Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

φωτίζομαι

См. также в других словарях:

  • φωτίζομαι — φωτίζομαι, φωτίστηκα, φωτισμένος βλ. πίν. 34 Σημειώσεις: φωτίζομαι : η λόγια μτχ. παρακειμένου απαντάται ως επίθετο, κυρίως ειρωνικά (πεφωτισμένος → σοφός) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φωτίζομαι — φωτίζω shine pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακτινοβολώ — ( έω) (Α ἀκτινοβολῶ) εκπέμπω ακτίνες, λάμπω, φωτίζω νεοελλ. λάμπω από ευτυχία και χαρά αρχ. δέχομαι τις ακτίνες τού ήλιου, φωτίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκτινοβόλος. ΠΑΡ. νεοελλ. ακτινοβόλημα, ακτινοβόληση] …   Dictionary of Greek

  • γλυκοπυρώνω — θερμαίνομαι ή φωτίζομαι και παίρνω ρόδινο χρώμα …   Dictionary of Greek

  • δαδουχώ — (AM δᾳδουχῶ, έω) [δαδούχος] 1. κρατώ δάδα ή πυρσό σε πομπή 2. φωτίζω, καθοδηγώ με τα πνευματικά μου χαρίσματα, τις διδασκαλίες μου μσν. 1. φωτίζω («δᾳδουχεῑν ἀπήρξατο τὴν νύκτα σελήνης ή γλαυκόφωτος... σφαῑρα»). 2. διατηρώ αναμμένο αρχ. 1. έχω το …   Dictionary of Greek

  • ενηλιούμαι — ἐνηλιοῡμαι, όομαι (Α) [ηλιούμαι] εκτίθεμαι στον ήλιο, φωτίζομαι από τον ήλιο, λιάζομαι …   Dictionary of Greek

  • ηλιώ — ἡλιῶ, όω (Α) [ήλιος] 1. εκθέτω κάτι στον ήλιο, λιάζω 2. παθ. ἡλιοῡμαι, όομαι α) ζω στον ήλιο, είμαι εκτεθειμένος στον ήλιο β) καίγομαι από τον ήλιο, προσβάλλομαι από ηλίαση γ) φωτίζομαι από τον ήλιο δ) (πληθ. ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ… …   Dictionary of Greek

  • καταλάμπω — (AM καταλάμπω) εκπέμπω λαμπρό φως, λαμποκοπώ («ἐν μέσῳ κατέλαμπε σάκει φαέθων κύκλος ἀελίοιο» στη μέση τής ασπίδας λαμποκοπούσε ο φωτεινός κύκλος τού ήλιου, Ευρ.) μσν. αρχ. 1. λάμπω πάνω σε κάποιον ή κάτι, φωτίζω κάποιον ή κάτι με λαμπρό φως (α.… …   Dictionary of Greek

  • λαμπαδεύω — (Α [λαμπάς] 1. καίω σαν λαμπάδα («ἔφησε ταῑς κατεχούσαις Σικελίαν θεαῑς... πεποιῆσθαι εὐχὰς λαμπαδεύειν ἁπάσας τὰς ναῡς», Διόδ.) 2. μέσ. λαμπαδεύομαι λαμβάνω μέρος σε λαμπαδηδρομία 3. παθ. φωτίζομαι με λαμπάδες …   Dictionary of Greek

  • παραυγάζω — ΜΑ υπό την επίδραση τού φωτός εμφανίζω την εικόνα ενός πράγματος, απεικάζω, παριστάνω («τριήρους σχῆμα παραυγάζειν», Ευστ.) αρχ. 1. παθ. παραυγάζομαι φωτίζομαι από τα πλάγια, λάμπω («παραυγάζεται ὑπὸ τοῡ ἡλίου», Στράβ.) 2. μέσ. είμαι φωτεινός,… …   Dictionary of Greek

  • περιλάμπω — ΝΜΑ 1. περιβάλλω κάτι με λάμψη, φωτίζω κάτι σε όλα του τα σημεία, κάνω κάτι να λάμπει ολόκληρο 2. λάμπω από παντού, απαστράπτω, φεγγοβολώ νεοελλ. κάνω κάτι κρυμμένο να γίνει γνωστό, φανερώνω αρχ. 1. φωτίζω πυρπολώντας 2. παθ. περιλάμπομαι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»