-
1 κρηματίς
κρηματίς, - ίδοςGrammatical information: f.Meaning: `name of an instrument, prob. a cup (IG 7, 3498, 15; 20, Oropos; temple inventary).Compounds: The 1. member in κρημο-φόροι (beside οἰνο-χόαι IG 22, 1425, 358) for *κρηματιδο-φόροι, if not from κρῆμα.Derivatives: Diminut. of κρῆμα (Att. κρᾶμα) `mixing, mixed drink'; cf. πτωματίς `cup that falls down (without foot)'.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Unknown.Page in Frisk: 2,15Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κρηματίς
См. также в других словарях:
άοινος — Όρος που χρησιμοποιείται στην ιατρική για να χαρακτηρίσει π.χ. τη δίαιτα στην οποία απαγορεύεται κάθε είδος οινοπνεύματος. Επειδή η απαγόρευση αφορούσε κυρίως τον οίνο, ονομάστηκε ά. * * * ἄοινος, ον (Α) 1. ο χωρίς κρασί 2. φρ. «ἄοινοι χοαί»… … Dictionary of Greek