-
21 ἐπίταξις
A injunction, ἡ ἐ. τοῦ φόρου the assessment of the tribute, Hdt.3.89 : pl., assessments, ib.97 : a command, order, Pl.Lg. 834d (pl.) ; κατὰ τὴν τῆς αὑτοῦ ψυχῆς ἐ. ib. 687c ;κατὰ τὰν ἐ. τῶ Ἀπόλλωνος Abh.Berl.Akad.1925(5).21
([place name] Cyrene).3 in Tactics, station on the flanks, opp. πρόταξις, ὑπόταξις, Ascl.Tact.10.1, cf. Ael.Tact.24.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίταξις
-
22 ὑπάγω
ὑπάγω [ᾰ]:A trans., lead or bring under, ὕπαγε ζυγὸν ὠκέας ἵππους brought them under the yoke, yoked them, Il.16.148, cf. 23.291; ἴπποις (acc.)δ' ἄνδρες ὔπαγον ὐπ' ἄρματα Sapph.Supp. 20a
.17, cf. E.Hipp. 1194 in PLit.Lond.73 ( ἐπῆγε codd.); also simply,ἡμιόνους ὕπαγον Od.6.73
.2 bring under one's power, [οἱ θεοί] σε ὑπήγαγον ἐς χεῖρας τὰς ἐμάς Hdt.8.106
;ὑ. τινὰς εἰς δουλείαν Luc.Apol.3
:— [voice] Med., bring under one's own power, reduce,πόλιν Th.7.46
;τοὺς Θρᾷκας Luc.DDeor.18.1
, etc.3 subsume,ὑφ' ἓν μέρος λόγου τὰ ἄρθρα καὶ τὰς ἀντωνυμίας A.D.Synt.88.11
, cf. 235.7 ([voice] Pass.);πάντα τῷ τῆς μανίας ὀνόματι Luc.Abd.29
.4 bring forward in reply, in [voice] Pass., A.D.Conj. 251.9, Synt.73.11.5 subject,τὴν ἀρχομένην [διάθεσιν] τοῖς βοηθήμασιν Sor.2.38
:—[voice] Pass.,τῶν -ομένων τῇ διαίτῃ παθῶν Id.1.2
.II bring a person before the judgement-seat (the ὑπό refers to his being set under or below the judge), ὑ. τινὰ ὑπὸ δικαστήριον bring one before a court, i.e. accuse, impeach him, Hdt.9.93, cf. 6.72 ([voice] Pass.); ὑ. τινὰ ὑπὸ τοὺς ἐφόρους ib.82;οἱ -όμενοι εἰς ὑμᾶς X.HG2.3.28
;ὑ. τινὰ ἐς δίκην Th.3.70
; simply,ὑ. τινὰ ὡς ἐπιβουλεύοντα X.HG2.3.33
; ὑ. τινὰ θανάτου on a capital charge, ib.2.3.12, 5.4.24; θανάτου ὑπὸ τὸν δῆμον Μιλτιάδεα impeached him before the commons on a capital charge, Hdt.6.136: c. dat.,ὑ. τινὰς δικαστηρίοις Luc.Fug.11
:—[voice] Med.,τάνδ' ὑπάγεται Δίκα E.El. 1155
(lyr., dub. l., δίκαν codd.):—[voice] Pass., Phld.Rh. 2.140 S.: c. dat.,τοῖς τῆς.. πεπρωμένης.. νόμοις ὑπαχθέντα IG12(7).240.24
(Amorgos, iii A.D.);ὁ πένης ὑπάγεται τῷ νόμῳ Lib.Decl.36
tit.III lead on by degrees,τὰς κύνας X.Cyn.5.15
, cf. 10.4; draw or lead on by art or deceit, Hdt.9.94;τινὰ ἐπὶ κῶμον E.Cyc. 507
(lyr.); ὑ. τοὺς πολεμίους εἰς δυσχωρίαν draw them on by pretended flight, X.Cyr.1.6.37; ὑ. τοὺς πολεμίους ὑποφεύγοντες ib.3.2.8;τὸν ἐρῶντα τῷ ἐρωμένῳ ἀκολουθεῖν.., ὅπῃ ἂν ἐκεῖνος ὑπάγῃ Pl. Euthphr. 14c
;τίν' ὑπάγεις μ' ἐς ἐλπίδα; E.Hel. 826
