Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

φωνὴ+ς

  • 21 возвысить

    -ышу, -ысишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. παλ. -ышенный, βρ: -шен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. παλ. υψώνω, ανυψώνω, κάνω κάτι ψηλότερο•
    2. μτφ. εξυψώνω, ανεβάζω.
    3. παλ. υπερτιμώ, υψώνω, ανεβάζω (τιμή, αξία κ.τ.τ.).
    4. (για φωνή) δυναμώνω, υψώνω, ανεβάζω,
    1. παλ. υψώνομαι, ανυψώνομαι, ανεβαίνω, ανέρχομαι•

    уровень воды значительно -лся η στάθμη του νερού ανέβηκε αρκετά.

    2. (για είδη)υπερτιμιέμαι, υψώνομαι, ανεβαίνω•

    цены на товары -лись οι τιμές στα εμπορεύματα ανέβηκαν.

    3. (γΐα φωνή) δυναμώνω, υψώνομαι, ανεβαίνω.

    Большой русско-греческий словарь > возвысить

  • 22 головной

    επ.
    1. κεφαλικός, του κεφαλιού•

    -ая боль κεφαλόπονος, πονοκέφαλος, κεφαλαλγία•

    головной мозг εγκέφαλος•

    головной платок κεφαλομάντηλο ή τσεμπέρι•

    головной убор καπέλλο•

    -ая вощь ψείρα του κεφαλιού•

    -ые нервы εγκεφαλικά νεύρα.

    2. ο επικεφαλής•

    головной батальон το επικεφαλής τάγμα,

    εκφρ.
    головной голос ή регистр – κεφαλική φωνή, φωνή κεφαλής, φάλτσε το.

    Большой русско-греческий словарь > головной

  • 23 клик

    α.
    κραυγή, φωνή•

    радостный клик χαρούμενη φωνή.

    || κρωγμός (πτηνών).

    Большой русско-греческий словарь > клик

  • 24 лёгкий

    επ., βρ: лёгок, легка, легко, легки κ. легки; легче, легчайший.
    1. ελαφρός•

    лёгкий чемодан ελαφρά βαλίτσα•

    лёгкий как перо ελαφρός σαν φτερό.

    || εύπεπτος•

    -ая пища ελαφρά τροφή.

    2. άνετος, ελεύθερος•

    -ая походка ελαφρό βάδισμα.

    3. εύκολος•

    лёгкий урок εύκολο μάθημα•

    -ая работа εύκολη δουλειά•

    -ие роды εύκολη γέννα.

    4. αδύνατος, ασήμαντος•

    лёгкий мороз ελαφρύ κρύο•

    лёгкий ветерок ελαφρό αεράκι•

    лёгкий туман αραιά ομίχλη.

    || λεπτός•

    -ая улыбка ελαφρό χαμόγελο.

    || μικρής έντασης, αδύνατος•

    -сон ελαφρός ύπνος.

    || μη δραστικός•

    -ое вино ελαφρό κρασί•

    лёгкий табак ελαφρός καπνός.

    || ακίνδυνος, μη σοβαρός•

    -ая простуда ελαφρό κρυολόγημα.

    5. επιφανειακός, επιπόλαιος, αβαθής, αναξιόλογος.
    6. βολικός, καλόβουλος•

    лёгкий человек βολικός άνθρωπος.

    7. μικρός, ευκίνητος•

    -ая артиллерия ελαφρό πυροβολικό•

    -ая кавалерия ελαφρό ιππικό.

    εκφρ.
    -ая промышленность ή индустрия – ελαφρά βιομηχανία•
    с -ой руки чьей – με το τυχερό χέρι κάποιου•
    - ая руки – ελαφρό χέρι (τυχερό)•
    лёгок (лёгкий) на ногу (ноги) – αλαφροπόδαρος (ακούραστος)•
    лёгок на помине – κατά φωνή κι ο γάιδαρος ή συν τη φωνή και ο Λάζαρος•
    -ое ή -о ли дело – (απλ.) δεν είναι παίξε-γέλασε•
    с -им паром – με υγεία σου (ευχή στον εξερχόμενο από το λουτρό του)•
    с -им сердцем – χωρίς πολύ σκέψη, άφοβα, με καθαρή την καρδιά ή τη συνεί-ση•
    женщина -го поведения – γυναίκα ελευθέρων ηθών (επιλήψημης διαγωγής).

    Большой русско-греческий словарь > лёгкий

  • 25 осипнуть

    ρ.σ., παρλθ. χρ. осип
    -ла, -ло; μτχ. παρλθ. χρ. осипший.
    1. ξελαρυγγίζομαι, μου πιάνεται η φωνή, χάνω τη φωνή.
    2. βραχνιάζω.

    Большой русско-греческий словарь > осипнуть

  • 26 переговорить

    -ри, -ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переговоренный, βρ: -рен, -рена, -рено; ρ.σ.
    1. ομιλώ, συνομιλώ, συνδιαλέγομαι.
    2. μιλώ για όλα ή πολλά.
    3. μτφ. μιλώ δυνατά, εμποδίζω
    ακουστεί η φωνή άλλου, σκεπάζω τη φωνή άλλου υποχρεώνω να σιωπήσει.

    Большой русско-греческий словарь > переговорить

  • 27 покрыть

    -крою, -кроешь ρ.σ.μ.
    1. καλύπτω, σκεπάζω• επενδύω, ντύνω• επιστρώνω, επικαλύπτω•

    покрыть стол скатертью σκεπάζω το τραπέζι, με το τραπεζομάντηλο•

    покрыть дом черепичей σκεπάζω το σπίτι με κεραμίδια•

    покрыть сундук железом ντύνω το σεντούκι, με πάφιλα•

    покрыть соломом αχυροσκεπάζω•

    покрыть голову платком σκεπάζω το κεφάλι με το μαντήλι.

    2. αλείφω•

    покрыть картину лаком βερνικώνω τον πίνακα (εικόνα)•

    покрыть краской σκεπάζω με χρώμα.

    || εμποδίζω την όραση, όψη, τη θέα•

    тучи -ли нбо σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό•

    -мглой καλύπτω με σκοτάδι•

    мрак -ыл землю σκοτάδι σκέπασε τη γη•

    покрыть голос кого, чего καλύπτω (υπερβάλλω) τη φωνή άλλου.

    3. αντισταθμίζω, ισοφαρίζω•

    -расходы καλύπτω τα έξοδα•

    покрыть дефицит καλύπτω το έλλειμμα.

    4. κρύβω, αποκρύπτω, συγκαλύπτω•

    покрыть преступников κρύβω τους εγκληματίες•

    покрыть сообщников κρύβω τους συνεργούς.

    5. διανύω απόσταση.
    6. (χαρτπ.) σκεπάζω, χτυπώ, βαρώ, νικώ.
    7. μαλώνω.
    8. (για ζώα) οχεύω, βατεύω.
    εκφρ.
    покрыть аплодисментами – καταχειροκροτώ•
    покрыть позором (презрением, стыдом) – καταντροπιάζω, ρεζιλεύω, εξευτελίζω•
    покрыть славой – καλύπτω με δόξα•
    - ыто тайной – καλύπτεται με μυστήριο.
    καλύπτομαι, σκεπάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. покрыть одеялом σκεπάζομαι με το πάπλωμα•

    нбо -лось тучами ο ουρανός συννέφιασε•

    покрыть морщинами -γεμίζω ρυτίδες•

    покрыть пеной σκεπάζομαι με αφρό•

    голос -лся шумом η φωνή σκεπάστηκε από το θόρυβο•

    дефицит -ется το έλλειμμα θα καλυφθεί.

    Большой русско-греческий словарь > покрыть

  • 28 приглушить

    -шу, -шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приглушенный, βρ: -шен, -шена, -шено
    ρ.σ.μ.
    1. (για ήχο, φωνή κ.τ.τ.) αδυνατίζω, εξασθενίζω, πιάνω, συγκρατώ, σβήνω. || καλύπτω, σκεπάζω άλλον ήχο, φωνή.
    2. μτφ. μειώνω, ελαττώνω μετριάζω καταπραΰνω•

    приглушить тоску μετριάζω τη θλίψη•

    приглушить боль лекарством καταπραΰνω τον πόνο με το φάρμακο.

