-
1 φυλάκειον
-
2 φυλάκειον
φυλάκειον, τό, der Ort, wo Soldaten Wache halten, Wachposten, bes. Wach- od. Wartturm, Ort mit Besatzung. Bei den Alexandrinern die mit der weiblichen Reinigung befleckten Tücher -
3 σῑτο-φυλακεῖον
σῑτο-φυλακεῖον, τό, Ort, Gefäß, worin Getreide aufbewahrt wird (?).
-
4 γραμματο-φυλακεῖον
γραμματο-φυλακεῖον, τό, Ort zur Aufbewahrung von Schriften, Archiv, Plut. curios. 10 u. a. Sp.
-
5 φυλάκιον
-
6 γραμματοφυλακεῖον
γραμματο-φυλακεῖον u. γραμματο-φυλάκιον, Ort zur Aufbewahrung von Schriften, Archiv -
7 γραμματοφυλάκιον
γραμματο-φυλακεῖον u. γραμματο-φυλάκιον, Ort zur Aufbewahrung von Schriften, Archiv -
8 σῑτοφυλακεῖον
σῑτο-φυλακεῖον, τό, Ort, Gefäß, worin Getreide aufbewahrt wird
См. также в других словарях:
φυλακεῖον — post neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλακεῖα — φυλακεῖον post neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλακείοις — φυλακεῖον post neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλακείου — φυλακεῖον post neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλακείων — φυλακεῖον post neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλακείο — το / φυλακεῑον, ΜΑ [φύλαξ, ακος] κτήριο στο οποίο διαμένουν οι άνδρες τής φρουράς μσν. ύφασμα που χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες κατά την εμμηνορρυσία αρχ. το σύνολο τών φρουρών, η φρουρά … Dictionary of Greek
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek