-
1 τονάριον
τονάριον, τό, die Stimmpfeife, mit der man dem Sänger, Redner den Ton zum Singen, Reden angab, φωνασκικὸν ὄργανον, ᾧ τοὺς φϑόγγους ἀναβιβάζουσιν, Plut. Tib. Graech. 2; vgl. Quinct. inst. rhet. 1, 10, 20.
-
2 θρηνέω
θρηνέω, wehklagen; absolut, Od 24. 61; Aesch. Pers. 672, καὶ ὀδύρεσϑαι Plat. Apol. 36 d; häufiger mit acc., sowohl στονόεσσαν άοι δήν, Il. 24, 722, einen Trauergesang anstimmen, όξυτόνους ᾠδάς, Soph. Ai. 619, φϑόγγους ἀλύρο υς, Alexis Ath. II, 55 a, als auch τοὺς ἐμοὺς πόνο υς, beklagen, Aesch. Prom.. 918, τὸν πατέρα, Soph. El 94. 520, τὸν ϑάνατον, Plat. Phaedr. 85 a; Sp., wie Luc Halc. 1, ἱκανῶς τεϑρήνηται Catapl. 20. – Πρὸς τύμβον Aesch. Ch. 913, πρὸς σφ ᾶς αὐτούς Isocr. 8, 128.
-
3 ἀνα-βιβάζω
ἀνα-βιβάζω, 1) hinausgehen-, aufsteigen lassen, ἐπὶ τὸν ἵππον, auf's Pferd helfen, Her. 1, 63 u. sonst, z. B. Plat. Rep. V, 467 c, wie ἐπὶ τὸ ὄχημα Cyr. 4, 2, 28; ἐφ' ἅρμα Her. 4, 180; ἐπὶ τὴν πυρήν 1, 86 (wie Plut. Sol. 28); πύργον 3, 75 (u. Xen. Cyr. 6, 1, 53); ἀψῖδας 4, 72; ἐπὶ λόφον Xen. An. 1, 10, 14; ἐπὶ τροχόν, auf's Folterrad bringen, Andoc. 1, 43; ἀναβιβάζειν τοὺς στρατιώτας ἐπὶ τὸ τεῖχος, die Mauer ersteigen lassen, Polyb. 7, 17, 9; ἐπὶ τὴν ναῦν, d. i. einschiffen, Plut. Pericl. 35 (u. so med., Thuc. 7, 33. 35); aber ἀναβ. τριήρεις, die Schiffe auf's Land ziehen, Xen. Hell. 1, 1, 2; ἐπὶ τὴν σκηνήν, auf die Bühne bringen, Pol. 29, 7; Luc. Tox. 9; Xen. κατὰ τὰ ἀποτομώτατα ἀναβ. Cyr. 7, 2, 3, an dem steilsten Punkte aufsteigen lassen; εἰς τιμήν, zu Ehren erheben, Plut. Cat. mai. 16; übh. erhöhen, steigern, τὰς τιμάς, den Preis, Diod. Sic. 5, 10; φϑόγγους, den Ton herabstimmen, Plut. Tib. Graech. 2; ἀναβ. τὸν τόνον, den Accent zurückziehen, Gramm. – 2) bes. im med., auftreten lassen vor Gericht, Andoc. 1, 148; Lys. 18, 24. 20, 34; vgl. Plat. Apol. 18 d 34 c; ἀναβιβασάμενος αὐτὸν ἐρωτήσω, vorladen und befragen, Is. 11, 4, bes. vom Vorfordern der Zeugen; fut. ἀναβιβῶμαι, Amips. bei Suid.; ἀναβιβᾶται Dem. 19, 310; ἡ τύχη ἀνεβίβαζεν τὴν αὐτῶν ἄγνοιαν Polyb. 11, 6, 8, machte all ihren Unverstand kund.
См. также в других словарях:
φθόγγους — φθόγγος any clear masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωδεκαφωνία — Σύγχρονη τεχνική μουσικής σύνθεσης που επινόησε και ανέπτυξε o Αυστριακός συνθέτης Άρνολντ Σένμπεργκ (1874 1951), ο οποίος μάλιστα την καθόρισε ως «μέθοδο μουσικής σύνθεσης με δώδεκα φθόγγους, που βρίσκονται σε σχέση μόνο μεταξύ τους». Η δ.… … Dictionary of Greek
βαθύφωνος — Τραγουδιστής που, από άποψη φωνητικής έκτασης, διαθέτει τους βαθύτερους φθόγγους της αντρικής φωνής. Ανάλογα με την ποιότητα του ηχοχρώματος και τις εκφραστικές του δυνατότητες, ο β. διακρίνεται σε δραματικό ή μπάσο προφόντο (basso profondo), με… … Dictionary of Greek
ημιτόνιο — Όρος που χρησιμοποιείται στη μουσική και σημαίνει μισό τόνο, το μισό δηλαδή της μεγαλύτερης απόστασης ανάμεσα σε δύο διαδοχικούς ή όμοιους φθόγγους στη φυσική κλίμακα. Στο σύγχρονο σύστημα όλα τα η. είναι ίσα και χωρίζονται σε διατονικά και… … Dictionary of Greek
μουσική συνοδεία — Στη μουσική υποδηλώνει το ενόργανο μέρος που χρησιμεύει ως ρυθμικό και αρμονικό στήριγμα στο τραγούδι ή σε ένα όργανο, παρέχοντας ηχητική πληρότητα στο σύνολο. Παρόλα αυτά, η μ.σ. δεν αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο της μουσικής (δεν έχει λόγο… … Dictionary of Greek
Ψάχος, Κωνσταντίνος — (Μεγάλο Ρεύμα, Βόσπορος 1869 – Αθήνα 1949). Έλληνας μουσικολόγος, θεωρητικός, μουσικοδιδάσκαλος και συνθέτης. Σπούδασε βυζαντινή μουσική στην Κεντρική Ιερατική Σχολή της Κωνσταντινούπολης και θεολογία στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Στα πρώτα… … Dictionary of Greek
άυλος — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα … Dictionary of Greek
αντίστιξη — Μέρος της μουσικής θεωρίας, που καθορίζει τους κανόνες συνδυασμών δύο ή περισσότερων μελωδιών και μελετά τις δυνατότητες υπέρθεσης διαφόρων μελωδικών γραμμών στην οριζόντιά τους ανάπτυξη και σε σχέση με τη θέση του ενός φθόγγου προς τον άλλο. Η… … Dictionary of Greek
αυλός — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα … Dictionary of Greek
κλίμακα — I (Γεωγρ.). Η σχέση μεταξύ μιας απόστασης σε ευθεία γραμμή, η οποία απεικονίζεται σε έναν χάρτη, με την ίδια απόσταση στο έδαφος. Για παράδειγμα, κ. 1: 1.000.000 σημαίνει ότι 1 χιλιοστό ή 1 εκατοστό ή 1 μέτρο στον χάρτη ισοδυναμεί με 1.000.000… … Dictionary of Greek
μέλισμα — το (ΑM μέλισμα) [μελίζω] νεοελλ. μουσ. περίτεχνο ποίκιλμα, φωνητικό ή οργανικό, που, είτε καλλωπίζει μεμονωμένους φθόγγους τής μελωδίας είτε γεφυρώνει δύο ή περισσότερους φθόγγους, αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα τής μουσικής ερμηνείας αλλά και… … Dictionary of Greek