-
1 φυσ'
φῦσα, φύωbring forth: aor part act fem nom /voc sgφῦσαι, φύωbring forth: aor part act fem nom /voc plφῦσαι, φύωbring forth: aor imperat mid 2nd sgφῦσαι, φύωbring forth: aor inf actφῦσα, φύωbring forth: aor ind act 1st sg (homeric ionic)φῦσε, φύωbring forth: aor ind act 3rd sg (homeric ionic)φῦσα, φῦσαpair of bellows: fem nom /voc sgφῦσαι, φῦσαpair of bellows: fem nom /voc pl -
2 φῦσ'
φῦσα, φύωbring forth: aor part act fem nom /voc sgφῦσαι, φύωbring forth: aor part act fem nom /voc plφῦσαι, φύωbring forth: aor imperat mid 2nd sgφῦσαι, φύωbring forth: aor inf actφῦσα, φύωbring forth: aor ind act 1st sg (homeric ionic)φῦσε, φύωbring forth: aor ind act 3rd sg (homeric ionic)φῦσα, φῦσαpair of bellows: fem nom /voc sgφῦσαι, φῦσαpair of bellows: fem nom /voc pl -
3 φῡσ-ώδης
-
4 (φυσ.) молекула,
[морфазо] р. гримасничать, кривляться,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > (φυσ.) молекула,
-
5 альфа-лучи
(φυσ.) ακτίνες άλφα. -
6 φυσαλέος
A windy, full of wind, Cerc.6.15, Nonn.D.43.405.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυσαλέος
-
7 φυσαλλίς
A bladder, bubble, Luc.Cont.19.III = ἁλικάκκαβος 1, Ps.-Dsc.4.71, Paul.Aeg.3.45.IV bolus, pill, Aen. Gaz.Ep.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυσαλλίς
-
8 φύσαλος
φῡσ-ᾰλος, ὁ, a kind ofA toad said to puff itself up even to bursting, and to have poisonous breath, Luc.Philops.12, Dips. 3.II a poisonous fish which puffs itself out, prob.Tetrodon, Ael. NA3.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φύσαλος
-
9 φυσάριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυσάριον
-
10 φυσασμός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυσασμός
-
11 φυσατήριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυσατήριον
-
12 φυσηλάται
A folles fabriles, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυσηλάται
-
13 φύσημα
A that which is blown or produced by blowing, φ. ἀνεὶς δύστλητον a hard-drawn breath, E.Ph. 1438; δνοφώδη.. αἰθέρος φυσήματα, of stormy blasts, Id.Tr.79, cf. Rh. 440; πόντιον φ. the roaring of the sea, Id.Hipp. 1211.II that which is blown up, of half-formed shells, Plin. HN9.108; δούρειον.. χῆνα τῷ φυσήματι like the Trojan horse ([etym.] δούρειος ἵππος) in inflation, i.e. stuffed, Diph.90: state of inflation, Luc.Cont.19.III blowing, puffing, snorting, of a horse, X.Eq.11.12: metaph., conceit,πολιτικὸν φ. φυσῶντες Pl.Alc.2.145e
;γέμοντες ὄγκου καὶ φ. Plu.2.39d
; and, in double sense, of a flute-player,μεῖζον τῆς μητρὸς ἔχων τὸ φ. Hyp.
