-
1 φτηνά
επίρρ. дёшево;§ φτηνά τη γλύτωσα — я дёшево отделался
-
2 φτηνά
ucuza, ucuz -
3 Τη γλιτώνω φτηνά
– Βγαίνω λάδι• Выходить сухим из водыИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Τη γλιτώνω φτηνά
-
4 дёшево
дёшево 1. нареч. φτηνά 2. предик. это очень \дёшево είναι πολύ φτηνά* * *1. нареч. 2. предик.э́то о́чень дёшево — είναι πολύ φτηνά
-
5 недорого
недорого φτηνά, όχι ακριβά* это \недорого αυτό δεν είναι ακριβό* * *φτηνά, όχι ακριβάэ́то недо́рого — αυτό δεν είναι ακριβό
-
6 обойтись
обойтись 1) (чём-л.) βολεύομαι, τα βγάζω πέρα· \обойтись без чего-л. βολεύομαι χωρίς κάτι 2) (стоить) κοστίζω* дорого (дёшево) \обойтись στοιχίζω (или κοστίζω) ακριβά ( φτηνά) 3) (с кем-л.) συμπεριφέρομαι* * *1) (чем-л.) βολεύομαι, τα βγάζω πέραобойти́сь без чего́-л. — βολεύομαι χωρίς κάτι
2) ( стоить) κοστίζωдо́рого (дёшево) обойти́сь — στοιχίζω ( или κοστίζω) ακριβά (φτηνά)
3) (с кем-л.) συμπεριφέρομαι -
7 дёшево
επίρ.1. φτηνά•очень дёшево πάμφτηνα.
2. εύκολα, χωρίς δυσκολία•дёшево отделаться τη γλυτώνω φτηνά•
это вам дёшево не пройдт αυτό δε θα σας περάσει έτσι•
дёшево стоит δεν έχει καμιά σημασία•
дёшево и сердито εύκολα και καλά.
-
8 вода
вод||аж τό νερό, τό ὕδωρ:дождевая \вода τό νερό τής βροχῆς, τό βρόχινο νερό, τό βροχόνερο, τά δμβρια ὕδατα· питьевая \вода τό πόσιμο νερό· минеральная \вода τό μεταλλικό νερό· пресная \вода τό γλυκό νερό· морская \вода τό θαλασσινό νερό· проточная \вода τό τρεχούμενο νερό· грунтовая \вода τό νερό τοῦ ὑπεδάφους· уровень \водаы ἡ στάθμη τοῦ νερού· посадка на воду ἀβ. ἡ προσθαλάσσωση· держаться на \водае ἐπιπλέω, κρατιέμαι στήν ἐπιφάνεια τοῦ νεροϋ· спускать на воду καθελκύω· ◊ вывести кого-л. на чистую воду ξεσκεπάζω κάποιον, βγάζω τά ἀπλυτα κάποιου στή φόρα· много \водаы утекло́ πέρασε πολύς καιρός· с него как с гуся \вода разг δέν δίνει πεντάρα γιά τίποτε, δέν τοῦ καίγεται καρφί· он \водаы не замутит δέν πειράζει μερμήγκι, εἶναι ἀγαθός (или φιλήσυχος) ἄνθρωπος· словно \водаы в рот набрал σάν νά κατάπιε τή γλώσσα του· как в воду опущенный κατσούφης, στενοχωρημένος· как в во́ду канул ἔγινε ἄφαντος, ἐξαφανίζομαι· как две капли \водаы (о сходстве) ἰδιος καί ἀπαράλλακτος· чувствовать себя как рыба в \водае εἶμαι στό στοιχείο μου· выйти сухим из \водаы βγαίνω λάδι, τή γλυτώνω φτηνά· толочь во́ду в сту́пе κοπανώ ἀέρα· Носить во́ду решетом κουβαλώ νερό μέ τό κόσκινο· чистой \водаώ (о драгоценном камне) γνήσιος· желтая \вода мед. τό γλαύκωμα· тяжелая \вода физ. τό βαρύ ὕδωρ. -
9 дешево
дешевонареч φθηνά, φτηνά, σέ χαμηλή τιμή· ◊ \дешево отделаться τήν γλυτώνω φθηνά. -
10 низкий
