Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

φίλησεν

  • 1 φίλησεν

    φιλέω
    love: aor ind act 3rd sg (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > φίλησεν

  • 2 φιλέω

    φῐλέω (φιλεῖ, -εῖς, -έοισιν; -έων, -έοντα); - εῖν: aor. ( φίληςε), φίλησεν; φιλήσαντα): pf. πεφίληκε; πεφιλημένον.)
    1 love

    φιλεῖ δέ μιν Παλλὰς αἰεὶ καὶ Ζεὺς πατήρ, μάλα φιλεῖ δὲ παῖς ὁ κισσοφόρος O. 2.26

    — 7.

    θεὸς κλυτὰν αἶσαν παρέχοι φιλέων O. 6.102

    ὅσσα δὲ μὴ πεφίληκε Ζεύς, ἀτύζονται P. 1.13

    Δάλοἰ ἀνάσσων Φοῖβε, Παρνασσοῦ τε κράναν Κασταλίαν φιλέων P. 1.39

    Κινύραν τὸν ὁ χρυσοχαῖτα προφρόνως ἐφίλησ' Ἀπόλλων P. 2.16

    φίλον εἴη φιλεῖν P. 2.83

    φιλεῖν δὲ Κάρρωτον ἔξοχ' ἑταίρων P. 5.26

    ἁ μὲν οὔθ' ἱστῶν παλιμβάμους ἐφίλησεν ὁδούς P. 9.18

    Θώρακος, ὅσπερ ἐμὰν ποιπνύων χάριν τόδ' ἔζευξεν ἅρμα Πιερίδων τετράορον, φιλέων φιλέοντ ἄγων ἄγοντα προφρόνως P. 10.66

    ἀεθλονικία δὲ μάλιστ' ἀοιδὰν φιλεῖ N. 3.7

    ἐξύφαινε μέλος πεφιλημένον N. 4.45

    μείς τ' ἐπιχώριος, ὃν φίλησ Ἀπόλλων N. 5.44

    φαῖμέν κε γείτον' ἔμμεναι νόῳ φιλήσαντ ἀτενέι γείτονι χάρμα πάντων ἐπάξιον N. 7.88

    ἡσυχία δὲ φιλεῖ μὲν συμπόσιον N. 9.48

    φιλέων δ' ἂν εὐχοίμαν ( as a friend: v. Barrett on Eur., Hipp. 1102 App.) Παρθ. 1. 11. ἀλλὰ δίκας ὁδοὺς π[ις]τὰς ἐφίλη[ς.]ν (-ε]ν G-H, -α]ν Puech) Παρθ. 2. 65. c. inf.,

    εἴπερ τι φιλεῖς ἀκοὰν ἁδεῖαν ἀεὶ κλύειν P. 1.90

    ἅλικες οἶα παρθένοι φιλέοισιν ἑταῖραι ἑσπερίαις ὑποκουρίζεσθ' ἀοιδαῖς P. 3.18

    μεγάλων δ' ἀέθλων Μοῖσα μεμνᾶσθαι φιλεῖ N. 1.12

    φιλει[ Pae. 6.67

    Lexicon to Pindar > φιλέω

  • 3 μισέω

    Grammatical information: v.
    Meaning: `hate, loathe' (Pi., IA.);
    Other forms: aor. μισῆσαι (P 272), pass. μισηθῆναι (Hdt.), fut. pass. μισήσομαι (E.), - ηθήσομαι (LXX), perf. μεμίση-κα, - μαι (Att.).
    Compounds: Also w. prefix, e.g. δια-. ἀπο-. Very often as 1. member (oppos. φιλο-), e.g. μισό-θεος `who hates the gods' (A., Luc.), cf. Schwyzer 442.
    Derivatives: μίσημα n. `what is hated' (trag.), μίσηθρον (- τρον) `charm for producing hatred' (Luc., pap.; after στέργηθρον, Benveniste Origines 203), μισητός `hated, hateful' (A., X.), - ητικός `prone to hatred' (Arr.), μισήτιζε μίσει, στύγει H. Beside it with paroxytonon (after Ammon. 94) and with unclear change of meaning μισήτη f. `lascivious wench, whore' (Archil. [?], Cratin., μισητός... ἄπληστος H.) with μισητία `lasciviousness, unsatibale desire' (Ar., Procop.). -- μῖσος n. `hatred, enmity, grudge, object of hatred' (trag., Att.).
    Origin: PG [a word of Pre-Greek origin](X)
    Etymology: The date and the spread of attestations are not in favour of the usual assumption that μισέω is a denominative of μῖσος. Also the Hom. aor. μίσησεν for *μίσε(σ)σεν (analog. after φίλησεν?) tells against it. A convincing etymology has not been found; the connections with Lat. miser and mittō (s. Bq and W.-Hofmann s.v.) are not satisfactory, as is a basis *μίνθι̯ος to μίνθος (Pisani Rend. Acc. Linc. 6: 5, 218). Fur. 254 who objects to a suffix - σος, assumes a Pre-Greek word with assibilated dental.
    Page in Frisk: 2,243-244

    Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μισέω

См. также в других словарях:

  • φίλησεν — φιλέω love aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισώ — (ΑΜ μισῶ, έω) 1. αισθάνομαι μίσος για κάποιον, εχθρεύομαι 2. αποστρέφομαι, αντιπαθώ, αποφεύγω («πολλοί τον πλούτο εμίσησαν, τη δόξα ουδείς», γνωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μισῶ και μῖσος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία το μισῶ είναι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»