    3. μτφ. πνίγω, συγκρατώ.
    4. σβήνω λίγο, μισούβήνω•

    приглушить угли μισοσβήνω τα κάρβουνα.

    Большой русско-греческий словарь > приглушить

  • 29 совесть

    θ.
    συνείδηση•

    голос совести η φωνή της συνείδησης•

    не иметь ни стыда ни совести δεν έχω ούτε ντροπή, ούτε συνείδηση•

    спокоиная совесть ήσυχη (αναπαυμένη) συνείδηση.

    εκφρ.
    свобода -и – ελευθερία συνείδησης•
    на совесть делать что – α) ευσυνείδητα κάνω κάτι. β) στη συνείδηση (επαφίεμαι)•
    не за страх, а за совесть делать что – όχι από φόβο, αλλά από συνείδηση κάνω κάτι•
    идти против -и – πηγαίνω αντίθετα προς τη συνείδηση•
    надо иметь совесть – πρέπει νε έχεις συνείδηση (να μη είσαι ασυνείδητος)•
    для очистки -и – για να έχω καθαρή τη συνείδηση•
    по -и сказать и по -иговоря – για να μιλήσω (μιλώντας) ειλικρινά•
    примириться со своей -ью – συμφιλιώνομαι με τη συνείδηση (ακούω τη φωνή της συνείδησης).

    Большой русско-греческий словарь > совесть

  • 30 сорвать

    ρ.σ.μ.
    1. κόβω, δρέπω•

    сорвать цветы κόβω λουλούδια•

    сорвать яблоки κόβω μήλα (από τη μηλιά).

    2. αποσπώ• βγάζω με απότομη κίνηση•

    сорвать дверь αποσπώ (σπάζω) την πόρτα•

    сорвать шапку βγάζω απότομα τη σκούφια.

    || παίρνω, παρασύρω. || γρατσουνίζω• ξεγδέρνω. || χαλνώ, βλάπτω. || ματαιώνω, σπαραλιάζω, εμποδίζω την πραγματοποίηση•

    сорвать урок χαλνώ το μάθημα•

    сорвать дело χαλνώ την υπόθεση•

    сорвать планы поджигателей войны χαλώ τα σχέδια των εμπρηστών τουπολέμου.

    4. μτφ. αποσπώ, παίρνω κατόπιν επιμονής•

    сорвать почелуй αποσπώ φιλί.

    || αρπάζω.
    5. ξεσπώ•

    сорвать зло на детях ξεσπώ το θυμό μου (το κακό μου) στα παιδιά.

    εκφρ.
    сорвать банк – (χαρτπ.) κερδίζω όλη την πόστα (μπάνκα)•
    сорвать голову – (απλ.) τσεκουρώνω, τιμωρώ αυστηρά•
    сорвать голос (горло глотку) – μου κόβεται η φωνή κατά το τραγούδι•
    сорвать аплодисменты – αποσπώ τα χειροκροτήματα•
    сорвать завесу ή покров – ξεσκεπάπάζω, αποκαλύπτω, φανερώνω.
    1. αποσπώμαι• κόβομαι•

    пуговица -лась το κουμπίκόπηκε.

    || αποδεσμεύομαι, λύνομαι•

    собака сорватьлась с цепи το σκυλί λύθηκε από την αλυσίδα.

    2. αποκόπτομαι, πέφτω, γκρεμίζομαι. || (ξε)γλιστρώ, ξεφεύγω. || μτφ. αλλάζω.
    3. δεν κρατιέμαι, χάνω την υπομονή.
    4. ξεπετιέμαιαπό τη θέση μου, φεύγω βιαστικά. || (απλ.) φεύγω• το σκάζω•

    давай -мся отсюда εμπρός να φύγομε απ εδώ.

    5. αντηχώ, αντιλαλώ. || προφέρομαι (λέγομαι) ξαφνικά ή άθελα. || μουξεφεύγει (λόγος, λέξη).
    6. φθείρομαι, χαλνώ•

    резьба -лась η έλικα χάλασε.

    7. ματαιώνομαι, σπαραλιάζω• ανατρέπομαι.
    8. αποτυχαίνω•

    дело -лось η υπόθεση απέτυχε (πάει περίπατο)•

    сорвать на экзамене αποτυχαίνω στις εξετάσεις.

