-
21 возвысить
-ышу, -ысишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. παλ. -ышенный, βρ: -шен, -а, -о ρ.σ.μ.1. παλ. υψώνω, ανυψώνω, κάνω κάτι ψηλότερο•2. μτφ. εξυψώνω, ανεβάζω.3. παλ. υπερτιμώ, υψώνω, ανεβάζω (τιμή, αξία κ.τ.τ.).4. (για φωνή) δυναμώνω, υψώνω, ανεβάζω,1. παλ. υψώνομαι, ανυψώνομαι, ανεβαίνω, ανέρχομαι•уровень воды значительно -лся η στάθμη του νερού ανέβηκε αρκετά.
2. (για είδη)υπερτιμιέμαι, υψώνομαι, ανεβαίνω•цены на товары -лись οι τιμές στα εμπορεύματα ανέβηκαν.
3. (γΐα φωνή) δυναμώνω, υψώνομαι, ανεβαίνω. -
22 головной
επ.1. κεφαλικός, του κεφαλιού•-ая боль κεφαλόπονος, πονοκέφαλος, κεφαλαλγία•
головной мозг εγκέφαλος•
головной платок κεφαλομάντηλο ή τσεμπέρι•
головной убор καπέλλο•
-ая вощь ψείρα του κεφαλιού•
-ые нервы εγκεφαλικά νεύρα.
2. ο επικεφαλής•головной батальон το επικεφαλής τάγμα,
εκφρ.головной голос ή регистр – κεφαλική φωνή, φωνή κεφαλής, φάλτσε το. -
23 клик
-а α.κραυγή, φωνή•радостный клик χαρούμενη φωνή.
|| κρωγμός (πτηνών). -
24 лёгкий
επ., βρ: лёгок, легка, легко, легки κ. легки; легче, легчайший.1. ελαφρός•лёгкий чемодан ελαφρά βαλίτσα•
лёгкий как перо ελαφρός σαν φτερό.
|| εύπεπτος•-ая пища ελαφρά τροφή.
2. άνετος, ελεύθερος•-ая походка ελαφρό βάδισμα.
3. εύκολος•лёгкий урок εύκολο μάθημα•
-ая работа εύκολη δουλειά•
-ие роды εύκολη γέννα.
4. αδύνατος, ασήμαντος•лёгкий мороз ελαφρύ κρύο•
лёгкий ветерок ελαφρό αεράκι•
лёгкий туман αραιά ομίχλη.
|| λεπτός•-ая улыбка ελαφρό χαμόγελο.
|| μικρής έντασης, αδύνατος•-сон ελαφρός ύπνος.
|| μη δραστικός•-ое вино ελαφρό κρασί•
лёгкий табак ελαφρός καπνός.
|| ακίνδυνος, μη σοβαρός•-ая простуда ελαφρό κρυολόγημα.
5. επιφανειακός, επιπόλαιος, αβαθής, αναξιόλογος.6. βολικός, καλόβουλος•лёгкий человек βολικός άνθρωπος.
7. μικρός, ευκίνητος•-ая артиллерия ελαφρό πυροβολικό•
-ая кавалерия ελαφρό ιππικό.
εκφρ.-ая промышленность ή индустрия – ελαφρά βιομηχανία•с -ой руки чьей – με το τυχερό χέρι κάποιου•- ая руки – ελαφρό χέρι (τυχερό)•лёгок (лёгкий) на ногу (ноги) – αλαφροπόδαρος (ακούραστος)•лёгок на помине – κατά φωνή κι ο γάιδαρος ή συν τη φωνή και ο Λάζαρος•-ое ή -о ли дело – (απλ.) δεν είναι παίξε-γέλασε•с -им паром – με υγεία σου (ευχή στον εξερχόμενο από το λουτρό του)•с -им сердцем – χωρίς πολύ σκέψη, άφοβα, με καθαρή την καρδιά ή τη συνεί-ση•женщина -го поведения – γυναίκα ελευθέρων ηθών (επιλήψημης διαγωγής). -
25 осипнуть
ρ.σ., παρλθ. χρ. осип-ла, -ло; μτχ. παρλθ. χρ. осипший.1. ξελαρυγγίζομαι, μου πιάνεται η φωνή, χάνω τη φωνή.2. βραχνιάζω. -
26 переговорить
-ри, -ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переговоренный, βρ: -рен, -рена, -рено; ρ.σ.1. ομιλώ, συνομιλώ, συνδιαλέγομαι.2. μιλώ για όλα ή πολλά.3. μτφ. μιλώ δυνατά, εμποδίζωακουστεί η φωνή άλλου, σκεπάζω τη φωνή άλλου υποχρεώνω να σιωπήσει. -
27 покрыть
-крою, -кроешь ρ.σ.μ.1. καλύπτω, σκεπάζω• επενδύω, ντύνω• επιστρώνω, επικαλύπτω•покрыть стол скатертью σκεπάζω το τραπέζι, με το τραπεζομάντηλο•
покрыть дом черепичей σκεπάζω το σπίτι με κεραμίδια•
покрыть сундук железом ντύνω το σεντούκι, με πάφιλα•
покрыть соломом αχυροσκεπάζω•
покрыть голову платком σκεπάζω το κεφάλι με το μαντήλι.
