-
1 φιλοικτίρμων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλοικτίρμων
-
2 λατερπής
λατερπής ?1 most delightful εὐνο]ια λατερπει φιλ[ (εὐνοίαλτ;ι> dubitanter Lobel: εὐνολτ;μγτ;ίαλτ;ι> Lloyd-Jones: cf. comm. in Pap. Soc. It., 1391, πιθα[νῶς τὴν] εὔνοιαν κατὰ σύν[θεσιν] εἴρηκεν λατερπ[έα διὰ] τὸ τοὺς λαοὺς τέρπ[ειν (supp. Bartoletti, Barns, Snell) P. Oxy 2622, fr. 1. 3. ad ?fr. 346b.
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский