Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

φωνὴ+ς

  • 101 уверенный

    уверенн||ый
    прил
    1. (о человеке) βέβαιος, πεπεισμένος, σίγουρος:
    быть \уверенныйым εἶμαι βέβαιος·
    2. (о движениях, тоне и т. п.) σταθερός, εὐσταθής:
    \уверенныйый шаг τό σταθερό βήμα· \уверенныйый ответ ἡ ἀδίσταχτη ἀπάντηση· \уверенныйый голос ἡ σταθερή φωνή· \уверенныйая рука τό σταθερό χέρι· ◊ будьте уверены) νά είσθε βέβαιος, νά είσθε σίγουρος.

    Русско-новогреческий словарь > уверенный

  • 102 улавливать

    улавливать
    несов (воспринимать, замечать) ἀντιλαμβάνομαι:
    \улавливать насмешку в голосе ἀντιλαμβάνομαι τήν είρωνία στή φωνή του· \улавливать смысл συλλαμβάνω τό νόημα.

    Русско-новогреческий словарь > улавливать

  • 103 усталый

    устал||ый
    прил κουρασμένος, κατάκοπος:
    \усталыйый голос ἡ κουρασμένη φωνή· смертельно \усталыйый ψόφιος ἀπ· τήν κούραση· у вас \усталыйый вид φαίνεστε κουρασμένος.

    Русско-новогреческий словарь > усталый

  • 104 устанавливаться

    устанавливать||ся
    1. (утверждаться, входить в силу) ἐπικρατώ, καθιερώνομαι, θεσπίζομαι:
    давно́ уже установился обычай... ἀπό καιρό ἐπεκράτησε ἡ συνήθεια...· установилась тишина ἐπεκράτησε σιγή· погода установилась ὁ καιρός ἔστρωσε·
    2. (сложиться, сформироваться) σχηματίζομαι, διαμορφώνομαι:
    голос у него́ еще не установился ἡ φωνή του ἀκόμα δέν διαμορφώθηκε.

    Русско-новогреческий словарь > устанавливаться

  • 105 хороший

    хорош||ий
    прил καλός:
    \хороший голос ἡ καλή φωνή· \хорошийая погода ὁ καλός καιρός· \хороший человек ὁ καλός ἄνθρωπος· все это \хорошийό, но... ὅλα αὐτά καλά ἀλλά....· как она \хорошийа (собой)! τί ὅμορφη πού εἶναι!· ◊ \хорошийό знакомый ὁ πολύ γνωστός· πο· \хорошийему μέ τό κοιλό· желаю вам всего́ \хорошийего! χαίρετε!, στό καλό!· \хорошийее дело! ирон. ὠραΐα δουλειά· ну и хорош! ирон. καλός κι αὐτός!· что \хорошийего? τί καλά νέα ἔχουμε;· ничего́ \хорошийего τίποτα τό καλό· \хорошийего понемногу ἀνάργια ἀνάργια τό φιλί νἄχει καί νοστιμάδα· мы с ним очень \хорошийи́ ἔχουμε μ' αὐτόν πολύ καλές σχέσεις, τά ἔχουμε πολύ καλά.

    Русско-новогреческий словарь > хороший

  • 106 хриплый

    хри́п||лый
    прил βραχνός, βραχνιασμέ-νος:
    говорить \хриплыйлым голосом ὁμιλώ μέ βραχνή (или μέ βραχνιασμένη) φωνή.

    Русско-новогреческий словарь > хриплый

  • 107 чарующий

    чару́ющ||ий
    прил:
    \чарующий голос ἡ μαγευτική φωνή· \чарующийая улыбка τό γοητευτικό χαμόγελο.

    Русско-новогреческий словарь > чарующий

  • 108 чистый

    чи́ст||ый
    прил
    1. (не грязный) καθαρός, παστρικός:
    \чистыйые ру́ки τά καθαρά χέρια· \чистый воротничок ὁ καθαρός γιακάς· \чистыйая посуда τά παστρικά πιατικά·
    2. (без примеси) καθαρός, ἀγνός, ἀνόθευτος, γνήσιος:
    \чистыйое золото τό καθαρό μάλαμα·
    3. (ясный, отчетливый) καθαρός:
    \чистый голос ἡ διαυγής φωνή· \чистыйое произношение ἡ καθαρή προφορά·
    4. перен (честный, правдивый) καθαρός, ἀγνός/ ἀδολος (искренний):
    \чистыйая совесть ἡ καθαρή συνείδηση· сказать от \чистыйого сердца λέγω μ· ὅλη μου τήν ψυχή· б. (аккуратный, тщательный) ἐπιμελημένος:
    \чистыйая работа ἡ παστρική δουλειά, ἡ ἐπιμελημένη ἐργασία· β. (сущий) καθαρός, ἀγνός:
    \чистыйая случайность ἡ ἀπλή σύμπτωση· \чистыйое недоразумение ἡ καθαρή παρεξήγηση· \чистыйая правда ἡ καθαρή ἀλήθεια· \чистыйое дитя τό ἀγνό παιδάκι· ◊ \чистый вес τό καθαρό βάρος· \чистыйая прибыль τό καθαρό κέρδος· на \чистыйом воздухе στον καθαρό ἀέρα· в \чистыйом виде (неискаженно) χωρίς ν· ἀλλάξω τίποτε· в \чистыйом поле σέ γυμνό τόπό вывести кого-л. на \чистыйую воду ἀποκαλύπτω (или ξεσκεπάζω) κάποιον, βγάζω τ' ἄπλυτά του στη φόρα· принимать за \чистыйую монету разг παίρνω κάτι στά σοβαρά.