;ὁ θεὸς ὑπῆγεν αὐτόν, ἵνα ἀφικόμενος.. δοίη δίκην Lys.6.19
; ἡ πέρδιξ.. ἀπὸ τῶν ῳῶν ὑπάγει (sc. ἄνθρωπον) Arist.HA 613b32: c. inf., σ' ὑπήγαγον εἰς χεῖρας ἐλθεῖν so as to come, E.Andr. 428:—[voice] Med., lead on for one's own advantage, but freq. much like the [voice] Act., lead on,ἐλπίσιν ὑπαγαγέσθαι τινά Isoc.5.91
, cf. X.An.2.4.3; ὑ. Θετταλοὺς εἰς δουλείαν reduce them, D.8.62; ὑ. τινὰς ἐς μάχην, ἐς φιλίαν, D.C.36.4, 42.39;ἐς φόρου συντέλειαν Hdn.6.2.1
; give one a lead in speech, E.Andr. 906, cf. X.An. 2.1.18:—[voice] Pass.,κατὰ μικρὸν ὑπαχθείς Isoc.5.1
; [ἐλπίσικαὶ θενακισμοῖς] ὑπαχθέντες D.5.10
(v.l. ἐπ- (; ὑπὸ τῆς ἀπάτης καὶ τῶν ἀλαζονευμάτων Aeschin.1.178
, etc.;εἰς ἔχθραν ὑπηγμένος ὑπότινος D.18.188
;ἐκλοιδορίας εἰς πληγάς Id.54.19
. (In this sense, ἐπάγω is freq. v.l.)IV take away from beneath, withdraw,τινὰ ἐκ βελέων Il.11.163
;ὕπαγε τὰς ἀκροβελίδας Archipp.10
:—[voice] Pass.,ὑπαγομένου κάτωθεν τοῦ χώματος Th.2.76
.3 carry off below, ὑ. τὴν κοιλίην purge the bowels, Hp.Morb.3.17, Aret.CA1.10;ὑ. τὴν γαστέρα Phryn.279
, Gal.6.353, al.; v. infr. B.111.B intr., go away, withdraw, retire,ὑπάγω φρένα τέρψας Thgn. 921
, cf. Ar.Av. 1017, AP9.341 (Glauc.); of an army, draw off or retire slowly, Hdt.4.120, 122, Th.4.126; of the lion,ὑπάγει βάδην Arist.HA 629b17
; ἂν φυτεύῃ καὶ ὑπάγῃ if he.. goes away, IG12(7).62.54 (Amorgos, iv B.C.); ὑπάγει αὔριον he is going ( = leaving, setting out) to-morrow, POxy.1291.11 (i A.D.);ὑπάγοντι εἰς Ἑρμοῦ πόλιν PLond.1.131.155
, 218, al. (i A.D.).II go forwards, draw on,ὕπαγ' ὦ, ὕπαγ' ὦ
on with you!E.
Cyc.52 (lyr.);ὕπαγε, τί μέλλεις; Ar. Nu. 1298
;ὑπάγεθ' ὑμεῖς τῆς ὁδοῦ Id.Ra. 174
;ὑ. εἰς τοὔμπροσθεν Eup.79
: also of an army, X.An.3.4.48, 4.2.16.2 later, in [tense] pres., simply go, opp. ἔρχομαι 'come',ὕπαγε Σατανᾶ Ev.Matt.4.10
; ὕπαγε, δεῖξον .. Ev.Marc.1.44; ἦσαν οἱ ἐρχόμενοι καὶ οἱ ὑπάγοντες πολλοί ib.6.31;ποῦ ὑπάγεις; Ev.Jo.16.5
;ἐν πλοίῳ ὑπάγοντι ἰς Ταπόσιριν Sammelb.7357.8
(iii A.D.); ὕπαγε ἰς πάντα τόπον ib.7452.7,19 (iii A.D.);καθ' ἡμέρα<ν> ὑπάγω παρὰ Σεραπιάδα BGU 38.17
(ii/iii A.D.): the [tense] aor. isἀπῆλθον, ὕπαγε.. καὶ ἀπῆλθε Ev.Matt.9.6
:— αὐτόματα ὑπάγοντα automata which go (from place to place), opp. στατά (those which perform actions while standing still), Hero Aut.1.2:—rare in LXX (and only in cod. <*>), To.8.21, al., Je.43(36).19.III Medic., of the bowels, to be open,κοιλίη ὑπάγουσα Hp.
