-
1 остерегаться
-
2 уберечь
-регу, -режешь, -регут, παρλθ. χρ. уберг-регла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. убереженный, βρ: -жен, -жена, -женоρ.σ.μ.φυλάγω, προφυλάγω, προστατεύω•уберечь ребнка от простуда φυλάγω το παιδάκι από κρυολόγημα•
уберечь вещи от воров φυλάγω τα πράγματα από τους κλέφτες.
φυλάγομαι, προφυλάγομαι•уберечь от простуды προφυλάγομαι από κρυολόγημα.
-
3 беречься
беречь||ся(προφυλάγομαι, προφυλάσσομαι, προσέχω:берегись! πρόσεχε!, φυλάξου! -
4 закрыватьться
закрывать||тьсянесов1. κλείνω, (άμετ.), κλεί(ν)ομαι:дверь не \закрыватьтьсяется ἡ πόρτα δέν κλείνεται· занавес \закрыватьтьсяется πέφτει ἡ αὐλαία·2. (накрываться, заслоняться) σκεπάζομαι, καλύπτομαι:\закрыватьтьсяться от дождя προφυλάγομαι ἀπό τή βροχή·3. (переставать действовать, существовать) κλείνω, τελειώνω:выставка \закрыватьтьсяется ἡ ἔκθεση κλείνει· сезон \закрыватьтьсяется ἡ σαιζόν τελειώνει. -
5 заслоняться
заслонять||ся(чем-л. от чего-л.) προφυλάγομαι, προφυλάσσομαι, προφυλάττομαι. -
6 оградиться
оградить||сяπροστατεύομαι, προφυλάγομαι. -
7 поберечься
поберечь||ся(προφυλάγομαι, προφυλάσσομαι. -
8 уберегаться
[ουμπιριγκάτσα] ρ. προφυλάγομαι -
9 уберегаться
[ουμπιριγκάτσα] ρ προφυλάγομαι -
10 беречь
-регу, -режешь, регут, παρλθ. χρ. -рег, -регла, -ло, ρ.δ.μ.1. διαφυλάσσω, διαφυλάγω, φυλάγω, διατηρώ•-гите мир! διαφυλάξτε την ειρήνη!•
беречь свято φυλάγω σάν τήν Παναγία, σαν τα ιερά.
2. οικονομώ, φείδομαι, υπολογίζω, τσιγκουνεύομαι• λυπούμαι•он -ег каждую копейку αυτός λογάριαζε ακόμα και το καπίκι.
3. κρατώ, φυλάγω αυστηρά, με εχεμύθεια•беречь тайну κρατώ (θάβω) το μυστικό•
беречь как зенипу ока φυλάγω σαν την κόρη του οφθαλμού.
προφυλάγομαι, προσέχω, παίρνω τα μέτρα μου•беречь простуды φυλάγομαι από κρυολόγημα•
-гись! -гитесь! φυλάξου! φυλαχτείτε !
-
11 оберегать
-
12 укрыть
укрою, укроешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. укрытый, βρ: укрыт-а, -оρ.σ.μ.1. καλύπτω, σκεπάζω καλά•укрыть одеялом σκεπάζω καλά με το πάπλωμα.
2. προστατεύω, προφυλάγω•от дождя προστατεύω από τη βροχή.
3. αποκρύπτω (καταζητούμενο, καταδιωκόμενο) • συγκαλύπτω.1. καλύπτομαι, σκεπάζομαι καλά.2. προστατεύομαι, προφυλάγομαι.3. κρύβομαι. -
13 устеречь
-регу, -режешь, -регут, παρλθ. χρ. устерг-регла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. устереженный, βρ: -жен, -жена, -женоρ.σ.μ.1. επιβλέπω, επιτηρώ, εποπτεύω.2. παρακολουθώ, παραφυλάγω• παραμονεύω. || καραδοκώ.προφυλάγομαι•едва -ргся от брошенного камня..μόλις μπόρεσα και προφυλάχτηκα από την πέτρα, που μου έρριξε.
-
14 хоронить
хоронить 1-роню, -ронишьρ.δ.μ. ενταφιάζω, θάβω.εκφρ.хоронить себя – απομονώνομαι, κλείνομαι στο καβούκι μου.ενταφιάζομαι, θάβομαι.хоронить 2-роню, -ронишь ρ.δ.μ.1. (παλ. κ. απλ.)• κρύβω.2. μτφ. κρατώ μυστικό.3. φυλάγω, προστατεύω.1. κρύβομαι.2. μτφ. κρατιέμαι μυστικά.3. φυλάγομαι, προφυλάγομαι• προστατεύομαι.