    Русско-новогреческий словарь > чистый

  • 109 чудесный

    чудесный
    прил
    1. θαυμαστός, θαυμάσιος·
    2. (прекрасный) θαυμάσιος, ὑπέροχος:
    \чудесный день ἡ θαυμάσια (ἡ)μέρα, ἡ ὑπέροχη μέρα· у нее \чудесный голос αὐτή ἐχει θαυμάσια φωνή.

    Русско-новогреческий словарь > чудесный

  • 110 active

    ['æktiv]
    1) (energetic or lively; able to work etc: At seventy, he's no longer very active.) δραστήριος
    2) ((busily) involved: She is an active supporter of women's rights.) ενεργός
    3) (causing an effect or effects: Yeast is an active ingredient in bread-making.) δραστικός
    4) (in force: The rule is still active.) σε ισχύ
    5) ((of volcanoes) still likely to erupt.) ενεργός (ηφαίστειο)
    6) (of the form of a verb in which the subject performs the action of the verb: The dog bit the man.) ενεργητική φωνή
    - actively
    - activity

    English-Greek dictionary > active

  • 111 hail

    I 1. [heil] noun
    1) (small balls of ice falling from the clouds: There was some hail during the rainstorm last night.) χαλάζι
    2) (a shower (of things): a hail of arrows.) καταιγισμός
    2. verb
    (to shower hail: It was hailing as I drove home.) ρίχνω χαλάζι
    II 1. [heil] verb
    1) (to shout to in order to attract attention: We hailed a taxi; The captain hailed the passing ship.) φωνάζω
    2) (to greet or welcome (a person, thing etc) as something: His discoveries were hailed as a great step forward in medicine.) χαιρετίζω
    2. noun
    (a shout (to attract attention): Give that ship a hail.) φωνή
    3. interjection
    (an old word of greeting: Hail, O King!) χαίρε!

    English-Greek dictionary > hail

  • 112 pipe

    1. noun
    1) (a tube, usually made of metal, earthenware etc, through which water, gas etc can flow: a water pipe; a drainpipe.) σωλήνας
    2) (a small tube with a bowl at one end, in which tobacco is smoked: He smokes a pipe; ( also adjective) pipe tobacco.) πίπα,τσιμπούκι
    3) (a musical instrument consisting of a hollow wooden, metal etc tube through which the player blows or causes air to be blown in order to make a sound: He played a tune on a bamboo pipe; an organ pipe.) αυλός
    2. verb
    1) (to convey gas, water etc by a pipe: Water is piped to the town from the reservoir.) διοχετεύω
    2) (to play (music) on a pipe or pipes: He piped a tune.) παίζω στη φλογέρα
    3) (to speak in a high voice, make a high-pitched sound: `Hallo,' the little girl piped.) μιλώ/λέω με ψιλή φωνή
    - pipes
    - piping
    3. adjective
    ((of a sound) high-pitched: a piping voice.) στριγγός,διαπεραστικός
    - pipeline
    - piping hot

    English-Greek dictionary > pipe

  • 113 speak out

    (to say boldly what one thinks: I feel the time has come to speak out.) λέω άφοβα/υψώνω τη φωνή μου

    English-Greek dictionary > speak out

  • 114 throw one's voice

    (to make one's voice appear to come from somewhere else, eg the mouth of a ventriloquist's dummy.) κάνω τη φωνή μου σαν να έρχεται από αλλού, κάνω τον εγγαστρίμυθο

    English-Greek dictionary > throw one's voice

  • 115 yodel

    ['jəudl]
    past tense, past participle - yodelled; verb
    (to sing (a melody etc), changing frequently from a normal to a very high-pitched voice and back again.) τραγουδώ με ψιλή φωνή

    English-Greek dictionary > yodel

  • 116 глас

    [γκλάς] οοσ. α. φωνή

    Русско-греческий новый словарь > глас

  • 117 голос

    [γκόλας] ουσ. α φωνή

    Русско-греческий новый словарь > голос

  • 118 залог

    [ζαλόκ] ουσ. α. (γραμ.) φωνή

    Русско-греческий новый словарь > залог

  • 119 крик

    [κρίκ] ουσ. α κραυγή, φωνή

    Русско-греческий новый словарь > крик

  • 120 средний

    [σριέντνιΐ] επ. μεσαίος средний залог: (γραμ.) μέση φωνή ρήματος. - род: (γραμ.) το ουδέτερο γένος

    Русско-греческий новый словарь > средний

См. также в других словарях:

  • φωνή — sound fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… …   Dictionary of Greek

  • φωνή — η 1. οήχος που παράγεται από το λάρυγγα και τη στοματική κοιλότητα ανθρώπων και ζώων. 2. κραυγή, ξεφωνητό, αναφώνηση: Φωνήν τρόμου η Ελλάδα σέρνει (Δ. Σολωμός). 3. οχλοβοή: Ακούγονταν φωνές, κακό, χαλασμός κόσμου. 4. η φωνή που τραγουδάει, φωνή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φωνῇ — φωνέω produce a sound pres subj mp 2nd sg φωνέω produce a sound pres ind mp 2nd sg φωνέω produce a sound pres subj act 3rd sg φωνή sound fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωνῆι — φωνῇ , φωνέω produce a sound pres subj mp 2nd sg φωνῇ , φωνέω produce a sound pres ind mp 2nd sg φωνῇ , φωνέω produce a sound pres subj act 3rd sg φωνῇ , φωνή sound fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωναῖς — φωνή sound fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωναῖσι — φωνή sound fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωναῖσιν — φωνή sound fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωναί — φωνή sound fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωνᾶς — φωνή sound fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωνᾷ — φωνή sound fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»