Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

φυσώ/ru

  • 1 φυσώ

    φῡσῶ, φύω
    bring forth: fut ind act 1st sg (doric)
    φύζω
    fut ind act 1st sg (doric)
    φῡσῶ, φυσάω
    blow: pres imperat mp 2nd sg
    φῡσῶ, φυσάω
    blow: pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
    φῡσῶ, φυσάω
    blow: pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
    φῡσῶ, φυσάω
    blow: pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
    φῡσῶ, φυσάω
    blow: pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
    φῡσῶ, φυσάω
    blow: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > φυσώ

  • 2 φυσῶ

    φῡσῶ, φύω
    bring forth: fut ind act 1st sg (doric)
    φύζω
    fut ind act 1st sg (doric)
    φῡσῶ, φυσάω
    blow: pres imperat mp 2nd sg
    φῡσῶ, φυσάω
    blow: pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
    φῡσῶ, φυσάω
    blow: pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
    φῡσῶ, φυσάω
    blow: pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
    φῡσῶ, φυσάω
    blow: pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
    φῡσῶ, φυσάω
    blow: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > φυσῶ

  • 3 φυσώ

    A Growth, personified, Emp.123.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυσώ

  • 4 φυσώ

    φυσάω (αόρ. (ε)φύσηξα и εφύσησα) 1. μετ.
    1) дуть (на что-л.); раздувать; надувать (что-л.);

    φυσ τη φωτιά — раздувать огонь, костёр;

    2) задувать (свечу и т.п.);
    3) овевать, обдувать (кого-что-л. чём-л.); навевать (что-л.); ο αέρας φύσηξε δροσιά ветер навевал прохладу; 4) продувать;

    φυσώ τη μύτη μου — прочистить нос, высморкаться;

    2. αμετ.
    1) сопеть; 2) дуть (о ветре); 3) απρόσ.:

    φυσα, φυσαει — дует, сквозит; — дует ветер, ветрено;

    φυσάει πολύ — дует сильный ветер;

    δεν φυσάει καθόλου — совсем нет ветра, полное безветрие

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > φυσώ

  • 5 φύσω

    φύ̱σω, φύω
    bring forth: aor subj act 1st sg
    φύ̱σω, φύω
    bring forth: fut ind act 1st sg
    φύ̱σω, φύω
    bring forth: aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
    φύζω
    aor subj act 1st sg
    φύζω
    fut ind act 1st sg
    φύζω
    aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > φύσω

  • 6 φυσώ

    [фисо] р. дуть, раздувать,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φυσώ

  • 7 φυσώ

    [фисо] ρ дуть, раздувать.

    Эллино-русский словарь > φυσώ

  • 8 φυσώ

    esmek (rüzğar)

    Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό > φυσώ

  • 9 φυσώ

    blow

    Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > φυσώ

  • 10 φυσώ κάτι

    [ντούτσα] ρ θυμώνω

    Русско-эллинский словарь > φυσώ κάτι

  • 11 выдуть

    -ую, -уешь, ρ.σ.μ.
    1. φυσώ, διώχνω φυσώντας•

    выдуть золу φυσώ τη στάχτη.

    2. φυσώ (για να κρυώσει).
    3. διαπλάθω φυσώντας•

    выдуть стекло φυσώ το γυαλί.

    4. (απλ.) ρουφώ, πίνω πολύ.
    εκφρ.
    выдуть огонь – φυσώ τη φωτιά (ν’ ανάψει).
    καθαρίζομαι με το φύσημα.

    Большой русско-греческий словарь > выдуть

  • 12 дуть

    дую, дуешь, ρ.δ.
    1. φυσώ, πνέω•

    -ет сильный ветер φυσά δυνατός άνεμος•

    в это окно -ет απ' αυτό το παράθυρο φυσά•

    дуть в трубку φυσώ στο σωλήνα.

    2. μτφ. κατασκευάζω με φύσημα•

    дуть бутылки φυσώ μποκάλια.

    4. φουσκώνω, διογκώνω.
    5. πράττω, επιδίδομαι με ζήλο. || πίνω πολύ, κατεβάζω•

    дуть водку πίνω πολλή βότκα.

    || μτφ. ξυλοκοπώ, ξυλοφορτώνω, φουσκώνω στο ξύλο.
    εκφρ.
    дуть губы (губки) – φυσώ από το κακό•
    и в ус (себе) не дуть καρφί δε μου καίγεται, δε με νοιάζει, καθόλου.
    φουσκώνω, διογκώνομαι•

    живот -лся φούσκωνε η κοιλία.

    || μτφ. περηφανεύομαι, κορδώνομαι, φουσκώνω σαν το γάλο. || πεισματώνω, γινατώνω, φουρκίζομαι, τσατίζομαι. || παίζω με πάθος•

    дуть в карты παίζω με μανία τα χαρτιά.