ни́зк||ийприл1. (невысокий) χαμηλός:\низкийая изгородь ὁ χαμηλός φράχτης· \низкийого роста κοντός, κοντού ἀναστήματος· \низкийие цены οἱ χαμηλές τιμές· продавать по \низкийой цене πουλώ φτηνά· \низкийая темпе-рату́ра ἡ χαμηλή θερμοκρασία· \низкийая зар-пли́та τό χαμηλό μεροκάματο· \низкийая квалификация ἡ ἀνεπαρκής είδίκευση· \низкийого качества κακής ποιότητος' \низкийое давление мед. ἡ χαμηλή πίεση, ἡ ὑποτονία·2. (о звуке) χαμηλός, βαθύς, μπάσος·3. (подлый) χαμερπής, πρόστυχος, ποταπός:\низкий поступок ἡ ἀτιμία· <> \низкий поклон ἡ ἐδαφιαία ὑπόκλισις· \низкийая вода τά ρηχά νερά. -
11 отделываться
отделывать||сяразг1. (избавляться) γλυτώνω (άμετ.), ἀπαλλάσσομαι, ξεφορτώνομαι:от него легко не отделаешься αὐτόν εὐκολα δέν τόν ξεφορτώνεσαι·2. (чем-л.) ξεφεύγω:\отделыватьсяся обещаниями ξεφεύγω μέ ὑποσχέσεις· ◊ счастливо \отделыватьсяся τήν γλύτωσα φτηνά. -
12 продавать
продаватьнесов πουλώ, πωλῶ/ перен προδίδω:\продавать дешево (дорого) πουλώ φτηνά (ἀκριβά)· \продавать в кредит πουλώ βε-ρεσέ, πουλώ ἐπί πιστώσει· \продавать оптом (в розницу) πουλώ χονδρικώς (λιανικώς). -
13 продешевить
продешевитьсов разг πουλώ πάρα πολύ φτηνά. -
14 сходить
сходить Iнесов1. (вниз) κατεβαίνω, κατέρχομαι:\сходить с лошади ξεπεζεύω, ξεκα-βαλλικεύω·2. (уходить) παραμερίζω/ κατεβαίνω (с тротуара и т< п.):\сходить с дороги παραμερίζω ἀπό τό δρόμο· \сходить с рельсов ἐκτροχιάζομαι3. (облезать) (ξε)γδέρνθμαι (о коже)! βγαίνω (о краске, грязи)·4. (быть принятым за кого-л.) разг περνώ·5. (миновать, пройти) πηγαίνω, περνώ· ◊ \сходить со сцены (о спектакле) κατεβάζω (θεατρικό ἔργο, θέαμα)· зага́р сошел с лица τό πρόσωπο ξεμαύρισε· снег сошел с полей τό χιόνι ἔλυωσε στους κάμπους· все сходит ему́ с рук καταφέρνει πάντα καί τή γλυτώνει φτηνά· не сходя с ме́ста χωρίς νά κουνηθώ (или νά τό κουνίσω) ἀπό τή θέση μου· \сходить с ума́ παλαβώνω, τρελαίνομαι· \сходить в могилу πεθαίνω· \сходить на нет χάνω τή σημασία μου.сходить IIсов πηγαίνω:\сходить за чем-л. πηγαίνω γιά κάτι· \сходить за кем-л. πηγαίνω νά φωνάξω. -
15 γλυτώνω
1. μετ. спасать, избавлять, освобождать;2. αμετ. 1) спасаться, избавляться, освобождаться; ο άρρωστος τή[ν] γλύτωσε для больного опасность миновала;δεν γλυτώνει — ему не спастись;
2) кончать, заканчивать;γλυτώνω (από) το γράψιμο μου — кончать писать;
κάμε να γλυτώσεις γρήγορα — кончай скорее;
έλα, γλύτωνε να φεύγουμε давай, заканчивай и пошли;§ τή[ν] γλύτωσα я спасся, избежал опасности; φτηνά τή[ν] γλύτωσα я дёшево отделался;από τρίχα γλυτώ — с трудом избегать опасности;
από τρίχα γλύτωσα чуть не погиб, чудом спасся;γλυτώνω από τού χάρου τα δόντια — ускользнуть из лап смерти
-
16 Βγαίνω λάδι
– Βγαίνω λάδι• Выходить сухим из водыИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Βγαίνω λάδι
-
17 cheaply
adverb φτηνά -
18 get off lightly
(to escape or be allowed to go without severe punishment etc.) τη γλιτώνω φτηνά -
19 shoddily
adverb φτηνά,πρόχειρα -
20 грош
-а α.1. γρόσι.2. πλθ. -и, -ей λίγα χρήματα•это стоит -и αυτό κοστίζει φτηνά.