Acut.(Sp.) 2, Gal.15.756; v. supr. A. IV. 3. -
23 ὑπόκειμαι
ὑπόκειμαι, used as [voice] Pass. of ὑποτίθημι, [tense] fut. ὑποκείσομαι Pi.O.1.85, etc., but [tense] aor. ὑπετέθην:—A lie under,ὑπὸ δὲ ξύλα κεῖται Il.21.364
;θεμέλιοι ὑ. Th.1.93
;τὸν μηρὸν ὑποκείμενον ἔχειν Arist.IA 712b32
, cf. PA 686a13, 689b18: c. dat.,τοιαύτης τῆς κρηπῖδος ὑποκειμένης ταῖς πολιτείαις Pl.Plt. 301e
: τὰ ὑποκείμενα, opp. τὰ ὑπερκείμενα, Sor.1.8.2 of places, lie close to,ὑποκειμένης τῆς Εὐβοίας ὑπὸ τὴν Ἀττικήν Isoc. 4.108
;ὑ. τὸ πεδίον τῷ ἱερῷ Aeschin.3.118
;λόφος ὑποκείμενος τοῖς Σιννάκοις Plu.Crass.29
;τὸ τὴν οἰκουμένην ὑποκεῖσθαι πρὸς τοῦτον τὸν τόπον Arist.Mete. 364a7
, cf.Pr. 941b39;<τὰ> πρὸς βορρᾶν καὶ ἄρκτον ὑποκείμενα μέρη τῶν ὀρέων Gp.2.5.1
; τὰ ὑποκείμενα ἐδάφη the adjacent soil, D.S.3.50; ἡ-κειμένη χώρα the adjacent country, ibid. (but, the adjacent low lands, Id.2.37, Plu.Sert.17);ὄρος ὑπόκειται Plb.5.59.4
codd. ( ἐπίκ- Schweigh.);ὁ ὑποκείμενος ποταμός Id.3.74.2
; ὑποκεῖσθαι πρὸς τὴν ο?ὑπόκειμαιXψιν to be presented to the sight, Demetr.Lac.Herc.1013.17.3 to be given below in the text,κατὰ τὴν.. συγγραφήν, ἧς τὸ ἀντίγραφον ὑπόκειται PCair.Zen.355.122
(iii B. C.); γράψον.. τοὺς χαρακτῆρας ὡς ὑπόκειται as below, PMag.Par.1.408; λέγε τὸν λόγον τὸν ὑποκείμενον ib.230; ὡς ὑπόκειται as below, Sammelb.5231.11 (i A. D.), etc.; also, as set forth, PKlein.Form.78 (v/vi A. D.).II in various metaph. senses,1 to be established, set before one (by oneself or another) as an aim or principle, ἐμοὶ μὲν οὗτος ἄεθλος ὑποκείσεται shall be my appointed task, Pi. l. c.; δυοῖν ὑποκειμένοιν ὀνομάτοιν two phrases being prescribed, having legal sanction, D.23.36; ὑπόκειται πρῶτον μὲν διωμοσία, δεύτερον δὲ λόγος the prescribed course is.., ib.71; μένειν ἐπὶ τῶν ὑποκειμένων to abide by one's resolves, Plb.1.19.6, 2.51.1;μένειν ἐπὶ τῆς ὑ. γνώμης Id.1.40.5
; ἐμοὶ ὑπόκειται ὅτι .. for me it is a fixed principle that.., Hdt.2.123, cf. Arist.Oec. 1343b9;νομίζω συμφέρειν.. τοῦθ' ὑποκεῖσθαι D.14.3
; τῶν πραγμάτων ἐν οἷς τὰ ὑποκείμενα διαφέρει τῷ εἴδει things of which the principles differ in kind, Arist.Pol. 1275a35; τὰς ὑποκειμένας μοίρας τξ the conventional 3600, Ptol.Alm.5.1.2 to be assumed as a hypothesis (cf.ὑπόθεσις 111
), Pl.Cra. 436d, al.; ὑπέκειτο μὴ οἷόν τε εἶναι .. Id.Erx. 404b;τούτων ὑποκειμένων Id.Prt. 359a
, R. 478e; τὴν ἐκ τῶν -κειμένων ἀρίστην [πολιτείαν] the best (possible) in the circumstances, opp. to τὴν κρατίστην ἁπλῶς and to τὴν ἐξ ὑποθέσεως, Arist. Pol. 1288b26; let it be taken for granted,Id.