    εκφρ.
    голос -лся – η φωνή κόπηκε (έσπασε)•
    как (будто, словно) с цепи ή с привязи -лся – σαν το σκυλί που έκοψε την αλυσίδα (επέπεσε ορμητικά).

    Большой русско-греческий словарь > сорвать

  • 31 Sound

    subs.
    Made by any animal: P. and V. φωνή, ἡ, φθόγγος, ὁ (Plat.), φθέγμα, τό (Plat.), V. φθογγή, ἡ, ἠχώ, ἡ; see Voice.
    Inarticulate P. and V. ψόφος, ὁ, ἠχή, ἡ (Plat. but rare P.), Ar. and V. ἠχώ, ἡ.
    Sound of trumpet: see Blare.
    Loud sound: P. and V. ψόφος, ὁ, ἠχή, ἡ (Plat. but rare P.), κτπος, ὁ (Plat. and Thuc. but rare P. also Ar.), V. βρόμος, ὁ, δοῦπος, ὁ (also Xen. but rare P.), ραγμός, ὁ, ράγματα, τά, Ar. also V. πταγος, ὁ.
    Of a musical instrument: P. and V. φωνή, ἡ, Ar. and P. κροῦμα, τό.
    Make a sound, v.: P. and V. ψοφεῖν.
    To the sound of: P. and V. πό (gen.) (Thuc. 5, 70).
    ——————
    v. trans.
    A musical instrument: Ar. and P. ψάλλειν; see Play.
    Make to clash: P. and V. συμβάλλειν.
    Make to sound: V. ἠχεῖν.
    Sound a person's praises: use praise.
    Sound ( retreat): P. σημαίνειν (acc.); see Signal.
    The trumpet sounded: P. ἐσάλπιγξε (Xen.), ἐσήμηνε (cf. Eur., Heracl. 830).
    Make trial of: P. and V. πειρᾶσθαι (gen.). P. διακωδωνίζειν; see Trial.
    Ring ( money): Ar. κῳδωνίζειν.
    Take a sounding: P. καθιέναι (Plat., Phaedo. 112E).
    All had been sounded as to their views: P. πάντες ἦσαν ἐξεληλεγμένοι. (Dem. 233).
    V. intrans. P. and V. φθέγγεσθαι, V. φωνεῖν, Ar. and V. ἠχεῖν (Plat. but rare P.).
    Make a noise: P. and V. ψοφεῖν, κτυπεῖν (Plat. but rare P.), ἠχεῖν (Plat. but rare P.), ἐπηχεῖν (Plat. but rare P.), Ar. and V. βρέμειν (Ar. in mid.).
    Sound ( of a trumpet): P. and V. φθέγγεσθαι, P. ἐπιφθέγγεσθαι (Xen.), V. κελαδεῖν (Eur., Phoen. 1102).
    Seem: P. and V. δοκεῖν; see Seem.
    This sounds like an adsurdity: P. ἔοικε τοῦτο... ἀτόπῳ (Plat., Phaedo, 62C).
    ——————
    subs.
    Narrow passage of sea: P. and V. πορθμός) ὁ; strait.
    ——————
    adj.
    Healthy: P. and V. γιής.
    Safe and sound: P. σῶς καὶ ὑγιής (Thuc.).
    Of a ship uninjured: P. ὑγιής (Thuc. 8, 107); see Uninjured.
    Vigorous: P. ἰσχυρός.
    Be sound, v.: Ar. and P. γιαίνειν.
    Sound in limb and mind: P. ἀρτιμελής τε καὶ ἀρτίφρων (Plat., Rep. 536B).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Sound

