-
1 φῦμα
-
2 φύμα
φύμα, τό, Gewächs, Erzeugniß, bes. Gewächs, Auswuchs am Leibe, Geschwür, Geschwulst; Her. 3, 133; Plat. Tim. 85 c; Pol. 1, 81, 5 u. Sp., wie Luc. Macrob. 19 u. Medic. – [Υ war kurz, wie Marc. Sid. 83 zeigt, u. Drac. p. 95, 23. 100, 22 lehrt, der aber 57, 8 bemerkt, daß die Attiker φῦμα schreiben sollten, wie sich auch bei Her. geschrieben findet, vgl. Lob. parall. p. 419.]
-
3 φύμα
-
4 φῦμα
-
5 φυμα
-
6 φύμα
φύμα, τό, Gewächs, Erzeugnis, bes. Gewächs, Auswuchs am Leibe, Geschwür, Geschwulst -
7 φύμα
τό1) отёк; опухоль, припухлость; 2) анат., мед. бугорок -
8 πρός-φυμα
πρός-φυμα, τό, das Angewachsene, der Anhang, Demetr. Phal. 55.
-
9 ἔκ-φῡμα
ἔκ-φῡμα, τό, Auswuchs, Ausschlag, Sp.
-
10 phyma
phȳma, atis, n. (φῦμα, eine Eitergeschwulst des Zellgewebes, Cels. 5, 28, 9 u.a.
-
11 φυμάτιον
-
12 φύημα
-
13 ελκοω
1) наносить раны, ранить(χρῶτά τινος Eur.; δάκτυλος ἡλκωμένος Plut.)
ὅταν ἑλκωθῇ τι μαχομένῳ Arst. — в случае какого-л. ранения в бою2) изъязвлять, pass. гноиться, нарывать, быть покрытым язвами(φῦμα ἑλκωθέν Arst.) или покрываться язвами (τὰ ὦτα ἑλκούμενα Xen.)
3) терзать, мучить(φρένας Eur.)
4) причинять вред, подрывать, расстраивать(οἴκους τινός Eur.)
-
14 νεμω
[ одного корня с νέμεσις, νομή, νομός, νόμος] (fut. νεμῶ - ион. νεμέω, aor. ἔνειμα - эп. νεῖμα; med.: fut. νεμοῦμαι - ион. νεμέομαι и поздн. νεμήσομαι, aor. ἐνειμάμην - поздн. ἐνεμησάμην; pass.: fut. νεμεθήσομαι, aor. ἐνεμήθην, pf. - в знач. med. - νενέμημαι; adj. verb. νεμητέος)1) распределять, раздавать, разделять(κρέα, μοίρας, σῖτον, μέθυ Hom.; τὰ πάντα δίχα Plut.; πλεῖστα μέρη νενεμημένος Plat.)
2) уделять, давать, присуждать(ὄλβον ἀνθρώποισιν Hom.)
θεῶν τὰ ἴσα νεμόντων Her. — если боги распределили (все) поровну, т.е. если существует божественная справедливость;πρὸς τὸν ἀδελφὸν οὕτω ἐνειμάμην Lys. — с братом мы разделились так;οὐκ ἔστιν ὅτῳ μείζονα μοῖραν νείμαιμ΄ ἢ σοί Aesch. — никому не дал бы я больше, чем тебе, т.е. никто мне не дороже тебя;εἰ νέμοι τις αἵρεσιν Soph. — если бы кто-л. предоставил (свободный) выбор;στόμα σαφέοτατον ν. τινί Eur. — давать кому-л. непреложные прорицания;θάνατόν τινι ν. Plat. — назначать смертную казнь кому-л.;μεῖζον μέρος ν. τινί Thuc. — предпочитать что-л.3) относить, приписывать(ἀφελείᾳ τινὴ τέν παρρησίαν Plut.)
4) признавать, считать(φίλον τινὰ μέγιστον Soph.)