2. αλείφω•покрыть картину лаком βερνικώνω τον πίνακα (εικόνα)•
покрыть краской σκεπάζω με χρώμα.
|| εμποδίζω την όραση, όψη, τη θέα•тучи -ли нбо σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό•
-мглой καλύπτω με σκοτάδι•
мрак -ыл землю σκοτάδι σκέπασε τη γη•
покрыть голос кого, чего καλύπτω (υπερβάλλω) τη φωνή άλλου.
3. αντισταθμίζω, ισοφαρίζω•-расходы καλύπτω τα έξοδα•
покрыть дефицит καλύπτω το έλλειμμα.
4. κρύβω, αποκρύπτω, συγκαλύπτω•покрыть преступников κρύβω τους εγκληματίες•
покрыть сообщников κρύβω τους συνεργούς.
5. διανύω απόσταση.6. (χαρτπ.) σκεπάζω, χτυπώ, βαρώ, νικώ.7. μαλώνω.8. (για ζώα) οχεύω, βατεύω.εκφρ.покрыть аплодисментами – καταχειροκροτώ•покрыть позором (презрением, стыдом) – καταντροπιάζω, ρεζιλεύω, εξευτελίζω•покрыть славой – καλύπτω με δόξα•- ыто тайной – καλύπτεται με μυστήριο.καλύπτομαι, σκεπάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. покрыть одеялом σκεπάζομαι με το πάπλωμα•нбо -лось тучами ο ουρανός συννέφιασε•
покрыть морщинами -γεμίζω ρυτίδες•
покрыть пеной σκεπάζομαι με αφρό•
голос -лся шумом η φωνή σκεπάστηκε από το θόρυβο•
дефицит -ется το έλλειμμα θα καλυφθεί.
-
28 приглушить
-шу, -шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приглушенный, βρ: -шен, -шена, -шеноρ.σ.μ.1. (για ήχο, φωνή κ.τ.τ.) αδυνατίζω, εξασθενίζω, πιάνω, συγκρατώ, σβήνω. || καλύπτω, σκεπάζω άλλον ήχο, φωνή.2. μτφ. μειώνω, ελαττώνω μετριάζω καταπραΰνω•приглушить тоску μετριάζω τη θλίψη•
приглушить боль лекарством καταπραΰνω τον πόνο με το φάρμακο.
3. μτφ. πνίγω, συγκρατώ.4. σβήνω λίγο, μισούβήνω•приглушить угли μισοσβήνω τα κάρβουνα.
-
29 совесть
-и θ.συνείδηση•голос совести η φωνή της συνείδησης•
не иметь ни стыда ни совести δεν έχω ούτε ντροπή, ούτε συνείδηση•
спокоиная совесть ήσυχη (αναπαυμένη) συνείδηση.
εκφρ.свобода -и – ελευθερία συνείδησης•на совесть делать что – α) ευσυνείδητα κάνω κάτι. β) στη συνείδηση (επαφίεμαι)•не за страх, а за совесть делать что – όχι από φόβο, αλλά από συνείδηση κάνω κάτι•идти против -и – πηγαίνω αντίθετα προς τη συνείδηση•надо иметь совесть – πρέπει νε έχεις συνείδηση (να μη είσαι ασυνείδητος)•для очистки -и – για να έχω καθαρή τη συνείδηση•по -и сказать и по -иговоря – για να μιλήσω (μιλώντας) ειλικρινά•примириться со своей -ью – συμφιλιώνομαι με τη συνείδηση (ακούω τη φωνή της συνείδησης). -
30 сорвать
ρ.σ.μ.1. κόβω, δρέπω•сорвать цветы κόβω λουλούδια•
сорвать яблоки κόβω μήλα (από τη μηλιά).
