-
101 διατηρέω
διατηρ-έω, [dialect] Boeot. [suff] διατηρ-τᾱρέω Supp.Epigr.1.132.8 (ii B. C.), but [dialect] Dor. [suff] διατηρ-τηρέω SIG541A4:—2 maintain, τὴν ἐλευθερίαν Decr. ap. D.18.184; τὴν τάξιν Decr.ib.37; ;τὰ τοῦ βίου δίκαια Men.637
;τὴν πόλιν καὶ τὴν ἑαυτῶν πίστιν Plb.1.7.7
;τὴν εὔνοιαν IG12(7).506
;τὴν ἀφθαρσίαν Phld.D.3
Fr.19, etc.:—[voice] Med., - εῖται τὸν καιρόν observes, ib.Fr.77:—[voice] Pass.,ὅταν διατηρηθῶσιν οἱ νόμοι τῇ πόλει Aeschin.3.6
;ἀλειτούργητος -τηρείσθω ἡ θεία φύσις Epicur.Ep.2p.42U.
3 with predicates,βοῦς ἐννέα ἔτη δ. ἀνοχεύτους Arist.HA 595b18
;ἀβλαβές δ. Plb.7.8.7
;ἀφλυκταίνωτα δ. τὰ μέρη Dsc.5.156
;δ. τὸν πόλεμον Plu. Dio33
.4 δ. ἑαυτὸν ἔκ τινος keep oneself from.., Act.Ap.15.29.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διατηρέω
-
102 δυσκέραστος
δυσ-κέραστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσκέραστος
-
103 εὐγενής
A well-born, A.Pers. 704 (troch.), S.OC 728, etc.; ; τὸ μὲν ἐστίχθαι εὐγενὲς κέκριται being tattooed is esteemed a mark of nobility, Hdt. 5.6.2 in Trag. etc. with the connotation noble-minded, generous (more prop. γενναῖος, cf. Arist.Rh. 1390b22), S.Ant.38, Ph. 874, etc.; διαφέρει φύσις γενναίου σκύλακος.. νεανίσκου εὐ. Pl.R. 375a.3 of animals, high-bred,ἵππος Thgn.184
, S.El.25; ;ὄρνιθες Plb.1.58.7
; of plants, of a good sort, Ael.VH2.14;ῥόαι Eriph. 2.11
;πυροί Gal.11.120
;βλαστοί Gp.5.37.2
: so in [comp] Comp., Eub.44;φλέβες καὶ ἶνες Thphr. HP 5.1.7
(s.v.l., cf. εὐτενής); χαλκός S.Fr. 864
(v.l.): metaph., of a wife,ὥσπερ εὐγενῆ χώραν ἐντεκνώσασθαι παρασχεῖν Plu.Cat.Mi.25
.4 of outward form, noble, δέρη, πρόσωπον, E. Hel. 136, Med. 1072; of style,τὸ εὐ. τῆς λέξεως Ael.
NA Epil.;εὐ. ῥυθμοί D.H.Comp.18
.II Adv. - νῶς nobly, bravely,κατθανοῦμεν E.Cyc. 201
, cf. Tr. 727;εὐτυχεῖν Plu.2.7f
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐγενής
-
104 ζωογονέω
A propagate or engender living creatures, of inanimate substances, ἡ φύσις ζ. Thphr.CP3.22.3, cf. HP8.11.2 (so in [voice] Med., Id.CP3.24.3), Arist.Mir. 835b26; of animals, breed, like ζωοτοκέω, D.S.1.88, Plu.2.494c:—[voice] Pass., Arist.Mir. 832a14: generally, engender [στοιχεῖον] ἕκαστον ἀπὸ ἑτέρου -εῖται Vett.Val.162.17
.II to be viviparous, Thphr.HP7.14.3; produce alive, Luc.Am.19; ζ. παρθένον, of Zeus, producing Pallas alive from his head, Id.DDeor.8, cf. D.S.1.23.2 make alive, quicken, τι Thphr.CP4.15.2:—[voice] Pass., Arist.Fr. 311, Isid. ap. Ath.2.93f: metaph.,σωφροσύνη ζ. τὸ φρονοῦν Ph.2.378
, cf. 435.3 = ζωγρέω, preserve alive, LXX Ex.1.17, 1 Ki. 27.9; κύριος θανατοῖ καὶ ζ. ib.2.6, cf. Ev.Luc.17.33:—[voice] Pass., Act.Ap. 7.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζωογονέω
-
105 θῆλυς
A- εας Il.5.269
(Hom. has regul. fem.θήλεια Il.8.7
,al., but also θῆλυς as fem., 10.216,al., as in other poets, v. infr.): [dialect] Ion. fem. θήλεα, θήλεαν, θηλέης, θηλέῃ, pl. θήλεαι, θηλέας, θηλέων, Hdt. and Hp.: gen. ; acc. fem. θηλείην dub. l. in Nic.Al.42, neut. pl.θήλεια Arat.1068
: [dialect] Ep. also θηλύτερος indicating opposition rather than comparison (cf. ἀρρέντερος); θηλύτεραι δὲ γυναῖκες Il.8.520
;θηλύτεραι δὲ θεαί Od.8.324
; (Elis, iv B.C.); in late Prose θηλύτερος, -ύτατος occur as [comp] Comp. and [comp] Sup. (v. infr. 11): ( θη- 'suckle', cf. θῆσαι):— female, θήλεια θεός a goddess, Il.8.7; Ἥρη θῆλυς ἐοῦσα being female, 19.97, cf. A.Ag. 1231, S.Tr. 1062, E.IT 621; θήλειαι ἵπποι mares, Od.4.636, etc.; σύες θήλειαι sows, 14.16; ὄϊς θῆλυς a ewe, Il.10.216;θήλεια μῆλα Arat. 1068
; θήλεια ἔλαφος a hind, Pi.O. 3.29;θήλεα κάμηλος Hdt.3.102
; ἡ θ. ἵππος ib.86;θ. ὄρνις S.Fr. 477
; ζῷα θ. Pl.Criti. 110c; ἄπαις θήλεος γόνου without female issue, Hdt.3.66;θῆλυς σπορά E.Hec. 659
;θήλειαι γυναῖκες Id.Or. 1205
;θ. κόραι Pl.Lg. 764d
: with masc. nouns, ὁ θῆλυς ὀρεύς the she-mule, Arist.HA 577b22;ἄνθρωπος θῆλυς Id.PA 688b31
: masc. pl.,θήλεις χοροί Critias 1.8D.
; butμὴ εἶναι θεοὺς ἄρρενας μηδὲ θηλείας Phld.Piet.12
.b ἡ θήλεα, [dialect] Att. - εια, the female, Hdt.3.109, X.Mem.2.1.4; (troch.).c τὸ θ. γένος the female sex, woman-kind, E.Hec. 885; τὸ θ. alone, Id.HF 536, etc.; opp. τὸ ἄρρεν, Pl.R. 454d, Arist.Metaph. 988a5; [ἡ δεῖνα] τέτοκεν θῆλυ PTeb.422.18
(iii A.D.),al.d of plants and trees, Thphr.HP3.9.1;θ. κάλαμος Dsc.1.85
;θῆλυς φοῖνιξ Ach.Tat.1.17
;θῆλυ βούτομον Thphr.HP4.10.4
.2 of or belonging to women,κουράων θῆλυς ἀϋτή Od.6.122
; θήλεα νοῦσος among the Scythians (cf. Ἐνάρεες), Hdt.1.105; (lyr.); ;χάρις APl.4
.<*>87 (Leont.); θ. φόνος murder by women, E.Ba. 796.II metaph., of persons and things,bὕδωρ θ. καὶ μαλακόν Thphr.CP2.6.3
; θηλυτέρα ὀσμή ib.6.15.4; θηλύτατον πεδίον most fruitful, Call.Fr. 296; θηλύτατον ὕδωρ of the Nile, Id.Sos. vii 5.2 tender, delicate,Φοίβου θήλειαι.. παρειαί Id.Ap.37
; θῆλυς ἀπὸ χροιῆς delicate of skin, Theoc.16.49; of temper or character, soft, yielding, weak,θῆλυς ηὕρημαι τάλας S.Tr. 1075
; ;θήλεια φρήν Ar.Lys. 708
, cf. E.Andr. 181;δίαιτα θηλυτέρα ἢ κατ' ἄνδρα Plu.Mar.34
;θηλύτατος Luc.Im.13
;παλλακὴ -υτάτη Philostr.VS2.21.2
; τὸ θῆλυ τῆς ψυχῆς effeminacy, Men.599.3 in mechanics, those parts were called female into which others fitted, as the female vertebra, Poll.2.180;γίγγλυμος J.AJ3.6.3
.5 Pythag., of even numbers, Plu.2.264a, 288d.6 Astrol., of planets, Ptol. Tetr.19; cf.θηλυκός 3c
.III θήλειαι, αἱ, kind of cheese made in Crete, Seleuc. ap. Ath.14.650d. -
106 παντοδύναμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντοδύναμος
-
107 πολύπλοκος
A tangled, ; καμπαί, of the labyrinth, Trag.Adesp.34; of the brain, with many convolutions, Erasistr. ap. Gal.5.603, cf. Gal.UP8.13.2 metaph., tangled, complex,θηρίον Τυφῶνος-ώτερον Pl.Phdr. 230a
;- ωτάτη ἡ ἐν ὅπλοις τάξις X.Lac.11.5
;μέτρα μολπᾶς Simm.26.20
;πεσσῶν μορφαί E.IA 197
(lyr.). Adv.- κως D.H.Th.54
: neut. as Adv., φωνὴ πολύπλοκον ἠχοῦσα cj. in Thphr.Sign.40.b of the poulp, crafty, Thgn.215; of persons and thoughts, subtle, acute, tortuous,οὔπω.. ἤκουσα -ωτέρας γυναικός Ar.Th. 435
(lyr.); π. νόημα ib. 463 (lyr.);- πλοκοι μεθόδων παραλογισμοί LXXEs.8(16).13
;ὑπόδοξοι καὶ π. Phld.D.1.16
;π. ἔννοιαι Luc. DMort.10.8
, cf. Eun.Hist.p.218 D. ([comp] Comp.).c complex, φύσις, opp. ἁπλῆ, Herm.in Phdr.p.186A.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύπλοκος
-
108 πρόσφορος
A serviceable, useful,τὰ π. τῇ στρατιῇ Hdt.7.20
, cf. S.OC 1774 (anap.), etc.: abs.,ἐκπορίζεσθαι ἃ πρόσφορα ἦν Th.1.125
, cf. 7.62.2 suitable, fitting, κόσμος, κόμπος, Pi.N.3.31, 8.48, cf. E. Heracl. 480, etc.;π. καὶ οἰκεῖον Epicur.Fr. 250
(= Metrod.Fr.1 K.): c. dat., Pi.N.7.63, E.Supp. 338, Hec. 1246, Ar.V. 809, Av. 124 ([comp] Comp.), prob. in Pi.N.9.7;τροφαί Antiph.62
; οὐχὶ πρόσφορος ἁμερίῳ γέννᾳ suitable to, agreeing with, E.Ph. 129 (lyr.): c. inf., οὐ πρόσφορον μολεῖν 'tis not fit or meet to go, A.Eu. 207, cf. Pi.O.9.81, Ocell.4.12;ζῴοις πρόσφορα ἐσθίειν J.BJ6.3.3
.3 πρόσφορον, τό, what is fitting or suitable, Arist.EN 1180b12;ἡ φύσις αὐτὴ ζητεῖ τὸ π. Id.HA 615a26
: c. gen., μακρᾶς κελεύθου.. τὰ π. attendance meet after a long journey, A.Ch. 711, cf. 714;τὰ π. τῆς νῦν παρούσης ξυμφορᾶς E.Hel. 509
: abs., τὰ πρόσφορα things meet or due, esp. for the dead, Hdt.4.14, E.Alc. 148; (lyr.): τὰ π. as Adv., fitly, E.Hipp. 112, cf. 1361 (anap.): regul.Adv.,- ρως ἔχειν τινί Thphr.CP4.7.2
, cf. Phld. Herc.1457.7.II πρόσφορα, τά, that which is taken or eaten, f.l. in Hp.VM24; cf.προσφορά 111.2
.III πρόσφορα, τά, revenues, rents, PTeb.88.15 (ii B.C.), POxy.1208.22 (iii A.D.), 1829.4 (vi A.D.), etc.; τὰ Ἀριστίππου λεγόμενα π. the place called Aristippus's Rents, PPetr. 2p.56 (iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόσφορος
-
109 σοφός
