-
1 συμφωτιζομαι
одновременно светить, вместе испускать сияние(ἀστέρες συμφωτιζόμενοι Plut.)
См. также в других словарях:
συμφωτίζομαι — Α [φωτίζω / ομαι] 1. μέσ. παρέχω φως, φωτίζω μαζί με κάποιον («πολλῶν ἀστέρων συμφωτιζομένων ἀλλήλοις συναυγασμόν», Πλούτ.) 2. παθ. βαπτίζομαι μαζί με άλλον … Dictionary of Greek
συμφωτιζομένων — συμφωτίζομαι give light together with pres part mp fem gen pl συμφωτίζομαι give light together with pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφωτισθῆναι — συμφωτίζομαι give light together with aor inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφωτισθέντι — συμφωτίζομαι give light together with aor part mp masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφωτιστικόν — τὸ, Μ [συμφωτίζομαι] αυτό που παρέχει φως μαζί με κάτι άλλο … Dictionary of Greek