-
1 кожа
-и θ.1. δέρμα (ανθρώπου ή ζώου)• επιδερμίδα.2. γδαρμένο δέρμα ζώου, τομάρι. || κατεργασμένο δέρμα ζώου, πετσί.3. φλούδα καρπού•апельсин с толстой кожей πορτοκάλι χοντροφλούδικο.
εκφρ.чёртова кожа – είδος γερού βαμμπακερού υφάσματος•кожа да кости – πετσί και κόκκαλο (κάτισχνος)•ни -и ни рожи – ασχημομούρης και αδύνατος•из -и (вон) лезть (вылезти) – τρώγω τα λυσσακά μου, τα σίδερα (προσπαθώ παντί σθένει). -
2 лапа
-
3 нора
-
4 брюшко
-а ουδ.1. κοιλίτσα. || η κοιλιά εντόμων.2. κομμάτι γούνας από κοιλιά ζώου. || κρέας από κοιλιά ζώου. -
5 скотиний
επ.του ζώου•скотиний рв μούγκρισμα ζώου.
-
6 вымя
ο μαστός (ζώου)το μαστάριРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вымя
-
7 выпороток
кож. το τομάρι/δέρμα αγέννητου ζώου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выпороток
-
8 вьюк
το συσκευασμένο φορτίο στη ράχη του ζώου, η μπάλα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вьюк
-
9 копыто
η οπλή, η χηλή (του ζώου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > копыто
-
10 туша
1. (выпотрошенное тело убитого животного) το σφαχτό (χωρίς εντόσθια) 2. (тело крупного животного) το σώμα μεγάλου σκοτωμένου ζώου, το σφαχτάρι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > туша
-
11 шкура
το τομάρι, το δέρμα (ζώου)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шкура
-
12 экстерьер
зоол. η εξωτερική όψη (του ζώου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > экстерьер
-
13 вьюк
вьюкм τό φόρτωμα, τό φορτίο ζώου. -
14 лапа
лап||аж1. (животного) τό πόδι той ζώου·2. (человека) разг ἡ ποδάρα (о ноге)! ἡ χερούκλα (о руке)·3. тех. ἡ σφήνα, ἡ προσαρμογή δύο ξύλων, τό τσιγκέλι:\лапаы якоря τά μπράτσα τής ἄγκυ-ρας, οἱ βραχίονες τής ἀγκυρας· ◊ попасть в \лапаы к кому́-л. πέφτω στά νύχια κάποιου. -
15 логовище
логовище, логовос ἡ φωλιά ζώου, ἡ κοίτη, ἡ κρυψώνα / перен τό ἄντρο. -
16 логово
логовище, логовос ἡ φωλιά ζώου, ἡ κοίτη, ἡ κρυψώνα / перен τό ἄντρο. -
17 ошейник
ошейникм τό περιλαίμιο ζώου. -
18 холка
холкаж ἡ ἀκρωμιά, τό ἀκρώμιο[ν] (ζώου). -
19 лапа
[λάπα] ουσ. θ. πόδι του ζώου, ποδάρα, χερούκλα -
20 лапа
[λάπα] ουσ θ πόδι του ζώου, ποδάρα, χερούκλα
См. также в других словарях:
ζωοῦ — ζωός alive masc/neut gen sg ζωόω impregnate pres imperat mp 2nd sg ζωόω impregnate imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζῳοῦ — ζῳόω fashion into an animal pres imperat mp 2nd sg ζῳόω fashion into an animal imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζῴου — ζώιον neut gen sg ζῷον living being neut gen sg ζῳόω fashion into an animal pres imperat act 2nd sg ζῳόω fashion into an animal imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζώου — ζώω gu̲ie pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) ζώω gu̲ie imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) ζωόω impregnate pres imperat act 2nd sg ζωόω impregnate imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… … Dictionary of Greek
γούνα — Δέρμα μαστοφόρου που το τρίχωμά του γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως ένδυμα καθώς και για φοδράρισμα ή στόλισμα ενδυμάτων. Η γ. είναι συνήθως πιο σκούρα στην πλάτη παρά στα πλευρά ή στην κοιλιά του ζώου. Συνήθως στις … Dictionary of Greek
δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα … Dictionary of Greek
εχινόδερμα — (echinoderma). Φύλο ασπόνδυλων ζώων αποκλειστικά θαλάσσιων, με ποικίλη εξωτερική μορφή. Τα ενήλικα άτομα έχουν πεντακτινωτή συμμετρία, η οποία επιτρέπει την εσωτερική διαίρεση του ζώου σε πέντε τμήματα κατά τους κύριους άξονες του σώματος. Η… … Dictionary of Greek
κεφαλόποδα — Μία από τις επτά ομοταξίες των μαλακίων. Περιλαμβάνει ζώα με αμφίπλευρη συμμετρία, τα πιο εξελιγμένα μέσα στο φύλο των μαλακίων. Τα κ. κατατάσσονται σε επτά υφομοταξίες, από τις οποίες μόνο δύο περιλαμβάνουν σύγχρονους αντιπροσώπους· αυτές είναι… … Dictionary of Greek
κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… … Dictionary of Greek