-
61 παράφασις
παρά-φασις, ἡ, das Zureden, Trösten, Ermahnen; auch Anlockung, Anreiz, mit dem Nebenbegriffe der Täuschung. Auch = Beruhigung, Tröstung; Beschwichtigung--------------------------------παρ-άφασις, ἡ, das Berühren an der Seite, leichte od. heimliche Berührung--------------------------------παρά-φασις, ἡ, das Sehen des Bildes im Spiegel -
62 φαῦσις
-
63 κρύψις
-
64 εὐρυ-ρέων
-
65 εὐρυ-μενής
εὐρυ-μενής, ές, breit u. gewaltig, τεῖχος Orph. Arg. 990, Φᾶσις 1055.
-
66 ἔκ-κειμαι
ἔκ-κειμαι (s. κεῖμαι), als perf. pass. zu ἐκτίϑημι, ausgesetzt sein; von einem Kinde, Her. 1, 110. 122; Longin. 1, 3; ὁ σκοπὸς ἔκκειται Arist. Polit. 7, 13; ἐξέκειτο πολὺν χρόνον ἡ φάσις, sie war ausgehängt, Dem. 58, 10, vgl. 21, 103; offen daliegen, ἐὰν ἁπλοῠν ᾖ τὸ ἦϑος καὶ παντὶ ἰδεῖν ἐκκείμενον Dion. Hal. rhet. 10, 1; ἐκκειμένων τῶν βίων Plut. Comp. Ages. et Pomp. 1; preisgegeben sein, ἔκκειμαι τοῖς βουλομένοις τἀμὰ σφετερίζεσϑαι Alciphr. 3. 29; ταῖς νόσοις Luc. u. a. Sp.; – μισϑοὶ καὶ τροφαὶ παρὰ τοῠ βασιλέως ἔκκεινται, ist ausgesetzt, festgesetzt, Strab. XV, 707. – Bei Soph. Ant. 998 ist μηροὶ καλυπτῆς ἐξέκειντο πιμελῆς = sie waren herausgefallen.
-
67 αντιφασις
-
68 αποφασις
III- εως ἥ [ἀποφαίνω]1) заявление, утверждение, тж. мнение, высказывание(ὑπό τινος λεγομένη Polyb.; ἀποφάσεις καὴ δόξαι Plut.)
2) судебное решение, приговор(τῆς δίκης Dem.)
3) инвентарная опись(τῆς οὐσίας Dem.)
4) ответ(ἀπόφασιν δοῦναι περί τινος Polyb.)
-
69 διαφασις
-
70 εκκειμαι
1) лежать снаружи, быть обнаженнымμηροὴ καλυπτῆς ἐξέκειντο πιμελῆς Soph. — бедра (жертвенного животного) выступили наружу из окружавшего их жира
2) быть (публично) выставленным(ἐξέκειτο πολὺν χρόνον ἥ φάσις Dem.)
3) быть положенным, принятымἐκκείσθω τις γραμμέ ἥ ΑΒ Arst. — пусть будет дана (прямая) линия ΑΒ;
ὅ σκοπὸς ἔκκειται καλῶς Arst. — цель поставлена правильно4) ( о ребенке) быть подкинутым(ὅ ἐκκείμενος παῖς Her.)
5) быть изложенным6) быть подверженным(ταῖς νόσοις Luc.)
-
71 εκφασις
-
72 εμφασις
- εως ἥ1) изображение, отражение(τινος ἐν ἐνόπτροις Arst.)
2) образ, описание(ἔμφασιν ἤθους ποιεῖν Plut.)
3) внешность, вид4) видимостьκατ΄ ἔμφασιν Arst. и κατὰ τέν ἔμφασιν Polyb. — по видимости;
ἔμφασιν καὴ δόκησιν ἐπιπόνου χρείας ποιεῖν Plut. — прикидываться страшно занятым;οὔτε πάγος οὔτε ψῦχος οὔθ΄ ὅλως χειμῶνος ἔ. γίνεται Diod. — (в Эфиопии) нет ни инея, ни мороза, ни каких бы то ни было вообще признаков зимы5) обзор, обозрение, изложение6) разъяснение, указаниеμάλιστα δὲ κατ΄ Ἀρχεδάμου ἐποίει τὰς ἐμφάσεις Polyb. — его указания относились главным образом к Архедаму
7) ( в баснях) нравоучение, мораль Babr.8) рит. эмфаза, (особая) выразительность, подчеркнутость -
73 επιφασις
- εως ἥ1) внешний вид, видимость(βασιλική Polyb.)
κατὰ τέν ἐπίφασιν Polyb. — с виду, по видимости2) проявление, обнаруживание(ἑτοιμότητος Polyb.)
-
74 καταφασις
-
75 παραιφασις
-
76 περιφασις
-
77 προφασις
- εως ἥ1) основание, повод, мотив(ἀληθεστάτη Thuc.; εἰκυῖα Plat.)
ἥ π. τῆς αἰτίας Lys. — основание обвинения;προφάσεις καὴ αἰτίαι Thuc. — основания и причины2) предлог, отговорка, уверткаπροφάσει, ἀπὸ προφάσεως Thuc., ἐπὴ προφάσεως, ἀπὸ προφάσιος, διὰ и κατὰ πρόφασιν, προφάσιος εἵνεκεν Her., προφάσεως χάριν Arst. или ἐκ προφάσεως Polyb. — под (благовидным) предлогом;
πρόφασιν Hom., Thuc., Lys. и προφάσει NT. — для видимости, для вида;μή μοι προφάσεις! Arph. — никаких отговорок! -
78 συμφασις
-
79 Φασιανος
-
80 Φάσι
См. также в других словарях:
Φάσις — denunciation fem nom sg Φά̱σῑς , Φᾶσις the river Phasis masc acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φᾶσις — the river Phasis masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάσις — φάσῑς , φάσις 1 denunciation fem acc pl (epic doric ionic aeolic) φάσις 1 denunciation fem nom sg φάσῑς , φάσις 2 utterance fem acc pl (epic doric ionic aeolic) φάσις 2 utterance fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φάσις — Όνομα ποταμού που αναφέρεται στην αρχαιότητα. Βρισκόταν στην Κολχίδα, πήγαζε από τα Μοσχικά όρη και χυνόταν στον Εύξεινο Πόντο. Την εποχή του Βυζαντίου ήταν γνωστός με την ονομασία Ρέων. Ο ποταμός ταυτίζεται με τον σημερινό Ριόν. Οι αρχαίοι τον… … Dictionary of Greek
φάσις — Όνομα ποταμού που αναφέρεται στην αρχαιότητα. Βρισκόταν στην Κολχίδα, πήγαζε από τα Μοσχικά όρη και χυνόταν στον Εύξεινο Πόντο. Την εποχή του Βυζαντίου ήταν γνωστός με την ονομασία Ρέων. Ο ποταμός ταυτίζεται με τον σημερινό Ριόν. Οι αρχαίοι τον… … Dictionary of Greek
φάσει — φάσις 1 denunciation fem nom/voc/acc dual (attic epic) φάσεϊ , φάσις 1 denunciation fem dat sg (epic) φάσις 1 denunciation fem dat sg (attic ionic) φάσις 2 utterance fem nom/voc/acc dual (attic epic) φάσεϊ , φάσις 2 utterance fem dat sg (epic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάσεις — φάσις 1 denunciation fem nom/voc pl (attic epic) φάσις 1 denunciation fem nom/acc pl (attic) φάσις 2 utterance fem nom/voc pl (attic epic) φάσις 2 utterance fem nom/acc pl (attic) φά̱σεις , φημί Spir. Prooem. aor subj act 2nd sg (epic doric)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάσι — φάσις 1 denunciation fem voc sg φάσῑ , φάσις 1 denunciation fem dat sg (epic doric ionic aeolic) φάσις 2 utterance fem voc sg φάσῑ , φάσις 2 utterance fem dat sg (epic doric ionic aeolic) φᾱσι , φημί Spir. Prooem. pres ind act 3rd pl φᾱσι ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάσεσι — φάσις 1 denunciation fem dat pl φάσις 2 utterance fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάσεσιν — φάσις 1 denunciation fem dat pl φάσις 2 utterance fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φάσι — Φάσις denunciation fem voc sg Φά̱σῑ , Φᾶσις the river Phasis masc dat sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)