Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

φυλάγομαι

  • 1 храниться

    φυλάγομαι; διατηρούμαι

    Русско-греческий словарь > храниться

  • 2 остерегаться

    остерега́ться
    несов, остеречься сов φυλάγομαι, προφυλάττομαι, προσέχω / ἀποφεύγω (избегать):
    \остерегаться, чтобы не упасть φυλάγομαι νά μή πέσω· остерегаться просту́ды φυλάγομαι νά μή κρυολογήσω· остерегайтесь воров! προσέχετε τους κλέφτες!

    Русско-новогреческий словарь > остерегаться

  • 3 остерегаться

    остерегаться φυλάγομαι, προφυλάγομαι
    * * *
    φυλάγομαι, προφυλάγομαι

    Русско-греческий словарь > остерегаться

  • 4 уберегаться

    уберегать||ся
    (προ)φυλαγομαι, (προ)φυλάσ-σομαι:
    уберечься от простуды φυλάγομαι νά μήν κρυολογήσω.

    Русско-новогреческий словарь > уберегаться

  • 5 укрываться

    укрывать||ся
    1. (покрываться) σκεπάζομαι, καλύπτομαι·
    2. (прятаться) κρύβομαι, κρύπτομαι, φυλάγομαι:
    \укрыватьсяся от дождя φυλάγομαι ἀπ· τή βροχή·
    3. (с отриц. «не»\укрываться не остаться незамеченным) ξεφεύγω, περνώ ἀπαρατήρητος:
    от него́ ничего́ не укроется τίποτε δέν τοῦ ξεφεύγει.

    Русско-новогреческий словарь > укрываться

  • 6 опасаться

    -аюсь, -аешься ρ.δ.
    1. φοβούμαι•

    опасаться врагов φοβούμαι τους εχθρούς.

    || ανησυχώ για κάτι, διστάζω..
    2. αποφεύγω, φυλάγομαι•

    опасаться сквозняков φυλάγομαι από ρεύμα•

    опасаться мыться холодной водой αποφεύγω να πλύνομαι με κρύο νερό.

    Большой русско-греческий словарь > опасаться

  • 7 хранить

    хранить (δια)φολά(γ)ω, διατηρώ, συντηρώ \храниться φυλάγομαι; διατηρούμαι
    * * *
    (δια)φυλά(γ)ω, διατηρώ, συντηρώ

    Русско-греческий словарь > хранить

  • 8 оберегаться

    оберегать||ся
    φυλάγομαι, προσέχω.

    Русско-новогреческий словарь > оберегаться

  • 9 сохраняться

    сохранять||ся
    διατη· ρούμαι, (δια)φυλάγομαι, κρατιέμαι, μένω/ (δια)σώζομαι (сберечься, уцелеть).

    Русско-новогреческий словарь > сохраняться

  • 10 храниться

    хранить||ся
    (находиться на сохранении) φυλάγομαι, φυλαττομαι, διαφυλάσσομαι.

    Русско-новогреческий словарь > храниться

  • 11 guard

    1. verb
    1) (to protect from danger or attack: The soldiers were guarding the king/palace.) φρουρώ
    2) (to prevent (a person) escaping, (something) happening: The soldiers guarded their prisoners; to guard against mistakes.) φρουρώ, φυλάγομαι από
    2. noun
    1) (someone who or something which protects: a guard round the king; a guard in front of the fire.) φρουρός, φρουρά / προφυλακτήρας, προστατευτικό κιγκλίδωμα
    2) (someone whose job is to prevent (a person) escaping: There was a guard with the prisoner every hour of the day.) φρουρός, δεσμοφύλακας
    3) ((American conductor) a person in charge of a train.) προϊστάμενος αμαξοστοιχίας
    4) (the act or duty of guarding.) φρούρηση, φύλαξη, επαγρύπνηση
    - guardedly
    - guard of honour
    - keep guard on
    - keep guard
    - off guard
    - on guard
    - stand guard