τινὸς μηδαμοῦ τιμὰς ν. Aesch. — совершенно не считаться с чьими-л. правами5) избирать, выбирать(προστάτην τινά Isocr., Arst.)
οἱ νενεμημένοι Polyb. — отобранные, т.е. занесенные в список атлетов6) пасти скот, заниматься скотоводством(ν. τε καὴ ἀροῦν Plat.)
οἱ νέμοντες Xen. — пастухи7) пасти(κτήνη Plat.; τέν δάμαλιν Luc.)
8) тж. med. использовать в качестве пастбища(τὰ ὄρη Xen.)
τὸ ὄρος νέμεται αἰξί Xen. — на горе пасутся козы;νέμεσθαι ἐπὴ τῇ κρήνῃ Hom. — пастись у источника9) питать в (душе), лелеять(τὸν χόλον Soph.)
10) истреблять, уничтожать(πυρὴ πόλιν Her.)
πυρὴ χθὼν νέμεται Hom. — земля пожирается огнем11) med. есть, поедать(ἄνθεα ποίης Hom.)
ν. τινος Soph. — питаться чем-л.;λέαινα δρύοχα νεμομένα Eur. — львица, ищущая себе пропитание в лесах12) med. (о язве, пожаре и т.п.) разъедать, распространяться(τὸ φῦμα ἐνέμετο πρόσω Her.)
εἰᾶσαί τι ν. Plut. — дать чему-л. волю;τὸ ψεῦδος νέμεται τέν ψυχήν Plut. — ложь разъедает душу13) med. обрабатывать, возделывать, тж. занимать(ἄλσεα, ἔργα, πατρώϊα Hom.)
14) med. обитать, населять(Ἰθάκην Hom.; γῆ, τέν νέμονται Σκύθαι Her.)
κακὸν σκότον ν. Aesch. — жить в ужасной тьме15) med. быть расположенным, находиться(πόλεις, αἱ τὸν Ἄθων νέμονται Her.)
16) тж. med. пользоваться(τὸ χωρίον κοινῇ ν. Thuc.)
ν. ἑὸν πόδα Pind. — ходить;πρόσω τιμὰς νέμειν Aesch. — и впредь пользоваться почестями17) med. эксплуатировать, иметь в своем распоряжении(τὰ μέταλλα Her.; τὰ ἐμπόρια Thuc.)
18) реже med. обладать, владеть, управлять, иметь в своей власти(χωρίον Thuc.; τὸν Πακτωλόν Soph.; τὰς Ἀθήνας, med. τἄλλα Her.; ἄστυ Arst.)
ἀσπίδα νέμων Aesch. — вооруженный щитом;κράτη καὴ θρόνους ν. τῆς γῆς Soph. — иметь царскую власть над страной19) med. ( о времени) проводить(ἁμέραν παρὰ πατρί, ἄδακρυν αἰῶνα Pind.)
