-
1 τριφύλλινος
A v.l. -φαλ- ) in Ath.1.26e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριφύλλινος
См. также в других словарях:
τριφολίνος — ὁ, Α φρ. «τριφολῖνος οἶνος» βλ. τριφύλλινος … Dictionary of Greek
τριφύλλινος — και δ. γρφ. τριφολῑνος και τριφαλίνος, ὁ, Α (ενν. οἶνος) ονομασία ιταλικού κρασιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τριφολῖνος (οἶνος) < λατ. trifolinum (vinum) < επί θ. trifolinus, a, um σχηματισμένο από το τοπωνύμιο τής Καμπανίας Trifolium < tri (πρβλ.… … Dictionary of Greek