-
1 φύραμα
A that which is mixed or kneaded, dought, Mnesim.4.11 (anap.), Arist.Pr. 929a25, LXXEx.8.3 (7.28), 12.34, al., Ep.Gal.5.9, Ep.Rom.9.21, al.; in brewing, PTeb.401.27 (i A. D.); generally, paste,κονίας καὶ βολβίτου φ. Gp.15.2.8
;καλάμου Dsc.1.55
; opp. θραῦσμα, Id.3.84: metaph., of the human frame as a mixture, compound, Ph.1.184, M.Ant.7.68.2 generally, mixture,σύμμιγμα καὶ φ. ἀέρος καὶ πυρός Plu.2.922a
, etc.: in pl., cements, ib.811c. -
2 φυραματικά
φυρ-ᾱματικά, τά,A = κονιατικά, Jahresh.28.58 ([place name] Aphrodisias).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυραματικά
-
3 φύρασις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φύρασις
-
4 φυρατέον
A one must mix, knead, Dsc.5.88.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυρατέον
-
5 φυρατής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυρατής
-
6 φυρατός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυρατός
-
7 φυράω
Aφυρῶσι Hdt.2.36
: [tense] fut. - άσω [pron. full] [ᾱ] A.Th.48: [tense] aor. , [dialect] Ion.- ησα Hp.Fist.10
: [tense] pf.πεφύρᾱκα Cic.Att.6.4.3
, 6.5.1:—[voice] Med., [tense] aor.ἐφυρᾱσάμην Ar.Nu. 979
(anap.); [dialect] Ion. :—[voice] Pass., [tense] aor. ἐφυράθην [pron. full] [ᾱ] Pl. Tht. 147c, APl.4.191 (Nicaen.); [dialect] Ion.- ήθην AP7.748
(Antip.Sid.): [tense] pf. πεφύραμαι, [dialect] Ion. - ημαι (v. infr.):—lengthd. form of φύρω (but almost limited to the sense of mixing flour and similar substances),φ. τὸ σταῖς τοῖσι ποσί Hdt.
l.c.;οἴνῳ φυρήσας Hp.
l.c., cf. PHolm.4.9; εἰς ὕδωρ φ. ib.6.18; φ. μετὰ ὑδραργύρου ib.4.35;μᾶζαν φ. Hp. Vict.2.40
; bread-kneaders,X.
HG7.2.22; γῆν τήνδε φυράσειν φόνῳ to make earth into a bloody paste, A. l.c.;γῆν.. ἐφύρασε καὶ ἔδευσε μυελῷ Pl.Ti. 73e
: [voice] Pass.,ἄρτος πολλῷ ὕδατι πεφυρημένος Hp.VM14
; ἰσχυρῶς πεφ. ibid.; οἴνῳ καὶ ἐλαίῳ ἄλφιτα πεφυραμένα (v.l. πεφυρμένα) Th.3.49;γῆ ὑγρῷ φυραθεῖσα πηλὸς ἂν εἴη Pl.Tht. 147c
.2 metaph., μαλακὴν φυρασάμενος τὴν φωνὴν πρὸς τὸν ἐραστὴν ἐβάδιζεν making one's voice supple, i.e. soft, towards one's lover, Ar. l.c.; πολέεσσι πεφύρησαι χαλεποῖσι, θυμέ art confounded by.. Philet.7.1; πεφυρακέναι τὰς ψήφους to have cooked the accounts, Cic. Il. cc. -
8 φύρδην
A in utter confusion, A.Pers. 812;φ. μάχεσθαι X.Cyr. 7.1.37
;σεσωρεῦσθαι Plb.16.8.9
;πάντα εἰκῇ καὶ φ. ἐπράττετο Id.30.11.6
; σύρει φ. drags headlong, S. l.c.2 (φύρω 1
) with defilement, σίδαρον.. φ. μεστὸν ἔχουσα φόνου APl.c.; φ. τείρων φῶτας ἐκβιάζεται Keil-Premerstein Erster Bericht p.9. -
9 φύρσιμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φύρσιμος
-
10 φύρσις
-
11 σπύραθοι
Grammatical information: pl.Meaning: `droppings of goats and sheep' (Hp., Dsc.).Other forms: πύραθοι (Nic.) and s. below.Derivatives: Dimin. σπυράθια pl. (Dsc.; trad. - ίθια); collective σφυραθία f. (Poll.; cf. κοπρία); adj. σπυραθώδης `like sheep's droppings' (Hp.). -- Besides σπυράδες f. pl. `pills' (Hp.), σφυράδες f. pl. = σπύραθοι (Ar., Arist.). Also σπόρθυγγες αἱ συνεστραμμέναι μετὰ ῥύπου τρίχες and σπορθύγγια τρίβολα. τὰ διαχωρή\<μα\> τα τῶν αἰγῶν, ἅ τινες σπυράδας καλοῦσιν H. Note also σπύρδαρα (Poll. 5, 91).