-
15 брусничный
брусни́||чныйприл τοῦ κράνου, ἀπό κράνα.брусни́||ка τό φῦμα, τό -
16 бугорок
бугор||окм1. уменьш. ὁ λοφίσκος;2. анат., мед. τό φῦμα, τό φυμάτιο[ν], τό ἐξόγκωμα. -
17 φυμάτιο(ν)
τό1) мед. туберкулёзный узелок, бугорок, туберкула; 2) см. φύμα 2 -
18 φυμάτιο(ν)
τό1) мед. туберкулёзный узелок, бугорок, туберкула; 2) см. φύμα 2 -
19 φυμάτεσσιν
φῡμάτεσσιν, φῦμαgrowth: neut dat pl (epic aeolic) -
20 φυμάτων
φῡμάτων, φῦμαgrowth: neut gen pl
- 1
- 2
См. также в других словарях:
φῦμα — growth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύμα — το / φῦμα, ύματος, ΝΜΑ καθετί που εκφύεται, που εξέχει στο δέρμα ή σε άλλο σημείο τού σώματος, έπαρμα νεοελλ. 1. ανατ. μικρών διαστάσεων προεξοχή οστών, τής εγκεφαλικής ουσίας ή άλλων ιστών (α. «γενειακό φύμα τής κάτω γνάθου» β. «σφαγιδιτικό φύμα … Dictionary of Greek
φύμα — το, ατος 1. καθετί που φυτρώνει, ό,τι έχει φυτρώσει. 2. (ιατρ.), βλάστημα του δέρματος, εξόγκωμα, πρήξιμο, απόστημα, σπυρί. 3. (ιατρ.), προεξοχή στα κόκαλα ή στα μαλακά μόρια του σώματος: Ηθικό φύμα. – Γενειακό φύμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρακώνος — ο ζωολ. 1. το πρόσθιο φύμα ενός πρωτόγονου τριφυματικού άνω γομφίου 2. το κύριο πρόσθιο έξω φύμα, δηλ. το παρειακό, τού άνω γομφίου στα ανώτερα θηλαστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. paracone < παρ(α) * + κώνος] … Dictionary of Greek
ρολάνδειος — α, ο, Ν 1. χαρακτηρισμός διαφόρων ανατομικών σχηματισμών 2. φρ. α) «ρολάνδειο φύμα» ή «φαιό φύμα» ανατ. έπαρμα με μορφή φαιάς στήλης στην οπίσθια επιφάνεια τού προμήκους μυελού β) «ρολάνδεια αύλακα» ή «κεντρική αύλακα» μεσολόβια αύλακα στην… … Dictionary of Greek
φυματώδης — ες / φυματώδης, ώδες, ΝΑ [φύμα, φύματος] νεοελλ. όμοιος με φύμα στην εμφάνιση αρχ. γεμάτος φύματα … Dictionary of Greek
φύω — ΝΜΑ, και αιολ. τ. φυίω Α 1. (μτβ.) συντελώ στο να φυτρώσει κάτι, εκφύω 2. μέσ. φύομαι (κυρίως για φυτά και δέντρα) φυτρώνω, εκφύομαι αρχ. 1. (αμτθ.) α) (για φυτά και δέντρα) εκφύω βλαστούς, βλαστάνω («δρύες... αἵτε φύοντι παρ ὄχθαισιν ποταμοῑο»,… … Dictionary of Greek
βουβώνες — Η περιοχή του σώματος που απλώνεται στο μήκος της βουβωνικής πτυχής, που σχηματίζεται με την κάμψη του μηρού προς την κοιλιά. βουβωνική πανώλη. Μορφή πανούκλας. Οφείλεται στο λεγόμενο πανωλικό βακτηρίδιο. Στον άνθρωπο μπορεί να μεταδοθεί κυρίως… … Dictionary of Greek
φυμάτιο — το υποκορ. του φύμα 1. μικρό φύμα (βλ. λ.). 2. (ιατρ.), σωματίδιο με μορφή σφαιρικού κόμπου, που σχηματίζεται στο παρέγχυμα ή στην επιφάνεια των ιστών ζωντανού οργανισμού, εξαιτίας της ανάπτυξης του βάκιλου του Κοχ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
bheu-, bheu̯ǝ- (bhu̯ā-, bhu̯ē-) : bhō̆ u- : bhū- — bheu , bheu̯ǝ (bhu̯ā , bhu̯ē ) : bhō̆ u : bhū English meaning: to be; to grow Deutsche Übersetzung: ursprũnglich “wachsen, gedeihen” Note: (probably = “to swell”), compare O.Ind. prábhūta ḥ with O.Ind. bhūri ḥ etc under *b(e)u … Proto-Indo-European etymological dictionary
Acne rosacea — Rosazea/Rosacea, veraltete Bezeichnung auch Akne rosacea, (lat. für Kupferfinnen oder Rotfinnen) ist eine meist im fünften Lebensjahrzehnt beginnende akneähnliche Hauterkrankung des Gesichts mit fleckförmigen, teils schuppenden Rötungen sowie… … Deutsch Wikipedia