-
1 φωλιά
[фольа] ουσ. Θ. гнездо, нора, логовище, притон,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φωλιά
-
2 гнездо
1. тех. η υποδοχή, η έδρα, η φωλιάпараллельное - (тлф.) παράλληλη -2. (птиц) η φωλιά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гнездо
-
3 гнездо
-а, πλθ. гнезда ουδ.1. φωλιά•свить гнездо πλέκω τη φωλιά.
|| γιατάκι, κοίτη, κλίνη. || (για ζώα) τρώγλη, τρύπα, μονιά, κοιμηθιά. || διαμονητήριο, διαμονή•дворянское гнездо διαμονητήριο των ευγενών.
|| κρησφύγετο, κρυψώνας•воровское гнездо κρησφύγετο των κλεφτών.
2. οικογένεια ζώων, πτηνών•волчье гнездо λυκοφωλιά.
3. πληθώρα, σωρεία, στιβάδα.(γλωσ.) συγγενική ενότητα λέξεων, συγγενικές λέξεις.4. κοτύλη, κοιλότητα, εσοχή, υποδοχή.5. (γεωπ.) φωλιά, είδος σποράς.εκφρ.пулеметное – φωλιά πολυβόλου (πολυβολείο). -
4 гнездо
-
5 нора
-
6 гнездо
гнездос1. ἡ φωλιά, ἡ φωλεά:осиное \гнездо прям., перен ἡ σφηκοφωλιά· свить \гнездо прям., перен χτίζω φωλιά·2. тех. ἡ κοτύλη, τό κοίλωμα·3. лингв. ἡ οίκογένεια. -
7 ниша
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ниша
-
8 патрон
1. (зажимный) маш. о συνδή-κτορας (του τόρνου), το τσιμπίδι. быстросменный - γρήγορα ανταλλάξιμος - 2. эл. η υποδοχή, разг. το ντούί 3. (пуля сгильзой) το φυσίγγιο, το φυσίγγι 4. (образецдля выкраивания одежды, обуви) τοπατρόν (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > патрон
-
9 скворец
зоол. το μαυροπούλι, το ψαρόνι- чник η φωλιά του - ού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > скворец
-
10 вить
витьнесов στρίβω, πλέκω, συστρέφω:\вить веревку πλέκω σχοινί· \вить гнездо́ χτίζω φωλιά. -
11 гнездиться
гнездитьсянесов1. φωλιάζω, κάνω τή φωλιά μου·2. перен (ютиться) φωλιάζω, ἐμφωλεύω. -
12 лепить
лепитьнесоз.1. (бюст и т. п.) πλάθω, πλάττω·2. (приклеивать, обмазывать) разг κολλάω (μ-г.):\лепить гнездо́ χτίζω τή φωλιά. -
13 логовище
логовище, логовос ἡ φωλιά ζώου, ἡ κοίτη, ἡ κρυψώνα / перен τό ἄντρο. -
14 логово
логовище, логовос ἡ φωλιά ζώου, ἡ κοίτη, ἡ κρυψώνα / перен τό ἄντρο. -
15 нора
нораж ἡ φωλιά, ἡ τρύπα / перен ἡ τρώγλη:ли́сья \нора ἡ ἀλεποφωλιά· мышиная \нора ἡ ποντικότρυπα, ἡ ποντικοφωλιά. -
16 скворечник
скворе||чникм τό σπιτάκι (или ἡ φωλιά) τοῦ μαυροπουλιοῦ. -
17 берлога
[μπιρλόγκα] ουσ θ. φωλιά -
18 гнездо
[γκνιζντό] ουσ. ο. φωλιά γηΙτ [γκνιότ] ουσ. α βάρος -
19 нора
[ναρά] ουσ. θ. φωλιά -
20 берлога
[μπιρλόγκα] ουσ θ. φωλιά
См. также в других словарях:
φωλιά — Το κατάλυμα, η κατοικία, που κατασκευάζουν πολλά ζώα, για να προφυλαχθούν από τις καιρικές μεταβολές και από τους εχθρούς τους, κυρίως όμως για να γεννήσουν και αναθρέψουν εκεί τους απογόνους τους. Φ. φτιάχνουν πολλά θηλαστικά, κυρίως τα τρωκτικά … Dictionary of Greek