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably] from LW [loanword]X[probably] Eur.Etymology: On the variation σπ- σπύραθοι σφ- Hiersche Ten. asp. 201; on the variation σπ- σπύραθοι π- Strunk IF 66, 158f. With σπύραθοι cf. except σπέλεθος, ὄνθος also ψάμαθοι `Sandkörner'; σπυράδες like λιθάδες, ἰσχάδες a. o. -- Old popular expressions of agriculture. The basic ο- or ᾱ-stem to be supposed is found in Baltic: Lith. spirà, mostly pl. spìros f. `dropping(s), droppings of goat, hare, pea-formed excrements of small animals', Latv. spiras `excrements of sheep, goats etc., great beans'; both Gr. - υρ- and Balt. - ir- represent syllabic r̥ [this not true]. -- Beside this with full grade and dental suffix σπορθ-υγγες like NIsl. sparð n. `excrements of sheep', sperðill m. `- of goats' from IE * spordh-. -- Further connection with σπαίρω a. cognates seems illustrated a. o. by Norw. dial. sprall `excremental balls of goats and sheep', spralla `cacare, of sheep' beside sprala, OHG spratalōn `sprawl', s. WP. 2, 672 w. lit. - The word ( σ)π\/ φυρ-αθ\/δ- is Pre-Geek but the root resembles words in northern Europe; was the word taken over from a Eur. substratum?Page in Frisk: 2,772Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σπύραθοι
См. также в других словарях:
κατακρύβδην — (Α) επίρρ. κρυφά, λαθραία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κατα κρυβ τού κατακρύπτω «κρύβω κάτι εντελώς» (πρβλ. παθ. αόρ. β κατ ε κρύβ ην) + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. συλλήβ δην, φύρ δην)] … Dictionary of Greek
κλέβδην — κλέβδην, δωρ. τ. κλέβδαν (Α) επίρρ. κρυφά, με κλοπή, κλεφτά, λάθρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κλέπ δην με ηχηροποίηση τού π προ τού ηχηρού δ < θ. κλεπ τού κλέπτω + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. άρ δην, φύρ δην)] … Dictionary of Greek
λύγδην — (Α) (ποιητ. επίρρ.) με λυγμούς, με αναφιλητά, με αναστεναγμούς («τοιαῡτ ἐπ ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι λύγδην ἔκλαον πάντες», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. θ. λυγ (πρβλ. λύζω, λυγμός) + επιρρμ. κατάλ. δην (προβλ. κρύβ δην, φύρ δην)] … Dictionary of Greek
μίγδην — (Α μίγδην) επίρρ. 1. ανάκατα, ανάμικτα, ανακατωμένα 2. φρ. «φύρδην μίγδην» (για πράγματα ή καταστάσεις) σε μεγάλη ακαταστασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιγ τού μίγνυμι/μείγνυμι + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. φύρ δην)] … Dictionary of Greek
πορφύρω — Α 1. (για τη θάλασσα) φουσκώνω, αναταράζομαι υπόκωφα, χωρίς να σπάνε τα κύματα (α. «ὡς ὅτε πορφύρῃ πέλαγος μέγα κύματι κωφῷ», Ομ. Ιλ. β. «ὑπὸ στείρῃσι θάλασσα πορφύρει», Άρατ. γ. «δίνῃ πορφύροντα διήνυσαν Ἑλλήσποντον», Απολλ. Ρόδ.) 2. μτφ. (για… … Dictionary of Greek
συμμίγδην — ΜΑ επίρρ. μαζί με... [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συμμιγ τού συμμιγνύω «αναμιγνύω, ανακατεύω» + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. φύρ δην)] … Dictionary of Greek
σύρδην — ΜΑ επίρρ. με βίαιο τρόπο αρχ. σε μακρά σειρά ή, κατ άλλους, μαζί («Βαβυλὼν... πάμμεικτον ὄχλον πέμπει σύρδην», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σύρω + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. μίγ δην, φύρ δην)] … Dictionary of Greek
φύγδην — Α επίρρ. φύγδα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυγ τής μηδενισμένης βαθμίδας τς ρίζας τού ρ. φεύγω* (πρβλ. αόρ. β ἔ φυγ ον) + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. μίγ δην, φύρ δην)] … Dictionary of Greek
φύρω — Α 1. ανακατεύω κάτι στερεό με ένα υγρό και συνήθως τό χαλώ, τό αλλοιώνω (α. «φύρειν γαῑαν ὕδει», Ησίοδ. β. «πάντα βορβορῳ πεφυρμένα», Σιμων.) 2. λερώνω («γαίᾳ πεφύρσεται κόμαν», Πίνδ.) 3. ραντίζω, βρέχω, πιτσιλώ (α. «αἵματι δ οἶκος ἐφύρθη», Ευρ.… … Dictionary of Greek