Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

φτηνά

  • 1 φτηνά

    επίρρ. дёшево;

    § φτηνά τη γλύτωσα — я дёшево отделался

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > φτηνά

  • 2 φτηνά

    ucuza, ucuz

    Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό > φτηνά

  • 3 Τη γλιτώνω φτηνά

    – Βγαίνω λάδι
    Выходить сухим из воды
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Τη γλιτώνω φτηνά

  • 4 дёшево

    дёшево 1. нареч. φτηνά 2. предик. это очень \дёшево είναι πολύ φτηνά
    * * *
    1. нареч. 2. предик.

    э́то о́чень дёшево — είναι πολύ φτηνά

    Русско-греческий словарь > дёшево

  • 5 недорого

    недорого φτηνά, όχι ακριβά* это \недорого αυτό δεν είναι ακριβό
    * * *
    φτηνά, όχι ακριβά

    э́то недо́рого — αυτό δεν είναι ακριβό

    Русско-греческий словарь > недорого

  • 6 обойтись

    обойтись 1) (чём-л.) βολεύομαι, τα βγάζω πέρα· \обойтись без чего-л. βολεύομαι χωρίς κάτι 2) (стоить) κοστίζω* дорого (дёшево) \обойтись στοιχίζω (или κοστίζω) ακριβά ( φτηνά) 3) (с кем-л.) συμπεριφέρομαι
    * * *
    1) (чем-л.) βολεύομαι, τα βγάζω πέρα

    обойти́сь без чего́-л. — βολεύομαι χωρίς κάτι

    2) ( стоить) κοστίζω

    до́рого (дёшево) обойти́сь — στοιχίζω ( или κοστίζω) ακριβά (φτηνά)

    3) (с кем-л.) συμπεριφέρομαι

    Русско-греческий словарь > обойтись

  • 7 дёшево

    επίρ.
    1. φτηνά•

    очень дёшево πάμφτηνα.

    2. εύκολα, χωρίς δυσκολία•

    дёшево отделаться τη γλυτώνω φτηνά•

    это вам дёшево не пройдт αυτό δε θα σας περάσει έτσι•

    дёшево стоит δεν έχει καμιά σημασία•

    дёшево и сердито εύκολα και καλά.

    Большой русско-греческий словарь > дёшево

  • 8 вода

    вод||а
    ж τό νερό, τό ὕδωρ:
    дождевая \вода τό νερό τής βροχῆς, τό βρόχινο νερό, τό βροχόνερο, τά δμβρια ὕδατα· питьевая \вода τό πόσιμο νερό· минеральная \вода τό μεταλλικό νερό· пресная \вода τό γλυκό νερό· морская \вода τό θαλασσινό νερό· проточная \вода τό τρεχούμενο νερό· грунтовая \вода τό νερό τοῦ ὑπεδάφους· уровень \водаы ἡ στάθμη τοῦ νερού· посадка на воду ἀβ. ἡ προσθαλάσσωση· держаться на \водае ἐπιπλέω, κρατιέμαι στήν ἐπιφάνεια τοῦ νεροϋ· спускать на воду καθελκύω· ◊ вывести кого-л. на чистую воду ξεσκεπάζω κάποιον, βγάζω τά ἀπλυτα κάποιου στή φόρα· много \водаы утекло́ πέρασε πολύς καιρός· с него как с гуся \вода разг δέν δίνει πεντάρα γιά τίποτε, δέν τοῦ καίγεται καρφί· он \водаы не замутит δέν πειράζει μερμήγκι, εἶναι ἀγαθός (или φιλήσυχος) ἄνθρωπος· словно \водаы в рот набрал σάν νά κατάπιε τή γλώσσα του· как в воду опущенный κατσούφης, στενοχωρημένος· как в во́ду канул ἔγινε ἄφαντος, ἐξαφανίζομαι· как две капли \водаы (о сходстве) ἰδιος καί ἀπαράλλακτος· чувствовать себя как рыба в \водае εἶμαι στό στοιχείο μου· выйти сухим из \водаы βγαίνω λάδι, τή γλυτώνω φτηνά· толочь во́ду в сту́пе κοπανώ ἀέρα· Носить во́ду решетом κουβαλώ νερό μέ τό κόσκινο· чистой \водаώ (о драгоценном камне) γνήσιος· желтая \вода мед. τό γλαύκωμα· тяжелая \вода физ. τό βαρύ ὕδωρ.

    Русско-новогреческий словарь > вода

  • 9 дешево

    дешево
    нареч φθηνά, φτηνά, σέ χαμηλή τιμή· ◊ \дешево отделаться τήν γλυτώνω φθηνά.

    Русско-новогреческий словарь > дешево

  • 10 низкий

    ни́зк||ий
    прил
    1. (невысокий) χαμηλός:
    \низкийая изгородь ὁ χαμηλός φράχτης· \низкийого роста κοντός, κοντού ἀναστήματος· \низкийие цены οἱ χαμηλές τιμές· продавать по \низкийой цене πουλώ φτηνά· \низкийая темпе-рату́ра ἡ χαμηλή θερμοκρασία· \низкийая зар-пли́та τό χαμηλό μεροκάματο· \низкийая квалификация ἡ ἀνεπαρκής είδίκευση· \низкийого качества κακής ποιότητος' \низкийое давление мед. ἡ χαμηλή πίεση, ἡ ὑποτονία·
    2. (о звуке) χαμηλός, βαθύς, μπάσος·
    3. (подлый) χαμερπής, πρόστυχος, ποταπός:
    \низкий поступок ἡ ἀτιμία· <> \низкий поклон ἡ ἐδαφιαία ὑπόκλισις· \низкийая вода τά ρηχά νερά.

    Русско-новогреческий словарь > низкий

  • 11 отделываться

    отделывать||ся
    разг
    1. (избавляться) γλυτώνω (άμετ.), ἀπαλλάσσομαι, ξεφορτώνομαι:
    от него легко не отделаешься αὐτόν εὐκολα δέν τόν ξεφορτώνεσαι·
    2. (чем-л.) ξεφεύγω:
    \отделыватьсяся обещаниями ξεφεύγω μέ ὑποσχέσεις· ◊ счастливо \отделыватьсяся τήν γλύτωσα φτηνά.

    Русско-новогреческий словарь > отделываться

  • 12 продавать

    продавать
    несов πουλώ, πωλῶ/ перен προδίδω:
    \продавать дешево (дорого) πουλώ φτηνά (ἀκριβά)· \продавать в кредит πουλώ βε-ρεσέ, πουλώ ἐπί πιστώσει· \продавать оптом (в розницу) πουλώ χονδρικώς (λιανικώς).

    Русско-новогреческий словарь > продавать

  • 13 продешевить

    продешевить
    сов разг πουλώ πάρα πολύ φτηνά.

    Русско-новогреческий словарь > продешевить

  • 14 сходить

    сходить I
    несов
    1. (вниз) κατεβαίνω, κατέρχομαι:
    \сходить с лошади ξεπεζεύω, ξεκα-βαλλικεύω·
    2. (уходить) παραμερίζω/ κατεβαίνω (с тротуара и т< п.):
    \сходить с дороги παραμερίζω ἀπό τό δρόμο· \сходить с рельсов ἐκτροχιάζομαι
    3. (облезать) (ξε)γδέρνθμαι (о коже)! βγαίνω (о краске, грязи)·
    4. (быть принятым за кого-л.) разг περνώ·
    5. (миновать, пройти) πηγαίνω, περνώ· ◊ \сходить со сцены (о спектакле) κατεβάζω (θεατρικό ἔργο, θέαμα)· зага́р сошел с лица τό πρόσωπο ξεμαύρισε· снег сошел с полей τό χιόνι ἔλυωσε στους κάμπους· все сходит ему́ с рук καταφέρνει πάντα καί τή γλυτώνει φτηνά· не сходя с ме́ста χωρίς νά κουνηθώ (или νά τό κουνίσω) ἀπό τή θέση μου· \сходить с ума́ παλαβώνω, τρελαίνομαι· \сходить в могилу πεθαίνω· \сходить на нет χάνω τή σημασία μου.
    сходить II
    сов πηγαίνω:
    \сходить за чем-л. πηγαίνω γιά κάτι· \сходить за кем-л. πηγαίνω νά φωνάξω.

