίδας ἐγκύψαντα ἰδεῖν ἐνόντα νεκρόν Plat. Rep. II, 359 d; – Sp.
-
3 κατακύπτω,
κατα-κύπτω, u. κατα-κυπτάζω,sich bücken, niederducken; bes. den Kopf vorn überbiegen, mit vorgebogenem Kopfe und Leibe wohin gucken, hinabsehen; die Augen zu Boden schlagen -
4 κατακυπτάζω
κατα-κύπτω, u. κατα-κυπτάζω,sich bücken, niederducken; bes. den Kopf vorn überbiegen, mit vorgebogenem Kopfe und Leibe wohin gucken, hinabsehen; die Augen zu Boden schlagen
См. также в других словарях:
κύπτω — (AM κύπτω) κλίνω το κεφάλι ή και το σώμα προς τα εμπρός και κάτω, γέρνω, σκύβω, καμπουριάζω (α. «έκυπτε, πνίγουσα τους λυγμούς της επί τού λίκνου», Παπαδ. β. «κάτω ἀεὶ βλέποντες καὶ κεκυφότες εἰς γῆν καὶ εἰς τραπέζας», Πλατ.) νεοελλ. φρ. α) «δεν… … Dictionary of Greek
κυπτάζω — (AM κυπτάζω) σκύβω συνεχώς και για πολύ ώστε να βλέπω κάτι καλά από κοντά, καραδοκώ, παραμονεύω («τί κυπτάζεις ἔχων περὶ τὴν θύραν», Αριστοφ.) αρχ. 1. μαζεύομαι, ζαρώνω 2. είμαι κεκαμμένος, λυγίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κύπτω, κατά τα ρ.… … Dictionary of Greek
κυπώ — κυπῶ, όω (Α) ανατρέπω, καταρρίπτω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κύπτω, σχηματισμένος κατά το σχήμα τυπῶ: τύπτω] … Dictionary of Greek
κυφός — Ονομασία όρους και πόλης της Θεσσαλίας, κατά την αρχαιότητα, ίσως και ποταμού, σύμφωνα με τον Στέφανο τον Βυζάντιο. Ο Όμηρος αναφέρει ότι ήταν πρωτεύουσα των Αινιάνων και των Περραιβών και ότι πήρε μέρος στην Τρωική εκστρατεία με επικεφαλής τον… … Dictionary of Greek
σκουντώ — άω, Ν 1. ωθώ βίαια, σπρώχνω («έκανε ολόκληρη φασαρία επειδή κάποιος στο λεωφορείο τόν σκούντησε») 2. μτφ. ενθαρρύνω, παροτρύνω ή και πιέζω κάποιον να κάνει κάτι («πάντοτε πρέπει να τόν σκουντώ για να διαβάσει») 3. (αλληλοπαθ.) σκουντιώμαι και… … Dictionary of Greek