A skilled in any handicraft or art, clever, ἁρματηλάτας ς. Pi.P.5.115, cf. N.7.17;κυβερνήτης A.Supp. 770
; ;οἰωνοθέτας S.OT 484
(lyr.); of a sculptor, E.Fr. 372; even of hedgers and ditchers, Margites Fr.2; but in this sense mostly of poets and musicians, Pi.O.1.9, P.1.42, 3.113; ἐν κιθάρᾳ ς. E.IT 1238 (lyr.), cf. Ar.Ra. 896 (lyr.), etc.; τὴν τέχνην -ώτερος ib. 766; ; γλώσσῃ ς. S.Fr.88.10;σοφὸς ὁ πολλὰ εἰδὼς φυᾷ, μαθόντες δὲ λάβροι Pi.O.2.86
.2 clever in practical matters, wise, prudent, ὁ χρήσιμ' εἰδώς, οὐχ ὁ πόλλ' εἰδώς, ς. A.Fr. 390; esp. statesmanlike, in which sense the seven Sages were so called, Dicaearch. ap.D.L.1.40: hence, shrewd, worldly-wise, Thgn.120, Pi.I.2.12, Hdt. 3.85;σ. ἄνδρες εἰσὶ Θεσσαλοὶ Id.7.130
;σ. παλαιστὴς.., ἀλλὰ χαἱ χαἱ σοφαὶ γνῶμαι.. ἐμποδίζονται S.Ph. 431
, cf. 440, Aj. 1374; πολλὰ ς. A.Ag. 1295; ἃ δεῖ ς. E.Ba. 655 sq.;τῶν λεγομένων πονηρῶν μέν, σοφῶν δέ Pl. R. 519a
: alsoσοφαὶ πραπίδες Pi.O.11(10).10
; : even of animals, X.Cyn.3.7 ([comp] Comp.), 6.13 ([comp] Sup.);σ. πειθώ Pi.P.9.39
codd. ( σοφοῖς Bgk.); : τὸ ς. my little trick, Pl.R. 502d; your clever notion, Id.Euthd. 293d; τἀπ' ἐμοῦ σοφά, δάκρυα my tears, all the resources that I have, E.IA 1214; εἰ δίκαια, τῶν σοφῶν κρείσσω τάδε better than all craft, S.Ph. 1246; σοφόν [ἐστι] c. inf., E. Hec. 228.b more generally, learned, wise,τὸ μὲν σ. [αὐτὸν] καλεῖν ἔμοιγε μέγα εἶναι δοκεῖ καὶ θεῷ μόνῳ πρέπειν Pl.Phdr. 278d
, cf. 279c, Prt. 329e, Ap. 21a ([comp] Comp.), 22c ([comp] Sup.); opp. ἀμαθής, ib. 25d ([comp] Comp.); of sophists, ib. 20a, Prt. 309d, X.Mem.2.1.21, etc.; universally and ideally wise,ὁ σ., τουτέστιν ὁ τὴν τοῦ ἀληθοῦς ἐπιστήμην ἔχων Chrysipp.Stoic.2.42
, cf. 3.167, al.: later σοφώτατος as a title, esp. of lawyers or professors, PIand.16.4 (v/vi A.D.), POxy.126.6 (vi A.D.).3 subtle, ingenious, opp. ἀμαθής ( 1445 ) and σαφής, Ar.Ra. 1434 (Adv.);σοφόν τοι τὸ σαφές, οὐ τὸ μὴ σαφές E.Or. 397
; τὸ σοφὸν οὐ σοφία wisdom overmuch is no wisdom, Id.Ba. 395 (lyr.); τί οὖν ἦν τοῦτο; οὐδὲν ποικίλον οὐδὲ σοφόν nothing curious or recondite, D.9.37.—For the senses of ς., v. Arist.EN 1141a10.—mostly abs., but c. acc. rei, E.Ba. 655, Pl.Phlb. 17c, etc.; also ἐν οἰωνοῖς, κιθάρᾳ, E. IT 662, 1238 (lyr.); ([comp] Sup.); περί τι or τινος, Pl.Smp. 203a, Ap. 19c: rarely c. gen.,σοφὸς κακῶν A.Supp. 453
: also c. inf., πῶς δῆτ' ἔγωγ' ἂν.. Διὸς γενοίμην εὖ φρονεῖν σοφώτερος; S.Fr.524.7.II of things, cleverly devised, wise,νόμος Hdt.1.196
([comp] Sup.); νοήματα, ἔπεα, Pi.O.7.72 ([comp] Sup.), P.4.138, etc.; ; ; πάντα προσφέρων σοφά all wise sayings, Id.Fr. 763, cf. Ph. 1245; ; ;σ. φυγή Id.Supp. 151
; οὐδὲν σοφὸν εἶναι shows no great wisdom, Arist.EN 1137a10.III Adv. σοφῶς cleverly, wisely, etc., first (?) in S.(?)Fr. 1122; then in E.Alc. 699, Ba. 1271 codd., Heracl. 558, Ar.Ra. 1434, etc.: [comp] Comp. : [comp] Sup. , Ar.Nu. 522:— σοφῶς, as an exclamation of applause, Plu.2.45f, Mart.3.46.8, etc. (Not in [dialect] Ep., exc. in Margites l.c. and as ancient v.l. (Eust.1023.14 ) in Il.23.712; but v. σοφία, σοφίζομαι.) -
110 συνωθέω
A force together, compress forcibly, ; τὰ ὁμοιότατα μάλιστ' εἰς ταὐτόν ib. 53a;πρὸς τὸν πόλον ὡς εἰς στενότατον X.Oec.18.8
; ;ἡ φύσις.. σ. τὸπῦον εἰς τὰς παρακειμένας χώρας Gal.18(2).103
:—[voice] Pass.,συνέωσται εἰς αὑτό Pl.Ti. 59e
; συνωσθεῖσα ib. 85e;εἰς μικρόν Arist.Resp. 479b24
;διὰ τὸ συνωθεῖσθαι πλεῖστον ἀέρα πρὸς ἄρκτον Thphr.Vent.2
, cf. 53.II intr., force one's way in or rush in, Arist.Mir. 838b8;ἐπὶ τὸ στρατεύεσθαι Epicur.Fr. 171
(nisi leg. ὁρμῆσαι).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνωθέω
-
111 Τιτανικός
A of or for the Titans, ;πάθη Plu.Galb.1
;ἄθεος καὶ τ. τόπος Id.2.975c
. Adv.-κῶς, σπαράττειν Procl.in Alc.p.43
C., al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Τιτανικός
-
112 χιτών
χῐτών, in [dialect] Ion.Prose [full] κῐθών, ῶνος, ὁ (also prob. in Sammelb. 4291), [dialect] Dor. [full] κῐτών (q. v.):—A garment worn next the skin, tunic.I in early times, only of a man's tunic (the woman's being πέπλος, Sch.BT Il.2.42),χιτῶνα περὶ χροΐ δῦνεν Od.15.60
;κιθῶνας ὑποδύνειν τοῖσι εἵμασι Hdt.1.155
: sts. with a girdle, Od.14.72;τερμιόεις 19.242
, Hes.Op. 537; μαλακός, ἐΰννητος, Od.1.437, Il.24.580; [χ.] λαμπρός.. ἠέλιος ὥς Od.19.234
;χλαῖνάν τε χιτῶνά τε 14.132
, 154;οἱ δ' ἀροτῆρες ἤρεικον χθόνα δῖαν ἐπιστολάδην δὲ χιτῶνας ἐστάλατ' Hes.Sc. 287
.2 later worn also by women, ;σύροισα χιτῶνα Theoc.2.73
; the Ionian sleeved χ. was distd. fr the Dorian, fastened withπερόναι, μετέβαλον [αἱ τῶν Ἀθηναίων γυναῖκες] ἐς τὸν λίνεον κ. ἵνα δὴ περόνῃσι μὴ χρέωνται Hdt. 5.87
;οἱ πρεσβύτεροι [τῶν Ἀθηναίων] οὐ πολὺς χρόνος ἐπειδὴ χιτῶνας λινοῦς ἐπαύσαντο φοροῦντες Th.1.6
, cf. Eust.954.50; χ. ποδήρης, ὀρθοστάδιος, στατός (v. sub vocc.); κιθὼν ποδηνεκής, worn by Babylonians, Hdt.1.195; κιθῶνες λίνεοι περὶ τὰ σκέλεα θυσανωτοί, worn by Egyptians, Id.2.81; κιθῶνες εἰρίνεοι, worn by Cilicians, Id.7.91; dub. in E.IT 288(pl.).II coat of mail, prob. of leather covered with scales or rings,στρεπτὸς χ. Il.5.113
;χ. χάλκεος 13.439
; κιθῶνες χειριδωτοὶ λεπίδος σιδηρέης coats of iron scales with sleeves, Hdt.7.61 (s. v.l.): but distd. fr.θώρηξ Id.9.22
