-
1 φαλ-ακρός
φαλ-ακρός, ά, όν (vgl. φάλος, oben auf dem Kopfe hell, Andere erkennen keine Zusammensetzung an, s. aber φαλακρότης), – 1) kahlköpfig, glatzköpfig; Ar. Nubb. 532 Pax 751; Her. 3, 12 u. sonst, wie Plat. Rep. VI, 495 e u. A. – 2) übh. kahl, glatt, blank, Sp. – Bei Luc. Lex. 15 sind τὰ φάλακρα (so accent.?) kahle Felsgipfel. – 3) ὁ φαλακρός hieß ein dem Eukleides zugeschriebener, näher nicht bezeichneter Trugschluß, D. L. 2, 108.
-
2 φαλ-ακράω
-
3 φαλ-άκρα
φαλ-άκρα, ἡ, die Kahlheit, der kahle Kopf, Sp.
-
4 φαλ(λ)ιρίζω
φαλ(λ)ίρω (αόρ. φαλλίρισα) αμετ. обанкротиться; вылететь в трубу (разг) -
5 φαλ(λ)ιρίζω
φαλ(λ)ίρω (αόρ. φαλλίρισα) αμετ. обанкротиться; вылететь в трубу (разг) -
6 φαλ(λ)ιμέντο
-
7 φαλ(λ)ιμέντο
-
8 ὀπισθο-φάλ-ακρος
ὀπισθο-φάλ-ακρος, am Hinterkopfe kahl, Tzetz.
-
9 ἀπο-φαλ-ακρόω
ἀπο-φαλ-ακρόω, kahlköpfig machen, Sp.
-
10 ἀνα-φάλ-ακρος
ἀνα-φάλ-ακρος, mit kahler Platte, Procl.
-
11 φαλάκρα
φαλ-άκρα, ἡ, die Kahlheit, der kahle Kopf -
12 φαλακράω
-
13 φαλακρός
φαλ-ακρός, ά, όν (vgl. φάλος, oben auf dem Kopfe hell), (1) kahlköpfig, glatzköpfig; (2) übh. kahl, glatt, blank; τὰ φάλακρα, kahle Felsgipfel; (3) ὁ φαλακρός hieß ein dem Eukleides zugeschriebener, näher nicht bezeichneter Trugschluß -
14 παμφαλάω
Grammatical information: v.Meaning: `to gaze around astonishedly' (Hippon., Anacr., Herod.), ἐπαμφάλησεν ἐθαύμασε, περιεβλέψατο H.Other forms: παμφαλῆσαι.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Reduplicated intensive in - άω (cf. on παμφαίνω) with dissimilation from *φαλ-φαλ-άω (Bechtel Dial. 3, 324), prob. from φαλός λευκός H., s. φαλακρός. On the meaning cf. e.g. λευκός: λεύσσω. -- Quite doubtful. λεύσσω is not derived from λευκ-ός. Furnée 161 equates it with παπταλάομαι (Lyc.) and assume that it is a Pre-Greek word.Page in Frisk: 2,470Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > παμφαλάω
-
15 βαλακρός
βαλακρός, Maced.A = φαλ-, Plu.2.292e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαλακρός
-
16 τριφύλλινος
A v.l. -φαλ- ) in Ath.1.26e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριφύλλινος
-
17 φαλύσσεται
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φαλύσσεται
-
18 ἀναφάλακρος
ἀνα-φάλ-ακρος u. ἀνα-φαλαντίας, mit kahler Platte, mit kahlem Vorderkopfe -
19 ἀναφαλαντίας
ἀνα-φάλ-ακρος u. ἀνα-φαλαντίας, mit kahler Platte, mit kahlem Vorderkopfe -
20 ἀποφαλακρόω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τετραφάληρος — ον, Α (για την περικεφαλαία) αυτός που έχει τέσσερεις κώνους ή προεξοχές («τετραφάληρον τέσσαρας φαλοὺς ἔχουσαν καὶ ἐξοχάς, οἵ εἰσιν ἦλοι λαμπροὶ περὶ τὸ μέτωπον τῆς περικεφαλαίας κατακρουόμενοι», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + φάλ ηρ ος (< … Dictionary of Greek