2. αποσπώ• βγάζω με απότομη κίνηση•сорвать дверь αποσπώ (σπάζω) την πόρτα•
сорвать шапку βγάζω απότομα τη σκούφια.
|| παίρνω, παρασύρω. || γρατσουνίζω• ξεγδέρνω. || χαλνώ, βλάπτω. || ματαιώνω, σπαραλιάζω, εμποδίζω την πραγματοποίηση•сорвать урок χαλνώ το μάθημα•
сорвать дело χαλνώ την υπόθεση•
сорвать планы поджигателей войны χαλώ τα σχέδια των εμπρηστών τουπολέμου.
4. μτφ. αποσπώ, παίρνω κατόπιν επιμονής•сорвать почелуй αποσπώ φιλί.
|| αρπάζω.5. ξεσπώ•сорвать зло на детях ξεσπώ το θυμό μου (το κακό μου) στα παιδιά.
εκφρ.сорвать банк – (χαρτπ.) κερδίζω όλη την πόστα (μπάνκα)•сорвать голову – (απλ.) τσεκουρώνω, τιμωρώ αυστηρά•сорвать голос (горло глотку) – μου κόβεται η φωνή κατά το τραγούδι•сорвать аплодисменты – αποσπώ τα χειροκροτήματα•сорвать завесу ή покров – ξεσκεπάπάζω, αποκαλύπτω, φανερώνω.1. αποσπώμαι• κόβομαι•пуговица -лась το κουμπίκόπηκε.
|| αποδεσμεύομαι, λύνομαι•собака сорватьлась с цепи το σκυλί λύθηκε από την αλυσίδα.
2. αποκόπτομαι, πέφτω, γκρεμίζομαι. || (ξε)γλιστρώ, ξεφεύγω. || μτφ. αλλάζω.3. δεν κρατιέμαι, χάνω την υπομονή.4. ξεπετιέμαιαπό τη θέση μου, φεύγω βιαστικά. || (απλ.) φεύγω• το σκάζω•давай -мся отсюда εμπρός να φύγομε απ εδώ.
5. αντηχώ, αντιλαλώ. || προφέρομαι (λέγομαι) ξαφνικά ή άθελα. || μουξεφεύγει (λόγος, λέξη).6. φθείρομαι, χαλνώ•резьба -лась η έλικα χάλασε.
7. ματαιώνομαι, σπαραλιάζω• ανατρέπομαι.8. αποτυχαίνω•дело -лось η υπόθεση απέτυχε (πάει περίπατο)•
сорвать на экзамене αποτυχαίνω στις εξετάσεις.
εκφρ.голос -лся – η φωνή κόπηκε (έσπασε)•как (будто, словно) с цепи ή с привязи -лся – σαν το σκυλί που έκοψε την αλυσίδα (επέπεσε ορμητικά). -
31 Sound
subs.Made by any animal: P. and V. φωνή, ἡ, φθόγγος, ὁ (Plat.), φθέγμα, τό (Plat.), V. φθογγή, ἡ, ἠχώ, ἡ; see Voice.Sound of trumpet: see Blare.Loud sound: P. and V. ψόφος, ὁ, ἠχή, ἡ (Plat. but rare P.), κτύπος, ὁ (Plat. and Thuc. but rare P. also Ar.), V. βρόμος, ὁ, δοῦπος, ὁ (also Xen. but rare P.), ἀραγμός, ὁ, ἀράγματα, τά, Ar. also V. πάταγος, ὁ.Make a sound, v.: P. and V. ψοφεῖν.To the sound of: P. and V. ὑπό (gen.) (Thuc. 5, 70).——————v. trans.Make to clash: P. and V. συμβάλλειν.Make to sound: V. ἠχεῖν.Sound a person's praises: use praise.The trumpet sounded: P. ἐσάλπιγξε (Xen.), ἐσήμηνε (cf. Eur., Heracl. 830).Take a sounding: P. καθιέναι (Plat., Phaedo. 112E).All had been sounded as to their views: P. πάντες ἦσαν ἐξεληλεγμένοι. (Dem. 233).Make a noise: P. and V. ψοφεῖν, κτυπεῖν (Plat. but rare P.), ἠχεῖν (Plat. but rare P.), ἐπηχεῖν (Plat. but rare P.), Ar. and V. βρέμειν (Ar. in mid.).Sound ( of a trumpet): P. and V. φθέγγεσθαι, P. ἐπιφθέγγεσθαι (Xen.), V. κελαδεῖν (Eur., Phoen. 1102).This sounds like an adsurdity: P. ἔοικε τοῦτο... ἀτόπῳ (Plat., Phaedo, 62C).——————subs.Narrow passage of sea: P. and V. πορθμός) ὁ; strait.——————adj.Healthy: P. and V. ὑγιής.Safe and sound: P. σῶς καὶ ὑγιής (Thuc.).Of a ship uninjured: P. ὑγιής (Thuc. 8, 107); see Uninjured.Vigorous: P. ἰσχυρός.Sound in limb and mind: P. ἀρτιμελής τε καὶ ἀρτίφρων (Plat., Rep. 536B).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Sound
-
32 Speech
subs.Way of speaking: Ar. and P. διάλεκτος, ἡ.Speech in a play: Ar. and P. ῥῆσις, ἡ.Public speech: P. and V. λόγος, ὁ, ῥῆσις, ἡ, P. δημηγορία, ἡ.Have speech with: Ar. and P. διαλέγεσθαι (dat. or πρός, acc.).Composer of speeches: P. λογογράφος, ὁ, λογοποιός, ὁ.Composition of speeches: P. λογογραφία, ἡ.Freedom of speech: P. and V. παρρησία, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Speech