    English-Greek dictionary > guard

  • 12 watch

    [wo ] 1. noun
    1) (a small instrument for telling the time by, worn on the wrist or carried in the pocket of a waistcoat etc: He wears a gold watch; a wrist-watch.) ρολόι (χεριού, τσέπης)
    2) (a period of standing guard during the night: I'll take the watch from two o'clock till six.) σκοπιά
    3) (in the navy etc, a group of officers and men who are on duty at a given time: The night watch come(s) on duty soon.) βάρδια, σκοπιά
    2. verb
    1) (to look at (someone or something): He was watching her carefully; He is watching television.) παρακολουθώ
    2) (to keep a lookout (for): They've gone to watch for the ship coming in; Could you watch for the postman?) προσέχω μη φανεί
    3) (to be careful of (someone or something): Watch (that) you don't fall off!; Watch him! He's dangerous.) προσέχω, φυλάγομαι από
    4) (to guard or take care of: Watch the prisoner and make sure he doesn't escape; Please watch the baby while I go shopping.) προσέχω, επιβλέπω
    5) (to wait for (a chance, opportunity etc): Watch your chance, and then run.) καιροφυλαχτώ
    - watchful
    - watchfully
    - watchfulness
    - watchdog
    - watchmaker
    - watchman
    - watchtower
    - watchword
    - keep watch
    - watch one's step
    - watch out
    - watch over

    English-Greek dictionary > watch

  • 13 watch out

    ( with for) (to be careful (of): Watch out for the cars!; Watch out! The police are coming!) προσέχω, φυλάγομαι

    English-Greek dictionary > watch out

  • 14 остерегаться

    [αστιριγκάτ'σα] ρ. προσέχω, αποψεύγω, φυλάγομαι

    Русско-греческий новый словарь > остерегаться

  • 15 остерегаться

    [αστιριγκάτ'σα] ρ προσέχω, αποψεύγω, φυλάγομαι

    Русско-эллинский словарь > остерегаться

  • 16 беречь

    -регу, -режешь, регут, παρλθ. χρ. -рег, -регла, -ло, ρ.δ.μ.
    1. διαφυλάσσω, διαφυλάγω, φυλάγω, διατηρώ•

    -гите мир! διαφυλάξτε την ειρήνη!•

    беречь свято φυλάγω σάν τήν Παναγία, σαν τα ιερά.

    2. οικονομώ, φείδομαι, υπολογίζω, τσιγκουνεύομαι• λυπούμαι•

    он -ег каждую копейку αυτός λογάριαζε ακόμα και το καπίκι.

    3. κρατώ, φυλάγω αυστηρά, με εχεμύθεια•

    беречь тайну κρατώ (θάβω) το μυστικό•

    беречь как зенипу ока φυλάγω σαν την κόρη του οφθαλμού.

    προφυλάγομαι, προσέχω, παίρνω τα μέτρα μου•

    беречь простуды φυλάγομαι από κρυολόγημα•

    -гись! -гитесь! φυλάξου! φυλαχτείτε !

    Большой русско-греческий словарь > беречь

  • 17 оберегать

    ρ.δ.μ. φυλάγω, προφυλάγω, προστατεύω.
    φυλάγομαι, προφυλάγομαι, προστατεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > оберегать

  • 18 оскользаться

    ρ.δ. (απλ.) αποφεύγω το γλιστερό μέρος, φυλάγομαι μη γλιστρήσω.

    Большой русско-греческий словарь > оскользаться

  • 19 остерегать

    ρ.δ.μ. προφυλάσσω (από κακό ή κίνδυνο).
    1. προφυλάσσομαι (από κακό, κίνδυνο). || είμαι προσεχτικός, επιφυλακτικός, προσέχω, επιφυλάσσομαι.
    2. αποφεύγω,φυλάγομαι•

    остерегать острой пищи αποφεύγω τα ξυνά-αρ-μυρά.

    Большой русско-греческий словарь > остерегать

  • 20 поберечь

    ρ.σ.μ. φυλάσσω, διαφυλάσσω διατηρώ, συντηρώ προσέχω (από βλάβη) φροντίζω, κοιτάζω, προφυλάσσω•

    -ги деньги φύλαξε τα χρήματα•

    -ги своё здоровье κοίταξε (πρόσεξε) την υγεία σου.