φωλία — Το κατάλυμα, η κατοικία, που κατασκευάζουν πολλά ζώα, για να προφυλαχθούν από τις καιρικές μεταβολές και από τους εχθρούς τους, κυρίως όμως για να γεννήσουν και αναθρέψουν εκεί τους απογόνους τους. Φ. φτιάχνουν πολλά θηλαστικά, κυρίως τα τρωκτικά … Dictionary of Greek
φωλιά — η 1. το κατάλυμα, η κατοικία των ζώων και μάλιστα των πουλιών. 2. μτφ., απόκρυφο καταφύγιο, κρησφύγετο, άντρο, λημέρι: Φωλιά κακοποιών. 3. μτφ., κρυφό καταφύγιο ζεύγους ερωτευμένων: Στη φωλιά μας θα αλλάζουμε φιλιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φωλίαις — φωλία life in a hole fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κούκος — Κοινή ονομασία πτηνών της οικογένειας των κοκκυγιδών (cuculidae), της τάξης των κοκκυγιομόρφων. Η οικογένεια περιλαμβάνει 129 είδη με παγκόσμια εξάπλωση· ορισμένα είδη ζουν στα δάση της Ευρώπης, απ’ όπου αποδημούν κατά τα τέλη του καλοκαιριού… … Dictionary of Greek
ευναίος — εὐναῑος, ία, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται στο κρεβάτι ή στη φωλιά του (α. «εὐναῑος [λαγώς]» λαγός που είναι κρυμμένος, τρυπωμένος στη φωλιά του, Ξεν. β. «εὐναῑα [ἴχνη]» τα ίχνη που οδηγούν στη φωλιά, Ξεν.) 2. (κυρίως για το συζυγικό κρεβάτι, με… … Dictionary of Greek
θαυματοποία — Γένος λεπιδοπτέρων εντόμων της οικογένειας των θαυματοποιιδών. Οι κάμπιες τους, όταν αναζητούν την τροφή τους, συνηθίζουν να μετακινούνται σχηματίζοντας μακρές γραμμές. Αυτή η οικογένεια είναι διαδεδομένη σε ολόκληρο τον κόσμο και ειδικότερα στις … Dictionary of Greek
δρυοκολάπτης — Κοινή ονομασία πτηνών της οικογένειας των δρυοκολαπτιδών, που είναι η σπουδαιότερη της τάξης των δρυοκολαπτομόρφων. Οι δ. διακρίνονται για ορισμένες συνήθειες και ανατομικές ιδιαιτερότητές τους. Αναρριχώνται με ευκολία στους κορμούς των δέντρων,… … Dictionary of Greek
κουνέλι — Κοινή ονομασία του είδους Οryctolagus cuniculus, μοναδικού αντιπροσώπου του γένους του, της οικογένειας των leporidae. Πρόκειται για λαγόμορφο θηλαστικό, το οποίο, σε άγρια κατάσταση, ζει μέσα σε υπόγειες, διακλαδιζόμενες φωλιές, με στοές που… … Dictionary of Greek
πελαργός — Oνομασία μερικών μεγαλόσωμων καλοβατικών πτηνών, της οικογένειας των πελαργιδών. Ο λευκός π. (cinonia ciconia), τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας, γνωστός ως λελέκι, έχει μήκος 1,30 μ. και άνοιγμα φτερών που μπορεί να ξεπεράσει τα 2,20 μ. Το… … Dictionary of Greek
φωλιάζω — Ν [φωλιά] 1. μένω ή κρύβομαι μέσα σε φωλιά 2. (για πτηνό) χτίζω φωλιά και μένω μέσα σ αυτήν («τα περιστέρια σου φωλιάζουν αλλού τώρα», Παλαμ.) 3. περνώ τη χειμέρια νάρκη 4. μτφ. α) (για πρόσ.) τρυπώνω κάπου, κρύβομαι («ο μικρός φώλιασε στο πατάρι … Dictionary of Greek