-
33 альт
муз. 1. (голос) το άλτο (ξεν.) 2. (духовой и струнный инструмент) το άλτο 3. (вторая по высоте партия многоголосного сочинения) η δεύτερη φωνή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > альт
-
34 голос
1. муз. η φωνή 2. (при голосовании) η ψήφος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > голос
-
35 дискант
муз. η οξεία υψίφωνος παιδική φωνή, το ντισκάντο (ξεν) дисконт 1. (учёт векселя) η προεξόφληση (χρεωστικής) επιταγής 2. (удерживаемый процент) ο τόκος κατά την προεξόφλησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дискант
-
36 залог
1. (обеспечение ссуды) η ενεχυ-ρίασ/η, η υποθήκευση, η εγγύηση 2. (предмет) το ενέχυρο, η υποθήκη 3. грам. η διάθεση, η φωνή 4. (с - χ.) см. залежь (во 2 знач).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > залог
-
37 меццо-сопрано
(муз) η μεσόφωνοςη μετζοσοπράνο (φωνή) (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > меццо-сопрано
-
38 пассив
1. (бухг.) το παθητικό 2. грам. η παθητική φωνή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пассив
-
39 слабый
1. (отличающийся малой физической силой) αδύνατοςανίσχυρος2. (име-ющий небольшую мощность, энергию) μικρ/όςμικρής ισχύος- ό μοτέρ3. (небольшой по силе, напряженности) αδύνατ/ος- свет - о φως (незначительный недостаточный) αδύνατ/ος, πτωχός5. (малоубедительный, недостаточно основательный) αδύνατοςμη πειστικός6. (плохо знающий, плохо выполняющий работу) αδύνατοςανεπαρκής7. (не тугой, неплотно завернутый, несильно затянутый) χαλαρόςελεύθεροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > слабый
-
40 средний
1. (о значении, положении, качестве) μέσος, μεσαίος 2. (промежуточный по своим признакам, свойствам и т.п. между двумя крайними величинами) μέσ/ος 3. (ο качестве) μέτριος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > средний
См. также в других словарях:
φωνή — sound fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… … Dictionary of Greek
φωνή — η 1. οήχος που παράγεται από το λάρυγγα και τη στοματική κοιλότητα ανθρώπων και ζώων. 2. κραυγή, ξεφωνητό, αναφώνηση: Φωνήν τρόμου η Ελλάδα σέρνει (Δ. Σολωμός). 3. οχλοβοή: Ακούγονταν φωνές, κακό, χαλασμός κόσμου. 4. η φωνή που τραγουδάει, φωνή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φωνῇ — φωνέω produce a sound pres subj mp 2nd sg φωνέω produce a sound pres ind mp 2nd sg φωνέω produce a sound pres subj act 3rd sg φωνή sound fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνῆι — φωνῇ , φωνέω produce a sound pres subj mp 2nd sg φωνῇ , φωνέω produce a sound pres ind mp 2nd sg φωνῇ , φωνέω produce a sound pres subj act 3rd sg φωνῇ , φωνή sound fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωναῖς — φωνή sound fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωναῖσι — φωνή sound fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωναῖσιν — φωνή sound fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωναί — φωνή sound fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνᾶς — φωνή sound fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνᾷ — φωνή sound fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)