-
1 φυλακειον
или φῠλάκειον τό1) сторожевой пост Polyb., Diod.2) сторожевая группа (из четырех человек), караульная команда Polyb. -
2 φυλάκειον
-
3 φυλακείον
-
4 φυλακεῖον
-
5 φυλάκειον
φυλάκειον, τό, der Ort, wo Soldaten Wache halten, Wachposten, bes. Wach- od. Wartturm, Ort mit Besatzung. Bei den Alexandrinern die mit der weiblichen Reinigung befleckten Tücher -
6 φυλακείον
τό1) см. φυλάκιο[ν]; 2) гауптвахта -
7 φυλακεῖον
φῠλᾰκ-εῖον, τό,A post, watch-tower, fort, Plb. 10.30.6: pl., = Lat. stationes, Id.5.75.10, 76.3; [full] φυλάκιον, Aen.Tact. 20.5 cod.M, App.Ill.26, PRyl. 288 (pl., iii A. D.).2 a watch, party consisting of four soldiers, Plb.6.33.7: pl., in form φυλάκια, Id.Fr. 87 (ap.Suid.).II in Alex. Greek, a menstruous cloth, Dam. Isid.52.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυλακεῖον
-
8 σῑτο-φυλακεῖον
σῑτο-φυλακεῖον, τό, Ort, Gefäß, worin Getreide aufbewahrt wird (?).
-
9 γραμματο-φυλακεῖον
γραμματο-φυλακεῖον, τό, Ort zur Aufbewahrung von Schriften, Archiv, Plut. curios. 10 u. a. Sp.
-
10 φυλακείοις
φυλακεῖονpost: neut dat pl -
11 φυλακείου
φυλακεῖονpost: neut gen sg -
12 φυλακείων
φυλακεῖονpost: neut gen pl -
13 φυλακιον
-
14 φυλάκιον
-
15 γραμματοφυλακειον
v. l. γραμμᾰτοφῠλάκιον τό хранилище документов, архив Plut., Sext. -
16 φυλακεία
-
17 φυλακεῖα
-
18 γραμματοφυλακεῖον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γραμματοφυλακεῖον
-
19 δεσμοφυλάκειον
A prison, ib.2.100 (iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεσμοφυλάκειον
-
20 φυλάκιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυλάκιον
- 1
- 2
См. также в других словарях:
φυλακεῖον — post neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλακεῖα — φυλακεῖον post neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλακείοις — φυλακεῖον post neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλακείου — φυλακεῖον post neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλακείων — φυλακεῖον post neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλακείο — το / φυλακεῑον, ΜΑ [φύλαξ, ακος] κτήριο στο οποίο διαμένουν οι άνδρες τής φρουράς μσν. ύφασμα που χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες κατά την εμμηνορρυσία αρχ. το σύνολο τών φρουρών, η φρουρά … Dictionary of Greek
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek