-
1 храниться
φυλάγομαι; διατηρούμαι -
2 остерегаться
остерега́тьсянесов, остеречься сов φυλάγομαι, προφυλάττομαι, προσέχω / ἀποφεύγω (избегать):\остерегаться, чтобы не упасть φυλάγομαι νά μή πέσω· остерегаться просту́ды φυλάγομαι νά μή κρυολογήσω· остерегайтесь воров! προσέχετε τους κλέφτες! -
3 остерегаться
-
4 уберегаться
уберегать||ся(προ)φυλαγομαι, (προ)φυλάσ-σομαι:уберечься от простуды φυλάγομαι νά μήν κρυολογήσω. -
5 укрываться
укрывать||ся1. (покрываться) σκεπάζομαι, καλύπτομαι·2. (прятаться) κρύβομαι, κρύπτομαι, φυλάγομαι:\укрыватьсяся от дождя φυλάγομαι ἀπ· τή βροχή·3. (с отриц. «не»\укрываться не остаться незамеченным) ξεφεύγω, περνώ ἀπαρατήρητος:от него́ ничего́ не укроется τίποτε δέν τοῦ ξεφεύγει. -
6 опасаться
-аюсь, -аешься ρ.δ.1. φοβούμαι•опасаться врагов φοβούμαι τους εχθρούς.
|| ανησυχώ για κάτι, διστάζω..2. αποφεύγω, φυλάγομαι•опасаться сквозняков φυλάγομαι από ρεύμα•
опасаться мыться холодной водой αποφεύγω να πλύνομαι με κρύο νερό.
-
7 хранить
хранить (δια)φολά(γ)ω, διατηρώ, συντηρώ \храниться φυλάγομαι; διατηρούμαι* * *(δια)φυλά(γ)ω, διατηρώ, συντηρώ -
8 оберегаться
оберегать||сяφυλάγομαι, προσέχω. -
9 сохраняться
сохранять||сяδιατη· ρούμαι, (δια)φυλάγομαι, κρατιέμαι, μένω/ (δια)σώζομαι (сберечься, уцелеть). -
10 храниться
хранить||ся(находиться на сохранении) φυλάγομαι, φυλαττομαι, διαφυλάσσομαι. -
11 guard
1. verb1) (to protect from danger or attack: The soldiers were guarding the king/palace.) φρουρώ2) (to prevent (a person) escaping, (something) happening: The soldiers guarded their prisoners; to guard against mistakes.) φρουρώ, φυλάγομαι από2. noun1) (someone who or something which protects: a guard round the king; a guard in front of the fire.) φρουρός, φρουρά / προφυλακτήρας, προστατευτικό κιγκλίδωμα2) (someone whose job is to prevent (a person) escaping: There was a guard with the prisoner every hour of the day.) φρουρός, δεσμοφύλακας3) ((American conductor) a person in charge of a train.) προϊστάμενος αμαξοστοιχίας4) (the act or duty of guarding.) φρούρηση, φύλαξη, επαγρύπνηση•- guarded- guardedly
- guard of honour
- keep guard on
- keep guard
- off guard
- on guard
- stand guard -
12 watch
[wo ] 1. noun1) (a small instrument for telling the time by, worn on the wrist or carried in the pocket of a waistcoat etc: He wears a gold watch; a wrist-watch.) ρολόι (χεριού, τσέπης)2) (a period of standing guard during the night: I'll take the watch from two o'clock till six.) σκοπιά3) (in the navy etc, a group of officers and men who are on duty at a given time: The night watch come(s) on duty soon.) βάρδια, σκοπιά2. verb1) (to look at (someone or something): He was watching her carefully; He is watching television.) παρακολουθώ2) (to keep a lookout (for): They've gone to watch for the ship coming in; Could you watch for the postman?) προσέχω μη φανεί3) (to be careful of (someone or something): Watch (that) you don't fall off!; Watch him! He's dangerous.) προσέχω, φυλάγομαι από4) (to guard or take care of: Watch the prisoner and make sure he doesn't escape; Please watch the baby while I go shopping.) προσέχω, επιβλέπω5) (to wait for (a chance, opportunity etc): Watch your chance, and then run.) καιροφυλαχτώ•- watcher- watchful
- watchfully
- watchfulness
- watchdog
- watchmaker
- watchman
- watchtower
- watchword
- keep watch
- watch one's step
- watch out
- watch over -
13 watch out
( with for) (to be careful (of): Watch out for the cars!; Watch out! The police are coming!) προσέχω, φυλάγομαι -
14 остерегаться
[αστιριγκάτ'σα] ρ. προσέχω, αποψεύγω, φυλάγομαι -
15 остерегаться
[αστιριγκάτ'σα] ρ προσέχω, αποψεύγω, φυλάγομαι -
16 беречь
-регу, -режешь, регут, παρλθ. χρ. -рег, -регла, -ло, ρ.δ.μ.1. διαφυλάσσω, διαφυλάγω, φυλάγω, διατηρώ•-гите мир! διαφυλάξτε την ειρήνη!•
беречь свято φυλάγω σάν τήν Παναγία, σαν τα ιερά.
2. οικονομώ, φείδομαι, υπολογίζω, τσιγκουνεύομαι• λυπούμαι•он -ег каждую копейку αυτός λογάριαζε ακόμα και το καπίκι.
3. κρατώ, φυλάγω αυστηρά, με εχεμύθεια•беречь тайну κρατώ (θάβω) το μυστικό•
беречь как зенипу ока φυλάγω σαν την κόρη του οφθαλμού.
προφυλάγομαι, προσέχω, παίρνω τα μέτρα μου•беречь простуды φυλάγομαι από κρυολόγημα•
-гись! -гитесь! φυλάξου! φυλαχτείτε !
-
17 оберегать
-
18 оскользаться
ρ.δ. (απλ.) αποφεύγω το γλιστερό μέρος, φυλάγομαι μη γλιστρήσω. -
19 остерегать
ρ.δ.μ. προφυλάσσω (από κακό ή κίνδυνο).1. προφυλάσσομαι (από κακό, κίνδυνο). || είμαι προσεχτικός, επιφυλακτικός, προσέχω, επιφυλάσσομαι.2. αποφεύγω,φυλάγομαι•остерегать острой пищи αποφεύγω τα ξυνά-αρ-μυρά.
-
20 поберечь
ρ.σ.μ. φυλάσσω, διαφυλάσσω διατηρώ, συντηρώ προσέχω (από βλάβη) φροντίζω, κοιτάζω, προφυλάσσω•-ги деньги φύλαξε τα χρήματα•
-ги своё здоровье κοίταξε (πρόσεξε) την υγεία σου.
φυλάγομαι, προφυλάσσομαι, προσέχω.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
φυλάγομαι — φυλάγομαι, φυλάχτηκα, φυλαγμένος βλ. πίν. 22 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φυλάγομαι — Ν βλ. φυλάσσω … Dictionary of Greek
επευλαβούμαι — ἐπευλαβοῡμαι, έομαι (Α) διστάζω, φυλάγομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ευλαβούμαι «προσέχω, φυλάγομαι»] … Dictionary of Greek
παραφυλά(γ)ω — παραφυλάσσω και αττ. τ. παραφυλάττω, ΝΜΑ νεοελλ. ενεδρεύω, παραμονεύω, στήνω καρτέρι νεοελλ. μσν. προφυλάγω, διατηρώ κάτι με προσοχή (α. «τα παραφυλάει τα ρούχα του» β. «τὰ εἴπαμεν εἰς αλλήλους νὰ τὰ παραφυλάσσωμεν, κανεὶς νὰ μὴν τὰ μάθει», Λίβ.… … Dictionary of Greek
ακούω — (Α ἀκούω) (νεοελλ. και ακούγω) 1. έχω την αίσθηση τής ακοής, αντιλαμβάνομαι με το αισθητήριο τής ακοής 2. αντιλαμβάνομαι κάτι με το αφτί, φθάνει στα αφτιά μου κάποιος ήχος 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω κάτι άμεσα ή έμμεσα, γνωρίζω, «φθάνει κάτι στ’… … Dictionary of Greek
αφυλακτώ — ἀφυλακτῶ ( έω) (Α) [αφύλακτος] 1. είμαι αφύλαχτος, δεν προφυλάσσομαι 2. αμελώ, παραμελώ 3. φυλάγομαι κατά τρόπο ανεπαρκή … Dictionary of Greek
εξαλέομαι — ἐξαλέομαι (Α) [αλέομαι] φυλάγομαι, ξεφεύγω από κάποιον … Dictionary of Greek
ερχατάομαι — ἐρχατάομαι (Α) φυλάγομαι ή κλείνομαι κάπου. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τ. τού επικ. παρακμ. και υπερσ. έρχαται, έρχατο τού είργω*. Απαντά στο γ’ πληθ. ερχατόωντο (Οδ. ξ, 15)] … Dictionary of Greek
ευλαβούμαι — (ΑΜ εὐλαβοῡμαι, έομαι) [ευλαβής] 1. είμαι διακριτικός, προσέχω να μη βλάψω ή να μην προσβάλω κανέναν («εὐλαβοῡ μὴ φανῇ κακὸς γεγώς», Σοφ.) 2. σέβομαι, τιμώ, εκδηλώνω, ευλάβεια («εὐλαβοῡμαι τὸν δῆμον», Πλούτ.) νεοελλ. μσν. διστάζω από σεβασμό προς … Dictionary of Greek
ευφύλακτος — εὐφύλακτος, ον (Α) 1. αυτός που φυλάγεται ή φρουρείται εύκολα (α. «εὐφύλακτος ἡ καρδία» η καρδιά είναι καλά προφυλαγμένη, Αριστοτ. β. «εὐφυλακτότερον τὸ ὕδωρ τοῡ ἀέρος» το νερό συγκρατείται πιο εύκολα από τον αέρα, Αριστοτ.) 2. φρ. α) «εὐφύλακτός … Dictionary of Greek
κηδεύω — (ΑΜ κηδεύω) [κήδος] κάνω κηδεία, ενταφιάζω, θάβω (α. «θα τόν κηδέψουν αύριο στις πέντε το απόγευμα» β. «ἀλλ ἐν ξένησι χερσι κηδευθεὶς τάλας», Σοφ.) μσν. 1. νοιάζομαι, ευσπλαχνίζομαι κάποιον 2. προσέχω, φυλάγομαι μσν. αρχ. φροντίζω, περιποιούμαι,… … Dictionary of Greek