-
1 insuffisant
ανεπαρκής -
2 nedostatečný
ανεπαρκής -
3 insufficient
ανεπαρκής -
4 niedostateczny
ανεπαρκής -
5 слабый
1. (отличающийся малой физической силой) αδύνατοςανίσχυρος2. (име-ющий небольшую мощность, энергию) μικρ/όςμικρής ισχύος- ό μοτέρ3. (небольшой по силе, напряженности) αδύνατ/ος- свет - о φως (незначительный недостаточный) αδύνατ/ος, πτωχός5. (малоубедительный, недостаточно основательный) αδύνατοςμη πειστικός6. (плохо знающий, плохо выполняющий работу) αδύνατοςανεπαρκής7. (не тугой, неплотно завернутый, несильно затянутый) χαλαρόςελεύθεροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > слабый
-
6 недостаточный
-
7 недодержка
недодержкаж фото ἡ ἀνεπαρκής ἐκθεση (при фотографировании)/ ἡ ἀνεπαρκής ἐμφάνιση (при проявлении). -
8 недодержка
-и θ.ανεπαρκής κράτηση, διατήρηση, παραμονή•недодержка фильма в фиксаже ανεπαρκής κράτηση του αρνητικού φιλμ στο στερεωτή.
-
9 недоразвитие
-я ουδ.ανάπτυξη ανεπαρκής•недоразвитие организма ανεπαρκής ανάπτυξη του οργανισμού.
-
10 недостаточный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно.1. ανεπαρκής, ελλιπής, λειψός γλίσχρος•-ые средства ανεπαρκή μέσα•
-ая помощь ανεπαρκής βοήθεια•
-ые знания ανεπαρκείς γνώσεις.
|| λιπόβαρος, λειψός, ξίκικος.2. μη πλήρης, -ολοκληρωμένος•-ые сведения ανεπαρκείς πληροφορίες.
|| αναξιόλογος, ασήμαντος, μη σοβαρός•-ая причина όχι σοβαρή αιτία.
3. πενιχρός, φτωχός.εκφρ.недостаточный глагол – το ελλιπές ρήμα. -
11 дефицитность
η έλλειψη, η ανεπάρκεια -ый ελειμματικός, ανεπαρκής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дефицитность
-
12 модуляторный
физ. διαμορφωτικός модуляция 1. физ. η διαμόρφωση (του παλμού)-- с авторегулированием несущей частоты - με αυτορρύθμιση της φέρουσας συχνότητας2. муз. (переход из одной тональности в другую) о μετατονισμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > модуляторный
-
13 недоразвитие
η ανεπαρκής ανάπτυξη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > недоразвитие
-
14 недостаточно
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > недостаточно
-
15 проплавление
(св.) η τήξη, η διείσδυση. - корня шва - της ρίζας της ραφήςнеполное - ατελής -, ανεπαρκής -сквозное - διαπεραστική -, διαμπερής -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проплавление
-
16 неудовлетворительный
μη ικανοποιητικός; ανεπαρκής ( недостаточный)неудовлетвори́тельная оце́нка — ο άσχημος βαθμός
-
17 бедный
бедн||ыйприл1. (неимущий) φτωχός, πτωχός, ἐνδεής;2. (скудный) λιγοστός, γλίσχρος, ἀνεπαρκής;3. (несчастный) φτωχός, πτωχός, δυστυχισμένος. -
18 небогатый
небогат||ыйприл ὄχι πλούσιος, μέ μέτρια οἰκονομικά μέσα / λιτός (скромный)/ ἀνεπαρκής, ὀλιγοστός (недостаточный):\небогатыйая семья ὄχι πλούσια οίκογένεια· \небогатый выбор ἡ περιορισμένη ποικιλία. -
19 недобор
недоборм:\недобор денег ἡ ἐλλειπής είσπραξη χρημάτων· \недобор студентов ἀνεπαρκής ἀριθμός είσαχθέντων φοιτητών. -
20 недостаточный
недоста́точн||ыйприл1. ἀνεπαρκής, λειψός, ἐλλ(ε)ιπής / ξίκικος (по весу):\недостаточныйые сведения (знания) ἀνεπαρκείς πληροφορίες (γνώσεις)·2. (неосновательный) μή σοβαρός:\недостаточныйая причина (повод) μή σοβαρή αίτία· ◊ \недостаточныйый глагол грам. τό ἐλλ(ε)ιπές (или ἐλλειπτικό) ρήμα.
См. также в других словарях:
ανεπαρκής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που δεν είναι επαρκής, ελλιπής, ανίκανος: Δείχτηκε ανεπαρκής στη δουλειά που του ανατέθηκε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανεπαρκής — ές 1. μη επαρκής, ελλιπής, ελαττωματικός 2. ανάξιος, ανίκανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + επαρκής. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικό και Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Σκαρλάτου Βυζάντιου] … Dictionary of Greek
λειψερός — ή, ό 1. ελλιπής, με ελλείψεις 2. (για πρόσ.) διανοητικά ανάπηρος, πνευματικά ανεπαρκής, ανισόρροπος 3. (για ποταμό, ρυάκι ή πηγή) αυτός που έχει λίγο νερό 4. (για τα ετήσια βρόχινα ύδατα) ανεπαρκής, όχι άφθονος 5. (για βιοτικούς πόρους) πενιχρός … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
εξέταση — I Δοκιμασία ή σύνολο δοκιμασιών που αποβλέπουν στον έλεγχο των γνώσεων των μαθητών και στην απονομή ενός τίτλου σπουδών. Συναφής προς την ε. όρος είναι ο διαγωνισμός, αλλά οι δύο έννοιες διαφέρουν ουσιαστικά μεταξύ τους ως προς τον σκοπό, το… … Dictionary of Greek
εύνις — (I) εὖνις, ιδος και ιος, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει στερηθεί από κάποιον ή κάτι, που τού λείπει κάποιος, ο έρημος («ὅς μ υἱῶν... εὖνιν ἔθηκε», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που δεν έχει παιδιά, ο στερημένος από τέκνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Παράλ. τ.… … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
σοκ — Παθητική απάντηση του οργανισμού σε διάφορες παθολογικές καταστάσεις η οποία εκδηλώνεται με σοβαρή διαταραχή της περιφερειακής κυκλοφορίας, που προκαλεί μεγάλη κατάπτωση όλων των ζωικών ικανοτήτων. Τα αίτια είναι πολλαπλά. Στην πρώτη θέση είναι… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Σιγκαπούρη — Νησί της Νοτιοανατολικής Ασίας, μεταξύ της Μαλαισίας και της Ινδονησίας.Tο όνομα της Σιγκαπούρης, του νησιού που βρίσκεται στη νότιο άκρο της μαλαϊκής χερσονήσου, είναι συνδεδεμένο με την αγγλική αποικιοκρατία στην Aσία. Kατοικημένη κυρίως από… … Dictionary of Greek