-
1 φίλαυτος
φίλαυτος, ον (Aristot. [s. φιλάγαθος and s. the index of the Berlin ed. IV 818]; Musonius 86, 2 H.; Plut., Epict., Lucian, Sext. Emp.; Philo, Leg. All. 1, 49 φίλαυτος καὶ ἄθεος; Jos., Ant. 3, 190; Just.) loving oneself, selfish 2 Ti 3:2.—M-M. -
2 φιλαυτος
-
3 φίλαυτος
φίλαυτοςloving oneself: masc /fem nom sg -
4 φίλαυτος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > φίλαυτος
-
5 φίλαυτος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > φίλαυτος
-
6 φίλαυτος
η, р [ος, ον ] 1. себялюбивый, эгоистичный;2. (ο) себялюбец, эгоист -
7 φίλαυτος
самолюбивый, себялюбивый; син. αὐθάδης.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > φίλαυτος
-
8 φίλαυτος
2 самолюбивый -
9 φίλαυτος
[филафтос] επ. себялюбивый, эгоистичный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φίλαυτος
-
10 φίλαυτος
[филафтос] επ себялюбивый, эгоистичный. -
11 φίλαυτος
A loving oneself, in good sense,τὸν ἀγαθὸν δεῖ φ. εἶναι Arist.EN 1169a12
: more freq. in bad sense, selfish, Id.MM 1212a29, Phld.Ir.p.60 W., Ph.1.171, al., 2 Ep.Ti.3.2, Plu.Arat.1, al., Arr.Epict.1.19.11;φ. μᾶλλον ἢ δεῖ Arist.Rh. 1389b35
; τὸ φ. = φιλαυτία, Id.EN 1168b14, Plu.2.40f, etc. Adv.- τως Luc.Am.27
, S.E.M.7.314.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φίλαυτος
-
12 φίλαυτος
φίλ-αυτος, sich selbst liebend, eigenliebig, selbstsüchtig -
13 φιλαύτως
φίλαυτοςloving oneself: adverbialφίλαυτοςloving oneself: masc /fem acc pl (doric) -
14 φίλαυτον
φίλαυτοςloving oneself: masc /fem acc sgφίλαυτοςloving oneself: neut nom /voc /acc sg -
15 φιλαύτοις
φίλαυτοςloving oneself: masc /fem /neut dat pl -
16 φιλαύτου
φίλαυτοςloving oneself: masc /fem /neut gen sg -
17 φιλαύτους
φίλαυτοςloving oneself: masc /fem acc pl -
18 φιλαύτων
φίλαυτοςloving oneself: masc /fem /neut gen pl -
19 φίλαυτε
φίλαυτοςloving oneself: masc /fem voc sg -
20 φίλαυτοι
φίλαυτοςloving oneself: masc /fem nom /voc pl
- 1
- 2
См. также в других словарях:
φίλαυτος — loving oneself masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φίλαυτος — η, ο / φίλαυτος, ον, ΝΜΑ αυτός που αγαπά υπερβολικά τον εαυτό του, υπέρμετρα εγωιστής («ὁ ἑαυτὸν δῆθεν φιλῶν καὶ πάντα πράττων ἑαυτοῡ χάριν», Φώτ.) αρχ. 1. (με θετ. σημ.) αυτός που αγαπά τον εαυτό του 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φίλαυτον η φιλαυτία.… … Dictionary of Greek
φίλαυτος — η, ο αυτός που έχει φιλαυτία (βλ. λ.), που αγαπάει υπερβολικά τον εαυτό του, εγωκεντρικός, εγωλάτρης, εγωπαθής, εγωμανής, εγωιστής: Οι φίλαυτοι άνθρωποι δε γίνονται φιλάνθρωποι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλαύτως — φίλαυτος loving oneself adverbial φίλαυτος loving oneself masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φίλαυτον — φίλαυτος loving oneself masc/fem acc sg φίλαυτος loving oneself neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαύτοις — φίλαυτος loving oneself masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαύτου — φίλαυτος loving oneself masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαύτους — φίλαυτος loving oneself masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαύτων — φίλαυτος loving oneself masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαύτῳ — φίλαυτος loving oneself masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φίλαυτε — φίλαυτος loving oneself masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)