Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

συμφωτίζομαι

См. также в других словарях:

  • συμφωτίζομαι — Α [φωτίζω / ομαι] 1. μέσ. παρέχω φως, φωτίζω μαζί με κάποιον («πολλῶν ἀστέρων συμφωτιζομένων ἀλλήλοις συναυγασμόν», Πλούτ.) 2. παθ. βαπτίζομαι μαζί με άλλον …   Dictionary of Greek

  • συμφωτιζομένων — συμφωτίζομαι give light together with pres part mp fem gen pl συμφωτίζομαι give light together with pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφωτισθῆναι — συμφωτίζομαι give light together with aor inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφωτισθέντι — συμφωτίζομαι give light together with aor part mp masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφωτιστικόν — τὸ, Μ [συμφωτίζομαι] αυτό που παρέχει φως μαζί με κάτι άλλο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»