-
121 πρακτωρ
-
122 προειπον
(aor. к inf. προειπεῖν)1) сказать раньшеοὐδὲν ὅτι οὐκ ἀληθὲς εἴρηκα ὧν προεῖπον Plat. — ничего неверного я не говорил из того, что сказал раньше2) возвестить, объявить(νικητήριά τισι Xen.; πόλεμόν τινι Her.)
τὸ κήρυγμα, ὅπερ προεῖπας Soph. — сделанное тобою ранее объявление;θάνατόν τινι π. μέ πράξαντι ταῦτα Plat. — объявить смертную казнь за неисполнение этого;π. Λυδοῖσι (sc. ποιέειν) τὰ ὅ Κροῖσος ὑπετίθετο Her. — предложить поступать с лидянами по указаниям Креза3) обвинить, привлечь к судебной ответственности(π. τινι φόνου Dem.)
-
123 προιστημι
1) (impf. προΐστην, fut. προστήσω, aor. 1 προέστησα - стяж. προὔστησα, pf. προέστηκα - стяж. προὔστηκα; med.: impf. προϊστάμην, fut. προστήσομαι, aor. 1 προεστησάμην) ставить впереди или во главе(τινὰ τοῦ κέρατος Polyb.; τινὰ τῆς πόλεως Plat.; τινὰ Τρωσὴ μάχεσθαι Hom.)
2) ( формы как в 1) выставлять вперед, выдвигатьπροστησάμενος τὰ ἅρματα Xen. — расставив впереди колесницы;
π. τῆς ἐναντίας γνώμης Polyb. — выдвигать противоположное мнение;καλῶν ἔργων προΐστασθαι NT. — творить добрые дела;προΐστασθαί τινα στρατηγόν Dem. — назначать кого-л. своим полководцем3) (aor. 2 προέστην, pf. προέστηκα, ppf. προειστήκειν) становиться впереди, представать(τινί Her. и τινά Soph.)
ἦ σοὴ πολέμιος προὔστη ποτέ ; Soph. — разве (Эант) представал когда-л. перед тобой как враг?;ὡς δέ μιν προστῆναι τοῦτο Her. — (говорят, что) когда это вспомнилось ему4) ( формы как в 1) заслонять собой, становиться на защиту, защищатьπ. τινός Her., Plut. — защищать кого-л.;
π. ἀναγκαίας τύχης Soph. — защищать от роковой судьбы;πρὸ τοῦ φωτὸς προστησάμενος τὸν χεῖρα Arst. — заслонившись рукой от света;προστήσασθαί τινα αὑτοῦ Dem. — взять кого-л. себе в заступники (опекуном);τὰ τῶν Ἀμφικτυόνων δόγματα προστήσασθαι Dem. — сослаться в свою защиту на амфиктионийские положения5) ( формы как в 3) становиться во главе(τῆς πόλεως Plat.)
οἱ ἐν ταῖς πόλεσι προστάντες Thuc. — первые граждане (руководящие лица) городов;οἱ προεστῶτες, ион. προεστεῶτες Her., Thuc. — руководители, старейшины;οἱ τοῦ δήμου προεστηκότες Thuc. и προϊστάμενοι Plut. — вожди народа;τοῖς ἐχθροῖς π. φόνου Soph. — нести смерть врагам;προειστήκει (τῶν ταραξάντων) Καλλίμαχος Xen. — во главе мятежников стал Каллимах;6) ( формы как в 3) ставить впереди или выше, предпочитать(τὰ ὦτα τοῦ νοῦ Plat.)
7) ( формы как в 3) опережать, превосходить(τινὸς εὐψυχίᾳ Plat.)
-
124 προσπολος
-
125 ραφευς
-
126 ρυθμος
ион. ῥυσμός ὅ (в атт. тж. ῠ)1) размеренность, ритм, тактτῇ τῆς κινήσεως τάξει ῥ. ὄνομά (ἐστιν) Plat. — определенный порядок движения называется ритмом;
μετὰ ῥυθμοῦ Thuc. и ἐν ῥυθμῷ Plat., Xen. — в такт, ритмично;ῥυθμοὺς σαλπίζειν Xen. — трубить в такт;ῥυθμῷ τινι Eur. — в известном порядке3) соразмерность, складность(τοῦ θώρακος Xen.)
4) вид, форма(τῶν γραμμάτων Her.)
Ἕλλην ῥ. πέπλων Eur. — греческий покрой одежд;τίνι ῥυθμῷ φόνου κτείνει Θυέστου παῖδα ; Eur. — каким образом убил он сына Тиеста? -
127 ρυσιον
1) добыча2) залогῥ. πόλει θεῖναι Soph. — взять с города (досл. возложить на город) залог
3) воздаяние, возмездие(φόνον φόνου ῥ. τῖσαι Soph.)