, cf. X.Cyr.6.4.1.IV metaph., any coat, case, or covering, λάϊνος χιτών (v. λάϊνος) τειχέων κιθῶνες, i. e. walls, Hdt.7.139; in Anatomy, coat, membrane,τὸν ἀμφὶ τὴν ὄψιν χ. Hp.VM19
, cf. Aph.7.45, Epicur. Nat.2.993.1;ὁ.. χ. τῆς καρδίας Arist.Resp. 480a4
; χ. ὑμενώδης, ἀραχνιώδης, Id.PA 679a1, HA 557b16; τοῦ ᾠοῦ οἱ χ. οἱ περιέχοντες ib. 561a14; of foetal membranes, Sor.1.7,58, al.; τριγλοφόροι χιτῶνες, of fishing-nets, AP6.11 (Satyr.); χιτῶνες ἀραχνίων spiders' webs, Hp.Int.3: pl., pods or coats of seeds, bulbous roots, etc., Thphr. HP1.12.3, 8.4.1, CP1.4.1, al. -
113 χωλός
A lame in the feet, halting, limping, c. acc.,χωλὸς δ' ἕτερον πόδα Il.2.217
, cf. 9.503, Od.8.308, Hdt.5.92.β, S.Ph. 486, 1032;χ. καὶ οὐκ ἀρτίπους Hdt.4.161
;χ. τὼ σκέλει Ar.Th.24
; also c. dat., [full] σκέλειχωλός Plu.2.739b
;χωλὸς ἀμφοτέροις Luc.Tim.20
: later also of the hand, like κυλλός, χωλὸς τὴν χεῖρα Eup.343;χεῖρα χωλὴν ἕξειν Hp.Prorrh.2.1
, cf. Pl.Lg. 794e: of animals, X.Eq.1.5, etc. -
114 ἀλειτούργητος
ἀλειτ-ούργητος, ον,A free from λειτουργίαι, ἀ. πασᾶν τᾶν λειτουργιᾶν Decr. Byz. ap. D.18.91;πάσης ὑπουργίας Megasth.
ap. D.S.2.40, cf. Din.Fr.89.5, IG22.682.17, POxy. 62v (iii A. D.);ἀ. καὶ ἀνεπίσταθμος IG7.2413
([place name] Thebes): metaph.,ἡ θεία φύσις ἀ. διατηρείσθω Epicur.Ep.2p.42U.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλειτούργητος
-
115 ἀλώβητος
ἀλώβητος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλώβητος
-
116 ἀμφίβιος
ἀμφίβιος, ον,A living a double life, esp. amphibious, νομή, of frogs, Batr.59;ἀ. στόμα Pl.Epigr.2
, cf. Ax. 368b;θήρ Man.4.23
; of plants, Thphr.HP1.4.3; ἀμφίβιον, τό, = ἀλόη, Ps.-Dsc.3.22:—said by Thphr. (Fr.171.12 ) to have been first used by Democr.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμφίβιος
-
117 ἀναμφίβολος
ἀναμφίβολος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναμφίβολος
-
118 ἀνθρώπειος
A human, opp. θεῖος, Heraclit.78;τὰ-ήϊα Democr. 37
;ἀνθρωπηΐη φωνή Hdt.2.55
;ἡ ἀ. φύσις Id.3.65
, al.;ἀ. σῶμα Canthar.3D.
,ἀ τι παθεῖν IG5(1).1208.52
([place name] Gythium);ἀ. πήματα
such as man is subject to,A.
Pers. 706; ἀ. ψόγος reproach of men, Id.Ag. 937;τέχνη ἀ. Th.2.47
; ἀνθρωπήϊα πρήγματα human affairs, Hdt.1.32, cf. Pl.Prm. 134e;τὰ ἀ. A.Fr. 159
, Pl.Phd. 89e;ἅπαντα τἀ. S.Aj. 132
, Antiph.240b, etc.; τὸ ἀ. mankind, human nature,πέφυκε τὸ ἀ. ἄρχειν τοῦ εἴκοντος Th.4.61
, cf. 5.105.2 human, suited to man, within man's powers,ἡ ἀ. εὐδαιμονίη Hdt.1.5
; ἀδύνατον καὶ οὐκ ἀ. not for man to attempt, Pl.Prt. 344c;ὅσα γε τἀ.
in all human probability,Id.
Cri. 47a; κατὰ τὸ ἀ. (v.l. -πινον) Th.1.22.3 human, opp. mythical,ἡ ἀ. λεγομένη γενεή Hdt.3.122
.4 ἀνθρωπείους ἡμέρας· τὰς ἀποφράδας (Rhod.), Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνθρώπειος
-
119 ἀπόκειμαι
A to be laid away from, προμαθείας ἀπόκεινται ῥοαί the tides of events lie beyond our foresight, Pi.N.11.46, cf. Arat.110.II abs., to be laid up in store, of money,ἀ. ἔνδον ἀργύριον Philetaer.7.6
;σῖτος D.42.6
;παρά τινι Lys.19.22
; τινί for one's use, X.An.2.3.15; χάρις.. ξύν' ἀπόκειται (as Reisig for ξῠναπόκειται) is laid up as a common possession, S.OC 1752: hence, to be kept in reserve, X.Cyr.3.1.19, etc.; πολύς σοι [γέλως] ἐστὶν ἀποκείμενος you have great store of laughter in reserve, ib.2.2.15; ἀ. εἰς.. to be reserved for an occasion, Pl.Lg. 952d; τὸ τῆς συγγνώμης ὠφέλιμον, ἔλεος ἀ. τινί, D.23.42, D.S.13.31; σοφία ἐς ἐκείνας [τὰς τέχνας] ἀποκείσθω let the name of wisdom be reserved for.., Philostr.Gym.1; ἐφ' ὑμῖν ἀπόκειται τὸ πεισθῆναι you reserve your acquiescence, D.Chr.38.5: c. inf., ;ὅσα τοῖς κακουργοῖς ἀ. παθεῖν D.H.5.8
, cf. Luc. Syr.D.51;ἀ. τοῖς ἀνθρώποις ἅπαξ ἀποθανεῖν Ep.Hebr.9.27
;πᾶσι.. τὸ θανεῖν ἀπόκειται Epigr.Gr.416.6
([place name] Alexandria).2 to be buried, Not. Scav.1923.49.2 ἀποκειμένη καὶ παλαιὰ φύσις stale, of perfume, D.S.3.46.IV to be exposed, lie open, to,χώρα ἀ. βαρβάροις Procop.Aed.4.2
, cf. 2.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόκειμαι
-
120 ἀπονέμω
A :—portion out, impart, assign,ἡμῖν.. ταῦτ' ἀπένειμε τύχη Simon.100
;βωμοὺς καὶ ἀγάλματα θεοῖσι Hdt.2.4
;τὸ πρέπον ἑκατέροις Pl.Lg. 757c
;τῷ θεῷ τοῦτο γέρας Id.Prt. 341e
;τοῖς θεοῖς χάριτας SIG708.33
, cf. 1 Ep.Pet.3.7;τὸ καλῶς ἀποθανεῖν ἴδιον τοῖς σπουδαίοις ἡ φύσις ἀπένειμεν Isoc.1.43
; [tense] aor. imper. render, impart,Pi.
I.2.47; :—[voice] Med., assign or take to oneself, τι Pl.Sph. 267a, Lg. 739b; feed on,Ar.
