-
1 сохранить
сохранить, сохранять φυλά(γ)ω· συντηρώ, διατηρώ (поддержать) · \сохранить мир διατηρώ την ειρήνη \сохраниться διατηρούμαι* * *= сохранятьφυλά(γ)ω; συντηρώ, διατηρώ ( поддержать)сохрани́ть мир — διατηρώ την ειρήνη
-
2 стеречь
-
3 сторожить
-
4 соблюдать
1. (строго придерживаться чего-л.) τηρώ 2. (блюсти) φυλά(γ)ω, φυλάσσω, προστατεύω, κρατώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > соблюдать
-
5 хранить
хранить (δια)φολά(γ)ω, διατηρώ, συντηρώ \храниться φυλάγομαι; διατηρούμαι* * *(δια)φυλά(γ)ω, διατηρώ, συντηρώ -
6 засекретить
засекретитьсов, засекречивать несов1. (что-л.) κρατώ μυστικό, κάνω ἀπόρρητο, φυλά(γ)ω μυστικό, ἀποκρύπτω:\засекретить документы κἀνω τά ἔγγραφα ἀπόρρητα·2. (кого-л.) разг ἐπιτρέπω ἐργασίαν μέ ἀπόρρητα ντοκουμέντα. -
7 застава
заставаж1. уст. ἡ πύλη, ἡ είσοδος πόλεως·2. воен. τό φυλάκειο, τό φυλα-κείον:пограничная \застава τό μεθοριακό φυλάκειο. -
8 охрана
охран||аж1. (действие) ἡ (δια)φύλα-ξη [-ις]. ἡ (περι)φρούρηση [-ις], ἡ προστασία:\охрана социалистической собственности ἡ φύλαξη τής σοσιαλιστικής ἰδιοκτησίας· \охрана труда ἡ προστασία τής ἐργασίας·2. (страЯса) ἡ φρουρό, ἡ συνοδεία, ἡ κουστωδία:личная \охрана ἡ σωματοφυλακή· береговая \охрана ἡ ἀκτοφυλακή· под \охрана-ой μέ φρουράν. -
9 полундра
полу́ндрамежд мор. προσοχή!, φυλα-ξου!
См. также в других словарях:
Φύλα — Φύλας masc voc sg (epic) Φύλᾱ , Φύλης masc nom/voc/acc dual Φύλης masc voc sg Φύλᾱ , Φύλης masc gen sg (doric aeolic) Φύλης masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλά(γ)ω — φύλαξα, φυλάχτηκα, φυλαγμένος 1. μτβ., προσέχω, επιτηρώ κάτι μην πάθει ή μη φύγει, φρουρώ, στέκομαι ως φύλακας: Δύο στρατιώτες ένοπλοι φυλάγουν τους αιχμαλώτους. 2. προφυλάγω, προστατεύω, υπερασπίζω, σώζω: Ο Θεός να μας φυλάει απ την κακιά την… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φῦλα — φῦλον race neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φύλας — Φύλᾱς , Φύλας masc nom sg Φύλᾱς , Φύλης masc acc pl Φύλᾱς , Φύλης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φῦλ' — Φυλά̱ , Φυλή a race fem nom/voc/acc dual Φυλά̱ , Φυλή a race fem nom/voc sg (doric aeolic) Φυλαί , Φυλή a race fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλασίοις — φυλᾱσίοις , φυλάσιος a man of Phyle masc dat pl φῡλασίοις , φυλάζω form into tribes fut opt act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλασίου — φυλᾱσίου , φυλάσιος a man of Phyle masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλασίων — φυλᾱσίων , φυλάσιος a man of Phyle masc gen pl φῡλασίων , φυλάζω form into tribes fut part act masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φυλάς — Φυλά̱ς , Φυλή a race fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλάσιοι — φυλά̱σιοι , φυλάσιος a man of Phyle masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλάσιον — φυλά̱σιον , φυλάσιος a man of Phyle masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)