Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

προφυλάγομαι

См. также в других словарях:

  • προφυλάγομαι — προφυλάγομαι, προφυλάχτηκα, προφυλαγμένος βλ. πίν. 22 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ευλαβούμαι — (ΑΜ εὐλαβοῡμαι, έομαι) [ευλαβής] 1. είμαι διακριτικός, προσέχω να μη βλάψω ή να μην προσβάλω κανέναν («εὐλαβοῡ μὴ φανῇ κακὸς γεγώς», Σοφ.) 2. σέβομαι, τιμώ, εκδηλώνω, ευλάβεια («εὐλαβοῡμαι τὸν δῆμον», Πλούτ.) νεοελλ. μσν. διστάζω από σεβασμό προς …   Dictionary of Greek

  • κατεξανίσταμαι — (AM, Α και κατεξανιστῶ, άω) εξεγείρομαι, αγωνίζομαι εναντίον κάποιου («παντὸς δεινοῡ κατεξανίστασθαι», Διόδ.) αρχ. 1. προφυλάγομαι από κάποιον («διὸ κατεξαναστῆναι τοῡ μέλλοντος», Πολ.) 2. υπομένω γενναία («τῶν δὲ Ῥοδίων κατεξανισταμένων τοῡ… …   Dictionary of Greek

  • παίρνω — (Μ παίρνω) 1. μτφ. λαμβάνω μαζί μου (α. «τόν πήρα και πήγαμε βόλτα» β. «καὶ παίρνοντας τοὺς νέους του ἦλθεν εἰς Ρωμανίαν», Διγεν. Ακρ.) 2. συνεπαίρνω (α. «η ομορφιά της τού πήρε το μυαλό» β. «ἐπήρε καὶ τὸν λογισμόν καὶ αὐτὴν τὴν αἴσθησίν της»,… …   Dictionary of Greek

  • προασφαλίζω — ΝΜΑ νεοελλ. ασφαλίζω κάτι από πριν μσν. αρχ. μέσ. προασφαλίζομαι εξασφαλίζω για τον εαυτό μου εκ των προτέρων αρχ. 1. μέσ. εξασφαλίζω κάποιον προκαταβολικά 2. παθ. προφυλάγομαι από κάποιον …   Dictionary of Greek

  • προευλαβούμαι — έομαι, Α προφυλάγομαι εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + εὐλαβοῦμαι «προσέχω, φροντίζω, φυλάγομαι»] …   Dictionary of Greek

  • προσευλαβούμαι — έομαι, Α [εὐλαβοῡμα] προφυλάγομαι και από άλλους, παίρνω πρόσθετα μέτρα φύλαξης …   Dictionary of Greek

  • προφυλάσσω — ΝΜΑ, και προφυλάγω Ν, και αττ. τ. προφυλάττω Α 1. είμαι φύλακας, φρουρός, φυλάγω, προασπίζω, περιφρουρώ («προφυλάσσω νηόν», Ύμν. Απόλλ.) 2. προστατεύω κάποιον ή κάτι από ενδεχόμενο κίνδυνο (α. «τα αντιηλιακά προφυλάσσουν από την ακτινοβολία» β.… …   Dictionary of Greek

  • προφυλάσσομαι — προφυλάσσομαι, προφυλάχθηκα και προφυλάχτηκα, προφυλαγμένος βλ. πίν. 28 και πρβλ. προφυλάγομαι …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • περιμαζεύω — περιμάζεψα, περιμαζεύτηκα, περιμαζεμένος 1. μαζεύω σκορπισμένα πράγματα, συγκεντρώνω, συμμαζεύω: Περιμάζεψαν όλα τα εργαλεία και τα έβαλαν στη θέση τους. 2. παίρνω κάποιον στο σπίτι μου για περίθαλψη, περιποίηση: Βρήκαν ένα σκυλί αδέσποτο τα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προφυλάγω — και προφυλάω προφύλαξα, προφυλάχτηκα, προφυλαγμένος 1. φυλάγω, προστατεύω, αποτρέπω κακό. 2. το μέσ., προφυλάγομαι φροντίζω για τον εαυτό μου, προασπίζω τον εαυτό μου: Να προφυλάγεσαι στο ταξίδι να μην κρυολογήσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»