    φυλάγομαι, προφυλάσσομαι, προσέχω.

    Большой русско-греческий словарь > поберечь

См. также в других словарях:

  • φυλάγομαι — φυλάγομαι, φυλάχτηκα, φυλαγμένος βλ. πίν. 22 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φυλάγομαι — Ν βλ. φυλάσσω …   Dictionary of Greek

  • επευλαβούμαι — ἐπευλαβοῡμαι, έομαι (Α) διστάζω, φυλάγομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ευλαβούμαι «προσέχω, φυλάγομαι»] …   Dictionary of Greek

  • παραφυλά(γ)ω — παραφυλάσσω και αττ. τ. παραφυλάττω, ΝΜΑ νεοελλ. ενεδρεύω, παραμονεύω, στήνω καρτέρι νεοελλ. μσν. προφυλάγω, διατηρώ κάτι με προσοχή (α. «τα παραφυλάει τα ρούχα του» β. «τὰ εἴπαμεν εἰς αλλήλους νὰ τὰ παραφυλάσσωμεν, κανεὶς νὰ μὴν τὰ μάθει», Λίβ.… …   Dictionary of Greek

  • ακούω — (Α ἀκούω) (νεοελλ. και ακούγω) 1. έχω την αίσθηση τής ακοής, αντιλαμβάνομαι με το αισθητήριο τής ακοής 2. αντιλαμβάνομαι κάτι με το αφτί, φθάνει στα αφτιά μου κάποιος ήχος 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω κάτι άμεσα ή έμμεσα, γνωρίζω, «φθάνει κάτι στ’… …   Dictionary of Greek

  • αφυλακτώ — ἀφυλακτῶ ( έω) (Α) [αφύλακτος] 1. είμαι αφύλαχτος, δεν προφυλάσσομαι 2. αμελώ, παραμελώ 3. φυλάγομαι κατά τρόπο ανεπαρκή …   Dictionary of Greek

  • εξαλέομαι — ἐξαλέομαι (Α) [αλέομαι] φυλάγομαι, ξεφεύγω από κάποιον …   Dictionary of Greek

  • ερχατάομαι — ἐρχατάομαι (Α) φυλάγομαι ή κλείνομαι κάπου. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τ. τού επικ. παρακμ. και υπερσ. έρχαται, έρχατο τού είργω*. Απαντά στο γ’ πληθ. ερχατόωντο (Οδ. ξ, 15)] …   Dictionary of Greek

  • ευλαβούμαι — (ΑΜ εὐλαβοῡμαι, έομαι) [ευλαβής] 1. είμαι διακριτικός, προσέχω να μη βλάψω ή να μην προσβάλω κανέναν («εὐλαβοῡ μὴ φανῇ κακὸς γεγώς», Σοφ.) 2. σέβομαι, τιμώ, εκδηλώνω, ευλάβεια («εὐλαβοῡμαι τὸν δῆμον», Πλούτ.) νεοελλ. μσν. διστάζω από σεβασμό προς …   Dictionary of Greek

  • ευφύλακτος — εὐφύλακτος, ον (Α) 1. αυτός που φυλάγεται ή φρουρείται εύκολα (α. «εὐφύλακτος ἡ καρδία» η καρδιά είναι καλά προφυλαγμένη, Αριστοτ. β. «εὐφυλακτότερον τὸ ὕδωρ τοῡ ἀέρος» το νερό συγκρατείται πιο εύκολα από τον αέρα, Αριστοτ.) 2. φρ. α) «εὐφύλακτός …   Dictionary of Greek

  • κηδεύω — (ΑΜ κηδεύω) [κήδος] κάνω κηδεία, ενταφιάζω, θάβω (α. «θα τόν κηδέψουν αύριο στις πέντε το απόγευμα» β. «ἀλλ ἐν ξένησι χερσι κηδευθεὶς τάλας», Σοφ.) μσν. 1. νοιάζομαι, ευσπλαχνίζομαι κάποιον 2. προσέχω, φυλάγομαι μσν. αρχ. φροντίζω, περιποιούμαι,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»