-
1 Φωσφόρ'
Φωσφόρε, Φωσφόροςmasc voc sg -
2 φωσφόρ'
φωσφόρα, φωσφόροςneut nom /voc /acc plφωσφόρε, φωσφόροςmasc /fem voc sg -
3 φωσφόρεια
A a festival at which there were torchprocessions, or, which was sacred to one of the φωσφόροι θεοί, Plu.2.1119e, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φωσφόρεια
-
4 φωσφορέω
A bear or bring light, BGU597.33 (poet., i A. D.); shine, Nech. ap. Vett. Val.280.2, Ph.1.511, Man.1.65; esp. of the moon or planets, draw away more than 15o from the sun, rise, Heph. Astr.1.20; οἱ φωσφοροῦντες τόποι the positions of such risings in the zodiac, Ptol.Tetr.89.2 trans., bring into the light,τὰ ἔμβρυα Olymp. in Alc.p.12
C.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φωσφορέω
-
5 φωσφορία
φωσφορ-ία, ἡ, Astron.,A rising and shining of the moon or planets when they have drawn away more than 15o from the sun, Serapio in Cat.Cod.Astr.8(4).227, Ptol.Tetr.76, Heph.Astr.1.20.2 Archit., in pl., lights (i.e. windows, etc.) of a building, PHamb.15.7 (iii A. D.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φωσφορία
-
6 φωσφόριον
φωσφόρ-ιον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φωσφόριον
-
7 φωσφόρος
φωσφόρ-ος (parox.), ον, poet. [full] φαοσφόρος Lyr.Adesp. in PLit.Lond.51.5, [full] φαεσφόρος Call.Dian. 204, etc.:—A bringing or giving light, ; φ. ἀστήρ, of Dionysus at the mysteries, Ar.Ra. 342 (lyr.);φ. πεῦκαι Id.Fr. 599
; αἴγλη, Ἦμαρ, Orph.A. 1246,Εὐχή 24
.b Subst., ὁ φ. (sc. ἀστήρ), the light-bringer, i.e. the morning-star, a name specially given to the planet Venus, Ti.Locr.96e, 97a, Arist.Mu. 392a27, 399a8, Cic.ND2.20.53, Ph.1.504, cf. Alex.Eph. ap. Theo Sm. p.138H.b name of an eye-salve, Gal.12.747.II torch-bearing, epith. of certain deities, esp. of Hecate, E.Hel. 569, Ar.Th. 858, Fr. 594a; φ. θεά (sc. Ἄρτεμις) E.IT21, cf. Call.l.c.;νὴ τὴν Φωσφόρον Ar.Lys. 443
, Antiph. 58.6; of Hephaestus, Orph.H.66.3: pl.,ἱερεὺς Φωσφόρων Hesperia 4.49
(Athens, ii A. D.).III φωσφόρος, ἡ, torch-bearer, title of a priestess,Κλεοπάτρας θεᾶς PRein.10.8
, etc. (ii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φωσφόρος
См. также в других словарях:
Φωσφόρ' — Φωσφόρε , Φωσφόρος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωσφόρ' — φωσφόρα , φωσφόρος neut nom/voc/acc pl φωσφόρε , φωσφόρος masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωσφορ(ο)αζίδιο — το, Ν χημ. άλλη ονομασία τού φωσφονιτριλίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. phosphoraside] … Dictionary of Greek
-ουρία — βιοχ. ιατρ. επίθημα αντιδάνειων επιστημονικών όρων το οποίο δηλώνει την παρουσία στα ούρα τού χαρακτηριστικού ή συστατικού που δηλώνεται από το θέμα τής αντίστοιχης λέξης (πρβλ. γαλλ. aceton urie > ακετον ουρία, acid urie > οξυ ουρία, αγγλ … Dictionary of Greek
φωσφονιτρίλιο — το, Ν χημ. ένωση τού αζώτου και τού φωσφόρου, ανάλογη με το δικυάνιο, η οποία αποτελεί τη βάση χλωριωμένων πολυμερών υψηλού μοριακού βάρους, ελαστομερών που είναι σταθερά στις μεταβολές τής θερμοκρασίας, αλλ. φωσφορ(ο)αζίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο… … Dictionary of Greek
φωσφόρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ρ. Ανήκει στην πέμπτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 15, ατομικό βάρος 30,9· έχει ένα σταθερό ισότοπο και έξι ραδιενεργά, με αριθμό μάζας από 28 έως 34 και περιόδους υποδιπλασιασμού… … Dictionary of Greek