φαλιός — ά, όν, ΜΑ, και φάλιος Α λευκός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη ρίζα τού επιθ. φαλός (βλ. λ. φαλός), εμφανίζει θ. *φαλ ι (πρβλ. φαλ ί σσομαι) και έχει σχηματιστεί είτε με κατάλ. ος είτε με κατάλ. Fος κατά το πολιός (< πολιFός). Κατά μία άποψη, το… … Dictionary of Greek
φαλός — ή, όν, Α 1. αυτός που λάμπει, ο λευκός 2. (κατά τον Ησύχ.) «τραυλός, κωφός, μωρός» 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ φαλός α) (κατά τον Απολλ. Σοφ.) «τὸ λάμπρυσμα τῆς περικεφαλαίας» β) (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «φαλὸς ὁ λόφος τῆς περικεφαλαίας καὶ τρυφαλεία … Dictionary of Greek
Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, Μακεδονικό — Το πρώτο μουσείο σύγχρονης τέχνης στην Ελλάδα λειτουργεί από το 1992 σ’ ένα περίπτερο της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης (Εγνατίας 154), που παραχωρήθηκε στο σωματείο Μακεδονικό Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης για να στεγάζει την πλούσια συλλογή του. Από… … Dictionary of Greek
Furchenwale — Buckelwal Systematik Klasse: Säugetiere (Mammalia) Unterklasse: Höhere Säugetiere … Deutsch Wikipedia
Фаланф (ойкист) — Фаланф (Фалант) в греческой традиции полулегендарный предводитель парфениев и основатель Тарента (на дорическом диалекте Тарант). Многие обстоятельства его деятельности были и остаются предметом спора как древних, так и современных учёных… … Википедия
ήχος — Διάδοση σε ένα ελαστικό μέσο των ταλαντώσεων που μεταδίδει σε αυτό ένα ταλαντούμενο σώμα (ηχητική πηγή). Συνήθως ή. ονομάζεται και το αποτέλεσμα που παράγεται από τις ελαστικές ταλαντώσεις στο εσωτερικό αφτί. Για το φυσιολογικό ανθρώπινο αφτί, το … Dictionary of Greek
κορύφαινα — η (Α κορύφαινα) γένος τελεόστεων οστεϊχθύων που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια coryphaenidae. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορυφή + επίθημα αινα, που χαρακτηρίζει θηλ. ον. ζώων (πρβλ. ύ αινα, φάλ αινα)] … Dictionary of Greek
μελίτταινα — και ποιητ. τ. μελίκταινα, ἡ (Α) το μελισσοβότανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλιττα + κατάλ. αινα (πρβλ. μολύβδ αινα, φάλ αινα)] … Dictionary of Greek
οίναρον — οἴναρον, τὸ (Α) 1. το φύλλο ή το κλαδί τής αμπέλου (α. «ἄμπελος περιτανύουσα τὰ οἴναρα», Ξεν. β. «ἄμπελος διατηρεῑ τὸν καρπὸν ἄνευ οἰνάρων», Θεόφρ.) 2. το κλήμα, η άμπελος («ὁλόκληρους ἀπέτεμον τῶν οἰνάρων, τοὺς βότρυς», Αλκίφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
σακχαρίνη — Οργανική ένωση που έχει τον τύπο C6H4COSO2NH· είναι το κυκλικό ιμμίδιο του ορθοσουλφοβενζοϊκού οξέος. Είναι ουσία λευκή κρυσταλλική, λίγο διαλυτή στο ψυχρό ύδωρ και γι’ αυτό χρησιμοποιείται υπό μορφή νατριούχου άλατος που είναι διαλυτό στο νερό.… … Dictionary of Greek