ap. Ath.13.591f;ῥήματα.. ἀποσπῶν γηγενεῖ φυσήματι Ar.Ra. 825
(lyr.).IV μέλανος αἵματος φυσήματα black blood blown from the nostrils, of newly slaughtered cattle, E.IA 1114.V pine-resin, Gal.13.475, Aët. 15.3. -
14 φυσημάτιον
A petty conceit, Arr.Epict.2.16.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυσημάτιον
-
15 φύσησις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φύσησις
-
16 φυσητέον
II φυσητέος, α, ον, to be blown up, inflated,ἀσκός Hp.Art.77
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυσητέον
-
17 φυσητήρ
A instrument for blowing, blowpipe or tube,φ. ὀστέϊνοι Hdt.4.2
, cf. Opp.H.4.463.3 blow-hole or spiracle of whales, etc., Arist.HA 566b3; the funnel through which the cuttle-fish squirts its ink, ib. 541b17.2 a kind of whale, perh. Biscay whale, Str.3.2.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυσητήρ
-
18 φυσητήριον
II = spiramentum, Gloss.III a furnace with bellows, opp. αὐτοματάρειον, Olymp.Alch.p.91 B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυσητήριον
-
19 φυσητής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυσητής
-
20 φυσητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυσητικός
См. также в других словарях:
φῦσ' — φῦσα , φύω bring forth aor part act fem nom/voc sg φῦσαι , φύω bring forth aor part act fem nom/voc pl φῦσαι , φύω bring forth aor imperat mid 2nd sg φῦσαι , φύω bring forth aor inf act φῦσα , φύω bring forth aor ind act 1st sg (homeric ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάλαμος — (Φυσ.). Ονομασία διάφορων συσκευών που περιλαμβάνουν έναν χώρο με πολύ συγκεκριμένες συνθήκες και περιεχόμενο και χρησιμοποιούνται για τη μελέτη των ιδιοτήτων των στοιχειωδών σωματιδίων (ηλεκτρονίων, πρωτονίων, νετρονίων κλπ.). Η μελέτη αυτή… … Dictionary of Greek
κατάσταση — (Φυσ.). Ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται στη γενική τους μορφή τα διάφορα σώματα και εξαρτάται έως έναν βαθμό από τις δυνάμεις συνοχής των μορίων τους. Η ύλη γενικά παρουσιάζεται στη φύση σε στερεά, σε υγρή και σε αέρια μορφή. Η στερεά μορφή… … Dictionary of Greek
κενό — (Φυσ.) Όρος που χρησιμοποιείται για να υποδειχθεί ένας συγκεκριμένος χώρος (ιδιαίτερα ένα κλειστό δοχείο), όπου η πυκνότητα της ύλης είναι πολύ χαμηλή. Στο εργαστήριο, η μέτρηση του κ. οδηγεί σε μια μέτρηση της πίεσης του αερίου που παραμένει στο … Dictionary of Greek
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
ανάκλαση — (Φυσ.).Φαινόμενο που προκαλεί την υπό ορισμένους νόμους εκτροπή μιας προσπίπτουσας ακτινοβολί ας (ειδικότερα του φωτός) από τη διαχωριστική επιφάνεια δύο υλικών με διαφορετικές οπτικέςιδιότητες. Η α. μπορεί να γίνεται περισσότερο ή λιγότερο… … Dictionary of Greek
ανιχνευτής — (Φυσ.). Όροςτης φυσικής που δηλώνει κάθε διάταξη ικανή να σημειώνει και ενδεχομένως να καταγράφει την πραγματοποίηση ενός φαινομένου. Ιδιαίτερη σημασία αποκτούν οι α. στην ατομική και πυρηνική φυσική, επειδή επιτρέπουν διαμέσου μακροσκοπικών… … Dictionary of Greek
δράση — (Φυσ.). Όρος που χρησιμοποιείται στη φυσική για τα μεγέθη που ορίζουν ορισμένες ιδιότητες των κλασικών και κβαντικών μηχανικών συστημάτων. Οι φυσικές διαστάσεις των ιδιοτήτων αυτών προκύπτουν από το γινόμενο ενέργειας επί χρόνο. Στην αναλυτική… … Dictionary of Greek
δυναμική — (Φυσ.). Η μελέτη της κίνησης των σωμάτων σε συσχετισμό με τις δυνάμεις που επενεργούν σε αυτά ή που ασκούν πίεση σε αυτά. Η δ. είναι ο κλάδος της μηχανικής που μελετά τις κινήσεις των σωμάτων σε σχέση με τα αίτια που τις προκαλούν. Διαφέρει από… … Dictionary of Greek
δυναμικό — (Φυσ.). Όρος της φυσικής ο οποίος αναφέρεται στο ποσό του έργου που παράγει μία δύναμη. Για τον προσδιορισμό του φυσικού αυτού μεγέθους είναι σκόπιμη η αναφορά στην έννοια του πεδίου. Πεδίο καλείται μια περιοχή του χώρου, μέσα στην οποία υπάρχουν … Dictionary of Greek
δύναμη — (Φυσ.). Όρος που χρησιμοποιείται στη φυσική για να χαρακτηρίσει την αιτία κάθε μεταβολής στην κινητική κατάσταση των σωμάτων ή κάθε παραμόρφωσής τους. Έτσι, υπάρχει, για παράδειγμα, η δ. του βάρους, η ελαστική δ. που ασκείται από ένα… … Dictionary of Greek