    ουδ. (τεχ.) φυσητήρας. || φύσημα (κατασκευής γυαλιού).

    Большой русско-греческий словарь > дуть

  • 13 раздуть

    -дую, -дуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. раздутый, βρ: -дут, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. φυσώ, παρασύρω φυσώντας•

    раздуть пепель φυσώ τη στάχτη.

    || σκορπώ, διώχνω•

    ветер -ул тучи ο άνεμος σκόρπισε τα σύννεφα.

    2. φυσώ για να ανάψει•

    раздуть огонь φυσώ τη φωτιά.

    3. φουσκώνω• γεμίζω με αέρα•

    раздуть пузырь κάνω φούσκα•

    ветер -ул паруса ο άνεμος φούσκωσε τα πανιά.

    4. (απρόσ.) πρήζομαι•

    живот -ло η κοιλιά φούσκωσε.

    5. μτφ. εξογκώνω, μεγαλοποιώ, υπερβάλλω, υπεραυξαίνω, παραφουσκώνω• τα παραλέγω.
    1. φουσκώνω, -ομαι, γεμίζομαι με αέρα.
    2. μτφ. εξογκώνομαι, πρήζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > раздуть

  • 14 дуть

    дуть
    несов
    1. φυσῶ, πνέω:
    ветер ду́· φυσάει (ἄνεμος)· \дуть на что-л. φυσῶ ϊι·
    2. безл:
    здесь ду́ет ἐδῶ φυσάει· (выдувать стекло) φυσῶ· ◊ куда ветер ду́ет разг ὅπου φυσήξει ὁ ἀνεμος· он в в ус не ду́ет разг δέν δίνει σημασία, δέν ἱδρώνει τ' αὐτί του.

    Русско-новогреческий словарь > дуть

  • 15 вздуть

    -ую, -уешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вздутый, βρ: -ут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. φυσώ,πνέω προς τα πάνω•
    2. διογκώνω, εξογκώνω, φουσκώνω.
    3. μτφ. υψώνω, αυξαίνω, ανεβάζω, παραφουσκώνω•

    вздуть цены υψώνω τις τιμές.

    4. φυσώ ν’ ανάψει•

    -огонь φυσώ ν’ ανάψει η φωτιά.

    1. φουσκώνω, διογκούμαι•

    на мачтах -лись паруса τα πανιά των καταρτιών φούσκωσαν•

    река -лась от таяния снегов το ποτάμι φούσκωσε από το λιώσιμο των χιονιών.

    2. πρήζομαι•

    щека -лась от флюса το μάγουλο πρήστηκε από πονόδοντο.

    3. μτφ. υψώνομαι, ανεβαίνω•

    цены -лись οι τιμές ανέβηκαν.

    –ую, -уешь ρ.σ.μ.
    (απλ.) χτυπώ, δέρνω•

    его -ли τον φούσκωσαν ξύλο.

    Большой русско-греческий словарь > вздуть

  • 16 повеять

    -вю, -веешь
    ρ.σ. φυσώ, πνέω ελαφρά•

    -ял ветер φύσηξε αδύνατος άνεμος.

    || αρχίζω να φυσώ, να πνέω. || φυσώ, πνέω για λίγο χρόνο.

    Большой русско-греческий словарь > повеять

  • 17 продуть

    ρ.σ.
    1. φυσώ (να καθαρίσει)•

    продуть трубку φυσώ το σωληνάκι.

    2. κρυολογώ (από ρεύμα αέρα)•

    не сиди у окна, тебя -ует μη κάθεσαι στο παράθυρο, θα κρυολογήσεις.

    3. φυσώ, πνέω.
    4. (απλ.) χάνω (στο παιγνίδι, χαρτοπαίγνιο).
    1. (απλ.) χάνω (στο παιγνίδι).
    2. κρυολογώ από ρεύμα αέρα.

    Большой русско-греческий словарь > продуть

  • 18 дуть

    дуть 1) φυσώ ветер дует φυσάει (ο αέρας) 2) безл. здесь дует εδώ φυσάει
    * * *

    ве́тер ду́ет — φυσάει (ο αέρας)

    2) безл.

    здесь ду́ет — εδώ φυσάει

    Русско-греческий словарь > дуть

  • 19 задуть

    задуть
    сов
    1. (начать дуть) φυσώ, ἀρχίζω νά φυσώ·
    2. см. задувать 1, 2.

    Русско-новогреческий словарь > задуть

  • 20 подуть

    подуть
    сов φυσώ, ἀρχίζω νά φυσώ.

    Русско-новогреческий словарь > подуть

См. также в других словарях:

  • φυσώ — φυσῶ, άω, ΝΜΑ, και ιων. τ. φυσῶ, έω, Α [φῡσα] 1. παράγω, προξενώ αέρα 2. (για άνεμο) πνέω 3. (για πρόσ.) κατευθύνω ρεύμα αέρα προς μία κατεύθυνση με το στόμα ή με φυσερό 4. προσπαθώ να ανάψω ή να δυναμώσω τη φωτιά με φύσημα (α. «φύσα λίγο τη… …   Dictionary of Greek

  • φυσώ — φυσάω / φυσώ, φύσηξα βλ. πίν. 66 (και ως απρόσ. φυσάει) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φυσώ — φύσησα και φύσηξα, φυσήθηκα και φυσήχτηκα, φυσημένος και φυσηγμένος 1. μτβ., εκτοξεύω αέρα σε κάτι με το στόμα ή με τα ρουθούνια ή με φυσερό ή με άλλο μέσο: Φυσώ τη φωτιά. 2. με φύσημα γεμίζω ασκό ή σωλήνα με αέρα: Φυσάει την γκάιντα. 3. με… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Φυσώ — –οῡς, ἡ, Α [φῡσα] (στον Εμπεδοκλή) προσωποίηση τής αύξησης …   Dictionary of Greek

  • φυσῶ — φῡσῶ , φύω bring forth fut ind act 1st sg (doric) φύζω fut ind act 1st sg (doric) φῡσῶ , φυσάω blow pres imperat mp 2nd sg φῡσῶ , φυσάω blow pres subj act 1st sg (attic epic ionic) φῡσῶ , φυσάω blow pres ind act 1st sg (attic epic ionic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φύσω — φύ̱σω , φύω bring forth aor subj act 1st sg φύ̱σω , φύω bring forth fut ind act 1st sg φύ̱σω , φύω bring forth aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) φύζω aor subj act 1st sg φύζω fut ind act 1st sg φύζω aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπνέω — και επικ. τ. καταπνείω (Α) 1. εκπνέω πνοή πάνω σε κάποιον ή κάτι, φυσώ κάποιον από πάνω 2. (για ανέμους) α) φυσώ β) επιπνέω, φυσώ πάνω σε κάποιον 3. εμπνέω («θεὸς καταπνεῑσε», Ευρ.) 4. μτφ. επέρχομαι ξαφνικά, επισκήπτω 5. παθ. α) (για τόπους)… …   Dictionary of Greek

  • επιπνέω — ἐπιπνέω (AM) [πνέω] 1. πνέω, φυσώ πάνω σε κάτι, κυρίως για ευνοϊκό άνεμο («περὶ δὲ πνοιὴ Βορέαο ζώγρει ἐπιπνείουσα», Ομ. Ιλ.) μσν. αναπνέω αρχ. 1. πνέω, φυσώ με ορμή (α. «ἐπέπνει ῥιπαῑς ἐχθίστων ἀνέμων», Σοφ. β. «μαινόμενος δ’ ἐπιπνεῑ λαοδάμας… …   Dictionary of Greek

  • ψεύδομαι — ΝΜΑ, και μτγν. τ. ενεργ. ψεύδω Α 1. παραποιώ την αλήθεια, αναφέρω ανυπόστατα πράγματα, λέω ψέματα (α. «πάντοτε την αλήθειαν ομιλούντες πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους», Καβάφ. β. «καὶ πίστευσον, οὐ ψεύδομαι, μεγάλως ἀληθεύω», Πρόδρ. γ. «οὐ… …   Dictionary of Greek

  • άημι — ἄημι (Α) Ι ενεργ. 1. (κυρίως για ανέμους) φυσώ, πνέω 2. αναπνέω, εισπνέω παθ. ἄημαι 1. χτυπιέμαι, δέρνομαι ή καταβάλλομαι από τον άνεμο 2. (για ήχους) μεταφέρομαι, διαδίδομαι με τον αέρα 3. αμφιταλαντεύομαι, φέρομαι εδώ κι εκεί από αμφιβολία ή… …   Dictionary of Greek

  • άνεμος — ο (AM ἄνεμος) 1. ρεύμα αέρα που προκαλείται απο φυσικά αίτια, βίαιη μετακίνηση του αέρα προς μια κατεύθυνση 2. μτφ. άσκοπη ασχολία, ματαιοπονία, ματαιότητα μσν. νεοελλ. (κατ’ ευφημισμό) διάβολος, δαίμονας νεοελλ. φρ. «πάει κατ’ ανέμου» ή «πάει τ’ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»