-
1 φόνιος
φόν-ιος, ον, also ος, α, ον A.Ch. 312 (anap.), S.Tr. 831 (lyr.), poet.Adj. (cf. φοίνιος), the prose form being φονικός,2 murderous, deadly,δράκων A.Pers.82
(lyr.); (anap.); (lyr.); (lyr.): metaph.,φ. ἄλγεα Pi. Fr. 132
; (lyr.): (lyr., s. v. l.): neut. pl. as Adv.,φόνια δερκόμενον Ar.Ra. 1337
(lyr.).
См. также в других словарях:
φοινός — (I) ή, όν, Α 1. κόκκινος σαν το αίμα, αιματώδης 2. αιμοχαρής 3. θανατηφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικός τ. ο οποίος, κατά την επικρατέστερη άποψη, ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *bhen «χτυπώ» και κατ επέκταση «χτυπώ μέχρι θανάτου» (πρβλ.… … Dictionary of Greek
-ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο … Dictionary of Greek