См. также в других словарях:
προφυλάγομαι — προφυλάγομαι, προφυλάχτηκα, προφυλαγμένος βλ. πίν. 22 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ευλαβούμαι — (ΑΜ εὐλαβοῡμαι, έομαι) [ευλαβής] 1. είμαι διακριτικός, προσέχω να μη βλάψω ή να μην προσβάλω κανέναν («εὐλαβοῡ μὴ φανῇ κακὸς γεγώς», Σοφ.) 2. σέβομαι, τιμώ, εκδηλώνω, ευλάβεια («εὐλαβοῡμαι τὸν δῆμον», Πλούτ.) νεοελλ. μσν. διστάζω από σεβασμό προς … Dictionary of Greek
κατεξανίσταμαι — (AM, Α και κατεξανιστῶ, άω) εξεγείρομαι, αγωνίζομαι εναντίον κάποιου («παντὸς δεινοῡ κατεξανίστασθαι», Διόδ.) αρχ. 1. προφυλάγομαι από κάποιον («διὸ κατεξαναστῆναι τοῡ μέλλοντος», Πολ.) 2. υπομένω γενναία («τῶν δὲ Ῥοδίων κατεξανισταμένων τοῡ… … Dictionary of Greek
παίρνω — (Μ παίρνω) 1. μτφ. λαμβάνω μαζί μου (α. «τόν πήρα και πήγαμε βόλτα» β. «καὶ παίρνοντας τοὺς νέους του ἦλθεν εἰς Ρωμανίαν», Διγεν. Ακρ.) 2. συνεπαίρνω (α. «η ομορφιά της τού πήρε το μυαλό» β. «ἐπήρε καὶ τὸν λογισμόν καὶ αὐτὴν τὴν αἴσθησίν της»,… … Dictionary of Greek
προασφαλίζω — ΝΜΑ νεοελλ. ασφαλίζω κάτι από πριν μσν. αρχ. μέσ. προασφαλίζομαι εξασφαλίζω για τον εαυτό μου εκ των προτέρων αρχ. 1. μέσ. εξασφαλίζω κάποιον προκαταβολικά 2. παθ. προφυλάγομαι από κάποιον … Dictionary of Greek
προευλαβούμαι — έομαι, Α προφυλάγομαι εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + εὐλαβοῦμαι «προσέχω, φροντίζω, φυλάγομαι»] … Dictionary of Greek
προσευλαβούμαι — έομαι, Α [εὐλαβοῡμα] προφυλάγομαι και από άλλους, παίρνω πρόσθετα μέτρα φύλαξης … Dictionary of Greek
προφυλάσσω — ΝΜΑ, και προφυλάγω Ν, και αττ. τ. προφυλάττω Α 1. είμαι φύλακας, φρουρός, φυλάγω, προασπίζω, περιφρουρώ («προφυλάσσω νηόν», Ύμν. Απόλλ.) 2. προστατεύω κάποιον ή κάτι από ενδεχόμενο κίνδυνο (α. «τα αντιηλιακά προφυλάσσουν από την ακτινοβολία» β.… … Dictionary of Greek
προφυλάσσομαι — προφυλάσσομαι, προφυλάχθηκα και προφυλάχτηκα, προφυλαγμένος βλ. πίν. 28 και πρβλ. προφυλάγομαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
περιμαζεύω — περιμάζεψα, περιμαζεύτηκα, περιμαζεμένος 1. μαζεύω σκορπισμένα πράγματα, συγκεντρώνω, συμμαζεύω: Περιμάζεψαν όλα τα εργαλεία και τα έβαλαν στη θέση τους. 2. παίρνω κάποιον στο σπίτι μου για περίθαλψη, περιποίηση: Βρήκαν ένα σκυλί αδέσποτο τα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προφυλάγω — και προφυλάω προφύλαξα, προφυλάχτηκα, προφυλαγμένος 1. φυλάγω, προστατεύω, αποτρέπω κακό. 2. το μέσ., προφυλάγομαι φροντίζω για τον εαυτό μου, προασπίζω τον εαυτό μου: Να προφυλάγεσαι στο ταξίδι να μην κρυολογήσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)