3. πλθ. -и, -ей (διαλκ.) χρήματα.εκφρ.грош цена ή -а медного (ή ломаного) не стоит – τίποτε δεν αξίζει., είναι άχρηστο•ни -а (-а) нет; -а (-а) нет; (ни) -а за душой нет – καθόλου, διόλου, απολύτως τίποτε•в грош не ставить кого-что – θεωρώ για τίποτε, δεν λογαριάζω καθόλου, πεντάρα δε δίνω σημασία•ни за -(погибнуть, пропасть – κ.τ.τ.) άδικα, μάταια, στα χαμένα, ανώφελα, τζάμπα•ни за грош нет – καθόλου, διόλου, ούτε σταλιά•быть без -а – είμαι απένταρος, αδέκαρος, άφραγκος.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… … Dictionary of Greek
φτηνός — και φθηνός, ή, ό, Ν 1. αυτός που κοστίζει λίγο, που πουλιέται σε χαμηλή τιμή 2. μτφ. ευτελής («είναι πολύ φτηνό αυτό που είπες») 3. παροιμ. φρ. «είναι ακριβός στα πίτουρα και φτηνός στο αλεύρι» λέγεται για κάποιον που είναι φειδωλός στα μικρά και … Dictionary of Greek
Anna-Maria Papaharalambous — (Άννα Μαρία Παπαχαραλάμπους) is a Greek stage, television, and film actress. tage Credits*Οι Ηλίθιοι **Phonetic: I Ilithioi **Translation: The IdiotsTelevision Credits*Ψίθυροι Καρδιάς **Phonetic: Psithiroi Kardias **Translation: Whispers of the… … Wikipedia
αλώνητος — ἁλώνητος, ον (Α) 1. αυτός που αγοράστηκε για λίγο αλάτι, ευτελής, φτηνός 2. φρ. «ἁλώνητα δουλάρια», φτηνοί δούλοι από τη Θράκη που πουλιούνταν πολύ φτηνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλς + ὠνητός] … Dictionary of Greek
βωμολόχος — α, ο (Α βωμολόχος, ον) αυτός που λέει αισχρά, φτηνά αστεία νεοελλ. όποιος χρησιμοποιεί αδιάντροπη γλώσσα με αισχρολογίες αρχ. 1. εκείνος που παραμονεύει στον βωμό για να ζητιανέψει ή να κλέψει κρέας από το σφάγιο της θυσίας 2. όποιος χρησιμοποιεί … Dictionary of Greek
γλυτώνω — και γλυτρώνω και εγλυτώνω (Μ γλυτώνω και ἐγλυτώνω) 1. απαλλάσσω κάποιον από ένα κίνδυνο ή μια συμφορά, σώζω, λυτρώνω 2. αποπερατώνω, τελειώνω 3. απαλλάσσομαι από κίνδυνο ή συμφορά, λυτρώνομαι νεοελλ. φρ. 1. «από τρίχα γλύτωσα» παρά λίγο να… … Dictionary of Greek
δασμός — Έμμεσος φόρος που μπορεί να επιβληθεί στα εμπορεύματα, τα οποία μεταφέρονται από χώρα σε χώρα, όταν περνούν την τελωνειακή γραμμή. Ανάλογα με τον σκοπό που επιδιώκεται με τους δ., γίνεται διάκριση μεταξύ δημοσιονομικών δ. και οικονομικών ή… … Dictionary of Greek
μικροηλεκτρονική — Εξέλιξη της ηλεκτρονικής (βλ. λ.) η οποία κάνει χρήση των νέων τεχνολογιών που επιτρέπουν τη σμίκρυνση σε πολύ μεγάλο βαθμό των ενεργητικών (δηλαδή των ημιαγωγών) και των παθητικών (δηλαδή των πυκνωτών και των αντιστάσεων) στοιχείων κυκλωμάτων.… … Dictionary of Greek
μικρός — ή, ό (ΑΜ μικρός και σμικρός, όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. μικκός, όν) 1. αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που είναι περιορισμένος ως προς το μήκος, το μέγεθος, τον όγκο ή την επιφάνεια (α. «μικρό χωράφι» β. «Τυδεύς τοι μικρὸς … Dictionary of Greek
μισοτιμής — επίρρ. 1. στη μισή τιμή 2. συνεκδ. πολύ φτηνά. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη γεν. εν. ενός αμάρτυρου ουσ. *μισοτιμή] … Dictionary of Greek
οκαζιόν — επίρρ. σε τιμή ευκαιρίας, πολύ φτηνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. occasion «ευκαιρία» < λατ. occasio «ευκαιρία» < λατ. occido «πέφτω κάτω»] … Dictionary of Greek