EN 1103b32, cf. 1129a11, al., Gal.15.175; ὑποκείσθω ὅτι .. let it be taken for granted that.., Arist.Pol. 1323b40;ὑ. εἶναι τὴν ἡδονὴν κίνησιν Id.Rh. 1369b33
: so with a nom., ὑ. ἡ ἀρετὴ εἶναι .. Id.EN 1104b27, cf. Rh. 1357a11: c. part.,τοιόνδε ζῷον ὑ. ὄν Id.GA 778b17
: without any Verb, ἡ τοῦ δέρματος φύσις ὑ. γεώδης (sc. εἶναι or οὖσα) ib. 782a29, etc.: cf. ὑποτίθημι IV. 1.4 to be in prospect, ; ; παρ' ὑμῖν ὀργὴ μεγάλη καὶ τιμωρία ὑπόκειται τοῖς τὰ ψευδῆ μαρτυροῦσι is reserved for them, Id.34.19, cf. Lycurg.130; δυοῖν κινδύνοιν -κειμένοιν ibid.;ὁρᾶν τὸν θάνατον ὑποκείμενον PPetr.3p.73
(iii B. C.); (iii B. C.);τοῦτο καὶ τοῖς μηθὲν ἀσεβὲς ἐπιτελεσαμένοις κατὰ τοὺς τοῦ πολέμου νόμους ὑπόκειται παθεῖν Plb.2.58.10
.5 to be subject to, submit to,τῷ ἄρχοντι Pl.Grg. 510c
;βασιλεῖ Philostr. VA3.20
;πατράσιν POxy. 237 vii 16
(ii A. D.);ἐξετάσεσιν PFlor.33.14
(iv A. D.);βασάνοις POxy.58.25
(iii A. D.): abs., pay court to one, ; τῷ λόγῳ to be captivated by the story, Philostr.VA6.14; subdued,Id.
VS2.4.2.6 to be subject to, liable to a penalty, Supp.Epigr.6.424, cf. 415,421, al. ([place name] Iconium), PLond.1.77.53 (vi A. D.): also c. acc.,ὑποκείσεται τῷ φίσκῳ δηνάρια πεντακόσια Rev.Phil.36.61
([place name] Iconium).7 to be pledged or mortgaged, c. gen., for a certain sum, Is.6.33, D.49.11,35;ναῦς ὑποκειμένη ἡμῖν Id.56.4
; τὰ ὑποκείμενα the articles pledged, Syngr. ap.D.35.12; the mortgaged property, SIG1044.28 (Halic., iv/iii B. C.);ἐνέχυρα-κείμενα IG12(7).58
([place name] Amorgos); ὑποκείμενοι, of slaves pledged for a sum of money, D.27.9.b of payments, to have been granted or allocated, ἀποφαίνουσιν ὑποκεῖσθαι ἐν τῇ γραφῇ τῶν εἰς τὰ ἱερὰ (sc. ὑποκειμένων)δίδοσθαι κτλ. UPZ21.4
(ii B. C.), cf. 23.21 (ii B. C.), BGU 1197.4, 1200.28 (both i B. C.): Subst. ὑποκείμενα, τά, = φιλάνθρωπα, salary ( ear-marked proceeds of taxes),τὰ ἐπιβάλλοντά μοι ἐκ τοῦ ἱεροῦ ὑ. PLond.2.357.9
, cf. 5 (i A. D.);ὑ. αἰτεῖ ἀπὸ τῶν κωμῶν BGU23.12
(ii/iii A. D.), cf. OGI665.19,26 (Egypt, i A. D.): c. dat., as part of name of specific taxes,ὑ. βασιλικῇ γραμματείᾳ
ear-marked for the benefit of..,PPar.
17.22 (ii A. D.);ὑ. τοπογραμματείᾳ PSI1.101.18
(ii A. D.), cf. POxy.1436.23 (ii A. D.), etc.: also in sg.,ὑποκείμενον ἐπιστρατηγία BGU 199.14
(ii A. D.), cf. PFlor.375.22 (ii A. D.), etc.: also c. gen.,ὑ. ἐννομίου PRyl.213.72
, al. (ii A. D.); τοπαρχίας ib.73, etc.8 in Philosophy, to underlie, as the foundation in which something else inheres, to be implied or presupposed by something else,ἑκάστῳ τῶν ὀνομάτων.. ὑ. τις ἴδιος οὐσία Pl.Prt. 349b
, cf. Cra. 422d, R. 581c, Ti.Locr.97e: τὸ ὑποκείμενον has three main applications: (1) to the matter which underlies the form, opp. εἶδος, ἐντελέχεια, Arist.Metaph. 983a30; (2) to the substance (matter + form) which underlies the accidents, opp. πάθη, συμβεβηκότα, Id.Cat. 1a20,27, Metaph. 1037b16, 983b16; (3) to the logical subject to which attributes are ascribed, opp. τὸ κατηγορούμενον, Id.Cat. 1b10,21, Ph. 189a31: applications (1 ) and (2 ) are distinguished in Id.Metaph. 1038b5, 1029a1-5, 1042a26-31: τὸ ὑ. is occasionally used of what underlies or is presupposed in some other way, e. g. of the positive termini presupposed by change, Id.Ph. 225a3-7.b exist, τὸ ἐκτὸς ὑποκείμενον the external reality, Stoic.2.48, cf. Epicur.Ep.1pp.12,24 U.;φῶς εἶναι τὸ χρῶμα τοῖς ὑ. ἐπιπῖπτον Aristarch.
Sam. ap. Placit.1.15.5;τὸ κρῖνον τί τε φαίνεται μόνον καὶ τί σὺν τῷ φαίνεσθαι ἔτι καὶ κατ' ἀλήθειαν ὑπόκειται S.E.M.7.143
, cf. 83,90,91, 10.240; = ὑπάρχω, τὰ ὑποκείμενα πράγματα the existing state of affairs, Plb.11.28.2, cf. 11.29.1, 15.8.11,13, 3.31.6, Eun.VSp.474 B.;Τίτος ἐξ ὑποκειμένων ἐνίκα, χρώμενος ὁπλις μοῖς καὶ τάξεσιν αἷς παρέλαβε Plu.Comp.Phil.Flam.2
;τῆς αὐτῆς δυνάμεως ὑποκειμένης Id.2.336b
;ἐχομένου τοῦ προσιόντος λόγου ὡς πρὸς τὸν ὑποκείμενον A.D.Synt.122.17
.c ὁ ὑ. ἐνιαυτός the year in question, D.S.11.75; οἱ ὑ. καιροί the time in question, Id.16.40, Plb.2.63.6, cf. Plu.Comp.Sol.Publ.4; τοῦ ὑ. μηνός the current month, PTeb.14.14 (ii B. C.), al.; ἐκ τοῦ ὑ. φόρου in return for a reduction from the said rent, PCair.Zen.649.18 (iii B. C.); πρὸς τὸ ὑ. νόει according to the context, Gp.6.11.7.9 in logical arrangement, to be subject or subordinate,τῇ.. ἰατρικῇ.. ἡ ὀψοποιικὴ.. ὑ. Pl. Grg. 465b
;ὁ τὴν καθόλου ἐπιστήμην ἔχων οἶδέ πως πάντα τὰ ὑποκείμενα Arist.Metaph. 982a23
, cf. APo. 91a11;ἑκάστη [τέχνη] περὶ τὸ αὐτῇ ὑ. ἐστι διδασκαλική Id.Rh. 1355b28
.b ἡ ὑ. ὕλη the subject-matter of a science or treatise, Id.EN 1094b12, 1098a28, Phld.Po.Herc.1676.3 (pl.); τὸ ὑ. the part affected by a disease, Plb.1.81.6.III trans., = ὑποτέθειμαι, I have appended,ὧν τὸ καθ' ἓν ὑπόκειμαι PTeb. 140
