Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

φωσφορ-έω

См. также в других словарях:

  • Φωσφόρ' — Φωσφόρε , Φωσφόρος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωσφόρ' — φωσφόρα , φωσφόρος neut nom/voc/acc pl φωσφόρε , φωσφόρος masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωσφορ(ο)αζίδιο — το, Ν χημ. άλλη ονομασία τού φωσφονιτριλίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. phosphoraside] …   Dictionary of Greek

  • -ουρία — βιοχ. ιατρ. επίθημα αντιδάνειων επιστημονικών όρων το οποίο δηλώνει την παρουσία στα ούρα τού χαρακτηριστικού ή συστατικού που δηλώνεται από το θέμα τής αντίστοιχης λέξης (πρβλ. γαλλ. aceton urie > ακετον ουρία, acid urie > οξυ ουρία, αγγλ …   Dictionary of Greek

  • φωσφονιτρίλιο — το, Ν χημ. ένωση τού αζώτου και τού φωσφόρου, ανάλογη με το δικυάνιο, η οποία αποτελεί τη βάση χλωριωμένων πολυμερών υψηλού μοριακού βάρους, ελαστομερών που είναι σταθερά στις μεταβολές τής θερμοκρασίας, αλλ. φωσφορ(ο)αζίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο… …   Dictionary of Greek

  • φωσφόρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ρ. Ανήκει στην πέμπτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 15, ατομικό βάρος 30,9· έχει ένα σταθερό ισότοπο και έξι ραδιενεργά, με αριθμό μάζας από 28 έως 34 και περιόδους υποδιπλασιασμού… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»