ῥύσια αἰτεῖσθαι κατά τινος Polyb. — требовать удовлетворения от кого-л.4) требуемая обратно собственность5) освобождение, избавлениеἜπαφος ῥυσίων ἐπώνυμος Aesch. — Эпаф получил (свое) имя от освобождения (Ио) (т.е. от слова ἐφάπτεσθαι)
6) отплата, благодарность -
128 σκηψις
- εως ἥ предлог, основание, оправдание, отговоркаσ. οὐκ οὖσα Soph. — пустая отговорка;
κατὰ φόνου τινὰ σκῆψιν Her. — под предлогом какого-то убийства ( совершенного эфесцами и колофонцами);σκῆψιν ποιεύμενος τέν ξεινίην Her. — прикрываясь дружественными связями
См. также в других словарях:
φόνου — φόνος murder masc gen sg φονόω stain with blood pres imperat act 2nd sg φονόω stain with blood imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφέτης — ο (ΑΜ ἐφέτης) ανώτερος δικαστής που δικάζει τις εφέσεις νεοελλ. δικαστικός λειτουργός που αποτελεί μέλος τού εφετείου μσν. αρχ. 1. ηγεμόνας, άρχοντας (α. «στυμφελοῑς ἐφέταις», Αισχύλ. β. μτφ. «ἐκκλησίας δομῆτορ... τῶν ἐφετών ἡ ἀκρότης, τῶν πιστῶν … Dictionary of Greek
πνέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πνείω Α 1. (για άνεμο) φυσώ (α. «πνέει ισχυρός άνεμος» β. «αὔρη δ ἐκ ποταμοῡ ψυχρὴ πνέει», Ομ. Οδ.) 2. (για το Άγιο Πνεύμα) επιφοιτώ, φωτίζω («πνεῡμα ὅπου θέλει πνεῑ καὶ τὴν φωνὴν αὐτοῡ ἀκούεις», ΚΔ) νεοελλ. 1. φρ. α) «πνέει… … Dictionary of Greek
πρόσπολος — ὁ, ἡ, Α·1. θεράπων, ακόλουθος 2. ιερέας που βρίσκεται στην υπηρεσία θεού («Λητοῑ πρόσπολος», Ανθ. Παλ.) 3. (ως θηλ.) θεραπαινίδα, θαλαμηπόλος 4. φρ. α) «πρόσπολος φόνου» συνεργός φόνου β) «Βάκχου πρόσπολοι» οι Βάκχες, οι Βακχίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ραφεύς — έως, ὁ, ΜΑ ο ράφτης αρχ. φρ. «ῥαφεὺς φόνου» αυτός που μηχανεύεται, που προετοιμάζει τον φόνο κάποιου («κἀγώ δίκαιου τοῡδε τοῡ φόνου ῥαφεύς», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαφή + κατάλ. εύς (πρβλ. γραφ εύς)] … Dictionary of Greek
φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν … Dictionary of Greek
φόνιος — ον, θηλ. και ία, Α [φόνος] (ποιητ. τ.) 1. αυτός που προέρχεται από φόνο («φονίας σταγόνας χυμένας ἐς πέδον», Αισχύλ.) 2. κηλιδωμένος με αίμα («χεῑρας φονίας ἐπικρύπτει», Αισχύλ.) 3. (για πράγμ. και για πράξεις ή καταστάσεις) αυτός που επιφέρει… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Ναυπλίου — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Ναυπλίου βρίσκεται στη δυτική πλευρά της κεντρικής πλατείας της παλαιάς πόλης του Ναυπλίου, της πλατείας Συντάγματος. Το τριώροφο κτίριο που στεγάζει το μουσείο χτίστηκε το 17ο αι., στη διάρκεια της Ενετοκρατίας, και… … Dictionary of Greek
Lysias — (Greek: Λυσίας) (born ca. 445 BC; died ca. 380 BC) was an Attic orator.LifeAccording to Dionysius of Halicarnassus and the author of the life ascribed to Plutarch, Lysias was born in 459 BC, which would accord with a tradition that Lysias reached … Wikipedia
АРЕОПАГ — • Άρειος πάγος, ό, 1. холм в Афинах к западу от акрополя, см. Attica, 11, Аттика; 2. Α., древнейшее и знаменитейшее афинское судилище (δικαστήριον) и вместе с тем государственный, облеченный политической властью совет (βουλή),… … Реальный словарь классических древностей
Захват людей — • Άνδροληψία, собственно похищение людей. В Афинах существовал такой закон: Έάν τις βιαίω θανάτφ αποθάνη, ύπέρ τούτου τοι̃ς προσήκουσιν ει̃ναι τας ανδροληψίας, εως αν η δίκς του̃ φόνου ύπόσχωσιν η τους αποκτείναντας… … Реальный словарь классических древностей