Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

φᾰλ-

См. также в других словарях:

  • τετραφάληρος — ον, Α (για την περικεφαλαία) αυτός που έχει τέσσερεις κώνους ή προεξοχές («τετραφάληρον τέσσαρας φαλοὺς ἔχουσαν καὶ ἐξοχάς, οἵ εἰσιν ἦλοι λαμπροὶ περὶ τὸ μέτωπον τῆς περικεφαλαίας κατακρουόμενοι», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + φάλ ηρ ος (< …   Dictionary of Greek

  • φαλιός — ά, όν, ΜΑ, και φάλιος Α λευκός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη ρίζα τού επιθ. φαλός (βλ. λ. φαλός), εμφανίζει θ. *φαλ ι (πρβλ. φαλ ί σσομαι) και έχει σχηματιστεί είτε με κατάλ. ος είτε με κατάλ. Fος κατά το πολιός (< πολιFός). Κατά μία άποψη, το… …   Dictionary of Greek

  • φαλός — ή, όν, Α 1. αυτός που λάμπει, ο λευκός 2. (κατά τον Ησύχ.) «τραυλός, κωφός, μωρός» 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ φαλός α) (κατά τον Απολλ. Σοφ.) «τὸ λάμπρυσμα τῆς περικεφαλαίας» β) (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «φαλὸς ὁ λόφος τῆς περικεφαλαίας καὶ τρυφαλεία …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, Μακεδονικό — Το πρώτο μουσείο σύγχρονης τέχνης στην Ελλάδα λειτουργεί από το 1992 σ’ ένα περίπτερο της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης (Εγνατίας 154), που παραχωρήθηκε στο σωματείο Μακεδονικό Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης για να στεγάζει την πλούσια συλλογή του. Από… …   Dictionary of Greek

  • Furchenwale — Buckelwal Systematik Klasse: Säugetiere (Mammalia) Unterklasse: Höhere Säugetiere …   Deutsch Wikipedia

  • Фаланф (ойкист) — Фаланф (Фалант)  в греческой традиции полулегендарный предводитель парфениев и основатель Тарента (на дорическом диалекте Тарант). Многие обстоятельства его деятельности были и остаются предметом спора как древних, так и современных учёных… …   Википедия

  • ήχος — Διάδοση σε ένα ελαστικό μέσο των ταλαντώσεων που μεταδίδει σε αυτό ένα ταλαντούμενο σώμα (ηχητική πηγή). Συνήθως ή. ονομάζεται και το αποτέλεσμα που παράγεται από τις ελαστικές ταλαντώσεις στο εσωτερικό αφτί. Για το φυσιολογικό ανθρώπινο αφτί, το …   Dictionary of Greek

  • κορύφαινα — η (Α κορύφαινα) γένος τελεόστεων οστεϊχθύων που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια coryphaenidae. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορυφή + επίθημα αινα, που χαρακτηρίζει θηλ. ον. ζώων (πρβλ. ύ αινα, φάλ αινα)] …   Dictionary of Greek

  • μελίτταινα — και ποιητ. τ. μελίκταινα, ἡ (Α) το μελισσοβότανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλιττα + κατάλ. αινα (πρβλ. μολύβδ αινα, φάλ αινα)] …   Dictionary of Greek

  • οίναρον — οἴναρον, τὸ (Α) 1. το φύλλο ή το κλαδί τής αμπέλου (α. «ἄμπελος περιτανύουσα τὰ οἴναρα», Ξεν. β. «ἄμπελος διατηρεῑ τὸν καρπὸν ἄνευ οἰνάρων», Θεόφρ.) 2. το κλήμα, η άμπελος («ὁλόκληρους ἀπέτεμον τῶν οἰνάρων, τοὺς βότρυς», Αλκίφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • σακχαρίνη — Οργανική ένωση που έχει τον τύπο C6H4COSO2NH· είναι το κυκλικό ιμμίδιο του ορθοσουλφοβενζοϊκού οξέος. Είναι ουσία λευκή κρυσταλλική, λίγο διαλυτή στο ψυχρό ύδωρ και γι’ αυτό χρησιμοποιείται υπό μορφή νατριούχου άλατος που είναι διαλυτό στο νερό.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»