-
41 пахнуть
пахну́||тьсов чаще безл φυσώ:\пахнутьл ветерок φύσηξε ἀεράκ\· \пахнутьло дымом μύρισε καπνό. -
42 продувать
продува||тьнесов1. (прочищать) φυσώ, καθαρίζω φυσώντας·2. (о ветре \продувать обдувать) φυσάω:ветерок приятно \продуватьет τό ἀεράκι φυσάει εὐχάριστα·3. мед. ἐμφυσώ. -
43 сдувать
сдуватьнесов1. φυσώ, ρίχνω φυσώντας·2. (списывать) разг ἀντιγράφω. -
44 сморкаться
сморкатьсянесов φυσώ τἡν μύτη μου, ξεμυξίζομαι, ἀπομύσσομαι. -
45 μύτη
η1) нос;ανασηκωμένη μύτη — курносый, вздёрнутый нос;
κυρτή μύτη — орлиный нос;
μιλάω με τη μύτ — говорить в нос;
παστρεύω ( — или φυσώ) τη μύτη μου — сморкаться;
η μύτη μου τρέχει αίμα — у меня идёт кровь из носа;
2) клюв;3) хобот (насекомого); 4) морда, рыло (животного); 5) нюх, чутьё, обоняние;έχω γερή μύτη — иметь хорошее обоняние, чутьё, нюх;
6) кончик, остриё (иглы и т. п.);7) нос (лодки и т. п.); носок (ботинка и т. п.);§ χώνω παντού τη μύτη μου — всюду совать свой нос;
τραβώ ( — или σέρνω) από τη μύτη — а) командовать (кем-л.), заставлять плясать под свою дудку (кого-л.); — б) водить за нос (кого-л.);
σηκώνω τη μύτη ψηλά — или έχω (α)ψηλή μύτη — задирать нос;
φέρνω μπροστά στη μύτη κάποιου — ткнуть носом кого-л. (во что-л.);
δε βλέπω πέρ' από ( — или ως) τη μύτη μου — дальше своего носа не видеть;
τρέχει ( — или στάζει) η μύτ μου — у меня насморк;
μου βγήκε (ξυνό) από τη μύτη — мне дорого стоило это (удовольствие, радость и т. п.); — мне это вышло боком;
δε μάτωσε ( — ила δε λύθηκε) μύτη — обошлось без кровопролития (о драке);
περπατώ στίς μύτες (των παπουτσιών) — ходить на цыпочках
-
46 αναφύσω
ἀναφύ̱σω, ἀνά, ἀπό-ὕωrain: aor ind mid 2nd sgἀναφύ̱σω, ἀνά, ἀπό-ὕωrain: aor subj act 1st sgἀναφύ̱σω, ἀνά, ἀπό-ὕωrain: fut ind act 1st sgἀναφύ̱σω, ἀνά, ἀπό-ὕωrain: aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)ἀνᾱφύσω, ἀνά-ἀφύσσωdraw: aor ind mid 2nd sg (doric aeolic)ἀνά-ἀφύσσωdraw: aor subj act 1st sgἀνά-ἀφύσσωdraw: fut ind act 1st sg (doric aeolic)ἀνά-ἀφύσσωdraw: aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)ἀναφύ̱σω, ἀνά-φύωbring forth: aor subj act 1st sgἀναφύ̱σω, ἀνά-φύωbring forth: fut ind act 1st sgἀναφύ̱σω, ἀνά-φύωbring forth: aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)ἀνά-φύζωaor subj act 1st sgἀνά-φύζωfut ind act 1st sgἀνά-φύζωaor ind mid 2nd sg (homeric ionic) -
47 ἀναφύσω
ἀναφύ̱σω, ἀνά, ἀπό-ὕωrain: aor ind mid 2nd sgἀναφύ̱σω, ἀνά, ἀπό-ὕωrain: aor subj act 1st sgἀναφύ̱σω, ἀνά, ἀπό-ὕωrain: fut ind act 1st sgἀναφύ̱σω, ἀνά, ἀπό-ὕωrain: aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)ἀνᾱφύσω, ἀνά-ἀφύσσωdraw: aor ind mid 2nd sg (doric aeolic)ἀνά-ἀφύσσωdraw: aor subj act 1st sgἀνά-ἀφύσσωdraw: fut ind act 1st sg (doric aeolic)ἀνά-ἀφύσσωdraw: aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)ἀναφύ̱σω, ἀνά-φύωbring forth: aor subj act 1st sgἀναφύ̱σω, ἀνά-φύωbring forth: fut ind act 1st sgἀναφύ̱σω, ἀνά-φύωbring forth: aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)ἀνά-φύζωaor subj act 1st sgἀνά-φύζωfut ind act 1st sgἀνά-φύζωaor ind mid 2nd sg (homeric ionic) -
48 αφύσω
ἄφυσοςwithout flatulence: masc /fem /neut nom /voc /acc dualἄφυσοςwithout flatulence: masc /fem /neut gen sg (doric aeolic)ἀ̱φύσω, ἀφύσσωdraw: aor ind mid 2nd sg (doric aeolic)ἀφύσσωdraw: aor subj act 1st sgἀφύσσωdraw: fut ind act 1st sg (doric aeolic)ἀφύσσωdraw: aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)——————ἄφυσοςwithout flatulence: masc /fem /neut dat sg -
49 fan
I 1. [fæn] noun1) (a flat instrument held in the hand and waved to direct a current of air across the face in hot weather: Ladies used to carry fans to keep themselves cool.) βεντάλια2) (a mechanical instrument causing a current of air: He has had a fan fitted in the kitchen for extracting smells.) εξαεριστήρας,ανεμιστήρας2. verb1) (to cool (as if) with a fan: She sat in the corner, fanning herself.) κάνω αέρα2) (to increase or strengthen (a fire) by directing air towards it with a fan etc: They fanned the fire until it burst into flames.) φυσώII [fæn] noun(an enthusiastic admirer of a sport, hobby or well-known person: I'm a great fan of his; football fans; ( also adjective) fan mail/letters (= letters etc sent by admirers).) οπαδός,θαυμαστής -
50 дуть
[*][ντούτ'][\*] ρ φυσώ κάτι -
51 продувание
[πραντουβάνιιε] ουσ. ο. (ιατρ.) εμφύσηση, (τεχν.) φύпродувать [πραντουβάτ'] ρ. φυσώ -
52 раздувать
[ραζντουβάτ'] ρ. φυσώ -
53 сдувать
[ζντουβάτ'] ρ. φυσώ -
54 сморкаться
[σμαρκάτσα] ρ. φυσώ τη μύτη μου -
55 продувание
[πραντουβάνιιε] ουσ ο (ιατρ) εμφύσηση, (τεχν) φύпродувать[πραντουβάτ'] ρ φυσώ -
56 раздувать
[ραζντουβάτ'] ρ φυσώ -
57 сдувать
[ζντουβάτ'] ρ φυσώ -
58 сморкаться
[σμαρκάτσα] ρ φυσώ τη μύτη μου -
59 венуть
-ну, -нешь ρ.σ.(απλ.) φυσώ•-ли ветры φύσηξαν άνεμοι.
-
60 веять
вею, веешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. веянный, βρ: веян, -а, -о., ρ.δ.1. πνέω, φυσώ•ветер веет ο αέρας φυσά.
2. κυματίζω•веют знамена κυματίζουν οι σημαίες.
3. λιχνίζω.1. κυματίζω.2. λιχνίζομαι.
См. также в других словарях:
φυσώ — φυσῶ, άω, ΝΜΑ, και ιων. τ. φυσῶ, έω, Α [φῡσα] 1. παράγω, προξενώ αέρα 2. (για άνεμο) πνέω 3. (για πρόσ.) κατευθύνω ρεύμα αέρα προς μία κατεύθυνση με το στόμα ή με φυσερό 4. προσπαθώ να ανάψω ή να δυναμώσω τη φωτιά με φύσημα (α. «φύσα λίγο τη… … Dictionary of Greek
φυσώ — φυσάω / φυσώ, φύσηξα βλ. πίν. 66 (και ως απρόσ. φυσάει) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φυσώ — φύσησα και φύσηξα, φυσήθηκα και φυσήχτηκα, φυσημένος και φυσηγμένος 1. μτβ., εκτοξεύω αέρα σε κάτι με το στόμα ή με τα ρουθούνια ή με φυσερό ή με άλλο μέσο: Φυσώ τη φωτιά. 2. με φύσημα γεμίζω ασκό ή σωλήνα με αέρα: Φυσάει την γκάιντα. 3. με… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Φυσώ — –οῡς, ἡ, Α [φῡσα] (στον Εμπεδοκλή) προσωποίηση τής αύξησης … Dictionary of Greek
φυσῶ — φῡσῶ , φύω bring forth fut ind act 1st sg (doric) φύζω fut ind act 1st sg (doric) φῡσῶ , φυσάω blow pres imperat mp 2nd sg φῡσῶ , φυσάω blow pres subj act 1st sg (attic epic ionic) φῡσῶ , φυσάω blow pres ind act 1st sg (attic epic ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύσω — φύ̱σω , φύω bring forth aor subj act 1st sg φύ̱σω , φύω bring forth fut ind act 1st sg φύ̱σω , φύω bring forth aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) φύζω aor subj act 1st sg φύζω fut ind act 1st sg φύζω aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπνέω — και επικ. τ. καταπνείω (Α) 1. εκπνέω πνοή πάνω σε κάποιον ή κάτι, φυσώ κάποιον από πάνω 2. (για ανέμους) α) φυσώ β) επιπνέω, φυσώ πάνω σε κάποιον 3. εμπνέω («θεὸς καταπνεῑσε», Ευρ.) 4. μτφ. επέρχομαι ξαφνικά, επισκήπτω 5. παθ. α) (για τόπους)… … Dictionary of Greek
επιπνέω — ἐπιπνέω (AM) [πνέω] 1. πνέω, φυσώ πάνω σε κάτι, κυρίως για ευνοϊκό άνεμο («περὶ δὲ πνοιὴ Βορέαο ζώγρει ἐπιπνείουσα», Ομ. Ιλ.) μσν. αναπνέω αρχ. 1. πνέω, φυσώ με ορμή (α. «ἐπέπνει ῥιπαῑς ἐχθίστων ἀνέμων», Σοφ. β. «μαινόμενος δ’ ἐπιπνεῑ λαοδάμας… … Dictionary of Greek
ψεύδομαι — ΝΜΑ, και μτγν. τ. ενεργ. ψεύδω Α 1. παραποιώ την αλήθεια, αναφέρω ανυπόστατα πράγματα, λέω ψέματα (α. «πάντοτε την αλήθειαν ομιλούντες πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους», Καβάφ. β. «καὶ πίστευσον, οὐ ψεύδομαι, μεγάλως ἀληθεύω», Πρόδρ. γ. «οὐ… … Dictionary of Greek
άημι — ἄημι (Α) Ι ενεργ. 1. (κυρίως για ανέμους) φυσώ, πνέω 2. αναπνέω, εισπνέω παθ. ἄημαι 1. χτυπιέμαι, δέρνομαι ή καταβάλλομαι από τον άνεμο 2. (για ήχους) μεταφέρομαι, διαδίδομαι με τον αέρα 3. αμφιταλαντεύομαι, φέρομαι εδώ κι εκεί από αμφιβολία ή… … Dictionary of Greek
άνεμος — ο (AM ἄνεμος) 1. ρεύμα αέρα που προκαλείται απο φυσικά αίτια, βίαιη μετακίνηση του αέρα προς μια κατεύθυνση 2. μτφ. άσκοπη ασχολία, ματαιοπονία, ματαιότητα μσν. νεοελλ. (κατ’ ευφημισμό) διάβολος, δαίμονας νεοελλ. φρ. «πάει κατ’ ανέμου» ή «πάει τ’ … Dictionary of Greek