-
1 φυλετεύω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυλετεύω
-
2 φυλέτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυλέτης
-
3 φυλετικός
A of or for a φυλέτης, δικαστήρια, δίκαι, Pl.Lg. 768c, 915c;φ. φιλίαι Arist.EN 1161b13
. Adv.- κῶς
like tribesmen,Id.
SE 164a27.2 = Lat. tributus, φ. ἐκκλησία, = comitia tributa, D.H.7.59; ἡ φ. (sc. ἐκκλησία) App.BC 3.30;φ. ἀρχαιρεσίαι D.C.53.23
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυλετικός
-
4 φυλία
φῠλία, poet. [suff] φῡλετ-ίη, ἡ, a tree mentioned with the olive in Od.5.477 ([etym.] δοιοὺς.. θάμνους, ἐξ ὁμόθεν πεφυῶτας—ὁ μὲν φυλίης, ὁ δ' ἐλαίης), apptly. (cf. Sch.ad loc., Hsch.) a kind ofA wild olive, but distd. fr. κότινος and said to be Troezenian by Paus.2.32.10 (written φυλλία), cf. Philostr.Gym.43, Nonn.D.5.474; wrongly identified by Ammon. Diff. p.135V. with σχῖνος.
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский