Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

φυρ-αθ

См. также в других словарях:

  • κατακρύβδην — (Α) επίρρ. κρυφά, λαθραία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κατα κρυβ τού κατακρύπτω «κρύβω κάτι εντελώς» (πρβλ. παθ. αόρ. β κατ ε κρύβ ην) + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. συλλήβ δην, φύρ δην)] …   Dictionary of Greek

  • κλέβδην — κλέβδην, δωρ. τ. κλέβδαν (Α) επίρρ. κρυφά, με κλοπή, κλεφτά, λάθρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κλέπ δην με ηχηροποίηση τού π προ τού ηχηρού δ < θ. κλεπ τού κλέπτω + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. άρ δην, φύρ δην)] …   Dictionary of Greek

  • λύγδην — (Α) (ποιητ. επίρρ.) με λυγμούς, με αναφιλητά, με αναστεναγμούς («τοιαῡτ ἐπ ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι λύγδην ἔκλαον πάντες», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. θ. λυγ (πρβλ. λύζω, λυγμός) + επιρρμ. κατάλ. δην (προβλ. κρύβ δην, φύρ δην)] …   Dictionary of Greek

  • μίγδην — (Α μίγδην) επίρρ. 1. ανάκατα, ανάμικτα, ανακατωμένα 2. φρ. «φύρδην μίγδην» (για πράγματα ή καταστάσεις) σε μεγάλη ακαταστασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιγ τού μίγνυμι/μείγνυμι + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. φύρ δην)] …   Dictionary of Greek

  • πορφύρω — Α 1. (για τη θάλασσα) φουσκώνω, αναταράζομαι υπόκωφα, χωρίς να σπάνε τα κύματα (α. «ὡς ὅτε πορφύρῃ πέλαγος μέγα κύματι κωφῷ», Ομ. Ιλ. β. «ὑπὸ στείρῃσι θάλασσα πορφύρει», Άρατ. γ. «δίνῃ πορφύροντα διήνυσαν Ἑλλήσποντον», Απολλ. Ρόδ.) 2. μτφ. (για… …   Dictionary of Greek

  • συμμίγδην — ΜΑ επίρρ. μαζί με... [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συμμιγ τού συμμιγνύω «αναμιγνύω, ανακατεύω» + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. φύρ δην)] …   Dictionary of Greek

  • σύρδην — ΜΑ επίρρ. με βίαιο τρόπο αρχ. σε μακρά σειρά ή, κατ άλλους, μαζί («Βαβυλὼν... πάμμεικτον ὄχλον πέμπει σύρδην», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σύρω + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. μίγ δην, φύρ δην)] …   Dictionary of Greek

  • φύγδην — Α επίρρ. φύγδα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυγ τής μηδενισμένης βαθμίδας τς ρίζας τού ρ. φεύγω* (πρβλ. αόρ. β ἔ φυγ ον) + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. μίγ δην, φύρ δην)] …   Dictionary of Greek

  • φύρω — Α 1. ανακατεύω κάτι στερεό με ένα υγρό και συνήθως τό χαλώ, τό αλλοιώνω (α. «φύρειν γαῑαν ὕδει», Ησίοδ. β. «πάντα βορβορῳ πεφυρμένα», Σιμων.) 2. λερώνω («γαίᾳ πεφύρσεται κόμαν», Πίνδ.) 3. ραντίζω, βρέχω, πιτσιλώ (α. «αἵματι δ οἶκος ἐφύρθη», Ευρ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»