(i B. C.); cf. παράκειμαι ([place name] Addenda).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπόκειμαι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
φοροῦ — φορέω repeated pres imperat mp 2nd sg (attic) φορέω repeated imperf ind mp 2nd sg (attic) φορός bearing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φόρου — φόρον forum neut gen sg φόρος that which is brought in by way of payment masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φόρος — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… … Dictionary of Greek
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
πεντηκοστολόγος — ὁ, Α (στην Αθήνα, στη Δήλο και στην Κυπαρισσία) ο εισπράκτορας τού φόρου τής πεντηκοστής, οικονομικός υπάλληλος τής αθηναϊκής πολιτείας που είχε ως έργο την είσπραξη τού φόρου τής πεντηκοστής και την απογραφή τού εισπραττόμενου φόρου σε ιδιαίτερο … Dictionary of Greek
υποτελής — ές / ὑποτελής, ές, ΝΜΑ 1. (για χώρα ή πόλη) αυτός που δεν έχει πλήρη και απόλυτη κυριαρχία αλλά εξαρτάται από άλλη, ισχυρότερη πολιτεία (α. «οι μεγάλες δυνάμεις και οι υποτελείς χώρες» β. «άντι συμμάχων ὑποτελεῑς και δοῡλοι γεγονότες», Πλούτ. γ.… … Dictionary of Greek
φορολογία — η, ΝΜΑ [φορολόγος] ο φόρος, το ποσό που καταβάλλεται ως φόρος (α. «αυξήθηκε η φορολογία τού εισοδήματος» β. «οὐκ ὀλίγην κατ ἔτος φορολογίαν τῷ ἱερωτάτῳ ταμείῳ εἰσφέρει», πάπ.) νεοελλ. 1. η επιβολή φόρου 2. φρ. α) «αναλογική φορολογία» (νομ. οικον … Dictionary of Greek
νικηφόρος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ίδρυσε τη Μονή Χαρσιανού. Η μνήμη του τιμάται στις 23 Οκτωβρίου. 2. Ν. ο Φωκάς. Αυτοκράτορας του Βυζάντιου. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Δεκεμβρίου. 3. Πιάστηκαν αιχμάλωτοι μαζί με τον Στέφανο και… … Dictionary of Greek
παρακράτηση — η 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παρακρατώ, οικονομικό μέτρο το οποίο συνίσταται στην αποθήκευση ποσοστού τού παραγόμενου προϊόντος με σκοπό την ισορρόπηση τής προσφοράς και τής ζήτησης και την ανάσχεση τής υποτίμησης τής τιμής του ή… … Dictionary of Greek
συμβιβασμός — (Νομ.). Επίλυση διαφοράς ή αμφισβήτησης με αμοιβαίες υποχωρήσεις. Στο αστικό δίκαιο, θεωρείται σύμβαση με τη βοήθεια της οποίας τα συμβαλλόμενα μέρη διαλύουν τη μεταξύ τους διαφορά, που αφορά οποιαδήποτε έννομη σχέση, ή αίρουν την αβεβαιότητα… … Dictionary of Greek