  • 32 Speech

    subs.
    Articulate sound: P. and V. φωνή, ἡ, φθέγμα, τό, V. φώνημα, τό; see Voice.
    Word: P. and V. λόγος, ὁ, ῥῆμα, τό, ῥῆσις, ἡ; see Word.
    Language: P. and V. γλῶσσα, ἡ, φωνή, ἡ, V. φτις, ἡ.
    Way of speaking: Ar. and P. διλεκτος, ἡ.
    Speech in a play: Ar. and P. ῥῆσις, ἡ.
    Public speech: P. and V. λόγος, ὁ, ῥῆσις, ἡ, P. δημηγορία, ἡ.
    Have speech with: Ar. and P. διαλέγεσθαι (dat. or πρός, acc.).
    Make a speech: P. and V. λέγειν, Ar. and P. δημηγορεῖν, P. λόγον ποιεῖσθαι.
    Composer of speeches: P. λογογράφος, ὁ, λογοποιός, ὁ.
    Composition of speeches: P. λογογραφία, ἡ.
    Freedom of speech: P. and V. παρρησία, ἡ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Speech

  • 33 альт

    муз. 1. (голос) το άλτο (ξεν.) 2. (духовой и струнный инструмент) το άλτο 3. (вторая по высоте партия многоголосного сочинения) η δεύτερη φωνή.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > альт

  • 34 голос

    1. муз. η φωνή 2. (при голосовании) η ψήφος.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > голос

  • 35 дискант

    муз. η οξεία υψίφωνος παιδική φωνή, το ντισκάντο (ξεν) дисконт 1. (учёт векселя) η προεξόφληση (χρεωστικής) επιταγής 2. (удерживаемый процент) ο τόκος κατά την προεξόφληση

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дискант

  • 36 залог

    1. (обеспечение ссуды) η ενεχυ-ρίασ/η, η υποθήκευση, η εγγύηση 2. (предмет) το ενέχυρο, η υποθήκη 3. грам. η διάθεση, η φωνή 4. (с - χ.) см. залежь (во 2 знач).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > залог

  • 37 меццо-сопрано

    (муз) η μεσόφωνος
    η μετζοσοπράνο (φωνή) (ξεν.)

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > меццо-сопрано

  • 38 пассив

    1. (бухг.) το παθητικό 2. грам. η παθητική φωνή.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пассив

  • 39 слабый

    1. (отличающийся малой физической силой) αδύνατος
    ανίσχυρος
    2. (име-ющий небольшую мощность, энергию) μικρ/ός
    μικρής ισχύος
    3. (небольшой по силе, напряженности) αδύνατ/ος
    - свет - о φως (незначительный недостаточный) αδύνατ/ος, πτωχός
    5. (малоубедительный, недостаточно основательный) αδύνατος
    μη πειστικός
    6. (плохо знающий, плохо выполняющий работу) αδύνατος
    ανεπαρκής
    7. (не тугой, неплотно завернутый, несильно затянутый) χαλαρός
    ελεύθερος

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > слабый

  • 40 средний

    1. (о значении, положении, качестве) μέσος, μεσαίος
    - яя Азия η Κεντρική/Μέση Ασία/Ανατολή
    - залог грам. η μέση φωνή (του ρήματος)
    - род грам. το ουδέτερο γένος
    - ее ухо мед. το μέσο(ν) ους
    2. (промежуточный по своим признакам, свойствам и т.п. между двумя крайними величинами) μέσ/ος 3. (ο качестве) μέτριος.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > средний

См. также в других словарях:

  • φωνή — sound fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… …   Dictionary of Greek

  • φωνή — η 1. οήχος που παράγεται από το λάρυγγα και τη στοματική κοιλότητα ανθρώπων και ζώων. 2. κραυγή, ξεφωνητό, αναφώνηση: Φωνήν τρόμου η Ελλάδα σέρνει (Δ. Σολωμός). 3. οχλοβοή: Ακούγονταν φωνές, κακό, χαλασμός κόσμου. 4. η φωνή που τραγουδάει, φωνή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φωνῇ — φωνέω produce a sound pres subj mp 2nd sg φωνέω produce a sound pres ind mp 2nd sg φωνέω produce a sound pres subj act 3rd sg φωνή sound fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωνῆι — φωνῇ , φωνέω produce a sound pres subj mp 2nd sg φωνῇ , φωνέω produce a sound pres ind mp 2nd sg φωνῇ , φωνέω produce a sound pres subj act 3rd sg φωνῇ , φωνή sound fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωναῖς — φωνή sound fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωναῖσι — φωνή sound fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωναῖσιν — φωνή sound fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωναί — φωνή sound fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωνᾶς — φωνή sound fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωνᾷ — φωνή sound fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»