Av. 1289; ἀπονέμεσθαι τῶν πατρῴων help oneself to a share of.., Pl.R. 574a:—[voice] Pass., to be assigned,τοῖς ἀγαθοῖς Arist. EN 1123b35
; to be rendered,θεῷ Porph.Marc.11
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπονέμω
См. также в других словарях:
Nature (philosophy) — Nature is a concept with two major sets of inter related meanings, referring on the one hand to the things which are natural, or subject to the normal working of laws of nature , or on the other hand to the essential properties and causes of… … Wikipedia
Χαντέλης, Ιωάννης — (1872 – 1941). Φιλόλογος. Αφού τελείωσε τη Ζωσιμαία σχολή στα Ιωάννινα, φοίτησε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Από το 1897 δίδαξε στο Λύκειο των Ιωαννίνων και υπηρέτησε σε διάφορα σχολεία της Ελλάδας ως καθηγητής και γυμνασιάρχης … Dictionary of Greek
Λεόντιος ο Βυζάντιος — (Κωνσταντινούπολη 480; – 540; μ.Χ.). Θεολόγος. Δεν υπάρχουν πληροφορίες για τη ζωή του, εκτός από τη δική του μαρτυρία ότι κατά τη νεότητά του δέχτηκε ευμενώς το κήρυγμα των νεστοριανών, αλλά απομακρύνθηκε γρήγορα από αυτούς και κατέφυγε στη Μονή … Dictionary of Greek
έξη — (I) (AM ἕξ) έξι*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. έξι]. (II) η (AM ἕξις) ιδιότητα, συνήθεια που αποκτήθηκε από την πείρα, τη συνεχή επανάληψη 2. φυσική διάθεση τού σώματος που οφείλεται στη συνήθεια μιας άσκησης, μιας πράξης («ἡ φύσις καὶ ἡ ἕξις», Ιπποκρ.) αρχ.… … Dictionary of Greek
οκτακόσιοι — και οχτακόσιοι, ες, α (Α ὀκτακόσιοι και ὀκτωκόσιοι και δωρ. τ. ὀκτακάτιοι, αι, α) ποσότητα οκτώ εκατοντάδων νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα οκτακόσια και οχτακόσια α) ο αριθμός 800 β) (για χρονολογία) το οκτακοσιοστό έτος μετά Χριστόν. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
εννεακόσιοι — και εννιακόσιοι, ες, α (Α ἐν(ν)ακόσιοι, ιων. τ. εἰνακόσιοι, Μ ἐννεακόσιοι και ἐνακόσιοι, αι, α) (βλ. εννακόσιοι και ενακόσιοι) οι εννέα φορές εκατό. [ΕΤΥΜΟΛ. < εννέα + κάτιοι (πρβλ. εκατόν) > κόσιοι, όπου το ο είναι αναλογικά προς τα κοντα … Dictionary of Greek
εξακόσιοι — και ξακόσιοι και ξακόσοι, ες, α (AM ἑξακόσιοι, αι, α, Α δωρ. τ. ἑξακάτιοι) (απόλ. αριθμητ.) έξι εκατοντάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι σύνθετη από το εξα < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) και το κάτιοι (πρβλ. εκατόν) > κόσιοι, όπου το ο είναι αναλογικά προς … Dictionary of Greek
περιδράσσομαι — και περιδράττομαι, ΜΑ 1. πιάνω με τα δυο μου χέρια, περιαδράχνω («ἴχνη ποδῶν καὶ χειρῶν ὡς ἀντελαμβάνετο και περιεδράττετο», Πλούτ.) 2. μτφ. είμαι προσκολλημένος, αφοσιωμένος σε κάποιον («Χριστοῑο περιδράττεσθαι», Γρηγ. Ναζ.) 3. συλλαμβάνω με τον … Dictionary of Greek
φύτλη — και δωρ. τ. φύτλα, ἡ, Α (ποιητ. τ.) 1. φύτρα, γενιά 2. (μτγν. τ.) φύσις* («οἷς ἀμφιθαλὴς ἔτι φύτλη», Ζώσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. φύτλη και φύτλον έχουν σχηματιστεί από θ. φῠ τού ρ. φύω* με τα επιθήματα τλη / τλον, τα οποία, κατά μία άποψη, ανάγονται… … Dictionary of Greek
παρεδρία — και ιων. τ. παρεδρίη, ἡ, ΜΑ [πάρεδρος] μσν. η διαρκής τήρηση, η συνεχής εκτέλεση («τῇ τοῡ νόμου τούτου παρεδρίᾳ», Ευστ.) αρχ. 1. η παρεδρεία, η συγκαθεδρία 2. η υπηρεσία («ἡ τῶν Γάλλων παρεδρία») 3. η διαρκής παρουσία («ἡ φύσις μηχανᾱται πρὸς τὴν … Dictionary of Greek
πεινητικός — και πεινατικός, ή, όν, Α [πεινώ] αυτός που έχει πείνα, που πάσχει από πείνα («ἡ φύσις πεινητικωτέρους ποιεῑ», Πλούτ.) … Dictionary of Greek