Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

φόν-ιος

См. также в других словарях:

  • φοινός — (I) ή, όν, Α 1. κόκκινος σαν το αίμα, αιματώδης 2. αιμοχαρής 3. θανατηφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικός τ. ο οποίος, κατά την επικρατέστερη άποψη, ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *bhen «χτυπώ» και κατ επέκταση «χτυπώ μέχρι θανάτου» (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • -ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»