    Русско-новогреческий словарь > сходить

  • 15 γλυτώνω

    1. μετ. спасать, избавлять, освобождать;
    2. αμετ. 1) спасаться, избавляться, освобождаться; ο άρρωστος τή[ν] γλύτωσε для больного опасность миновала;

    δεν γλυτώνει — ему не спастись;

    2) кончать, заканчивать;

    γλυτώνω (από) το γράψιμο μου — кончать писать;

    κάμε να γλυτώσεις γρήγορα — кончай скорее;

    έλα, γλύτωνε να φεύγουμε давай, заканчивай и пошли;
    § τή[ν] γλύτωσα я спасся, избежал опасности; φτηνά τή[ν] γλύτωσα я дёшево отделался;

    από τρίχα γλυτώ — с трудом избегать опасности;

    από τρίχα γλύτωσα чуть не погиб, чудом спасся;

    γλυτώνω από τού χάρου τα δόντια — ускользнуть из лап смерти

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γλυτώνω

  • 16 Βγαίνω λάδι

    – Βγαίνω λάδι
    Выходить сухим из воды
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Βγαίνω λάδι

  • 17 cheaply

    adverb φτηνά

    English-Greek dictionary > cheaply

  • 18 get off lightly

    (to escape or be allowed to go without severe punishment etc.) τη γλιτώνω φτηνά

    English-Greek dictionary > get off lightly

  • 19 shoddily

    adverb φτηνά,πρόχειρα

    English-Greek dictionary > shoddily

  • 20 грош

    α.
    1. γρόσι.
    2. πλθ. -и, -ей λίγα χρήματα•

    это стоит -и αυτό κοστίζει φτηνά.

    3. πλθ. -и, -ей (διαλκ.) χρήματα.
    εκφρ.
    грош цена ή -а медного (ή ломаного) не стоит – τίποτε δεν αξίζει., είναι άχρηστο•
    ни -а (-а) нет; -а (-а) нет; (ни) -а за душой нет – καθόλου, διόλου, απολύτως τίποτε•
    в грош не ставить кого-что – θεωρώ για τίποτε, δεν λογαριάζω καθόλου, πεντάρα δε δίνω σημασία•
    ни за -(погибнуть, пропастьκ.τ.τ.) άδικα, μάταια, στα χαμένα, ανώφελα, τζάμπα•
    ни за грош нет – καθόλου, διόλου, ούτε σταλιά•
    быть без -а – είμαι απένταρος, αδέκαρος, άφραγκος.

    Большой русско-греческий словарь > грош

См. также в других словарях:

  • ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… …   Dictionary of Greek

  • φτηνός — και φθηνός, ή, ό, Ν 1. αυτός που κοστίζει λίγο, που πουλιέται σε χαμηλή τιμή 2. μτφ. ευτελής («είναι πολύ φτηνό αυτό που είπες») 3. παροιμ. φρ. «είναι ακριβός στα πίτουρα και φτηνός στο αλεύρι» λέγεται για κάποιον που είναι φειδωλός στα μικρά και …   Dictionary of Greek

  • Anna-Maria Papaharalambous — (Άννα Μαρία Παπαχαραλάμπους) is a Greek stage, television, and film actress. tage Credits*Οι Ηλίθιοι **Phonetic: I Ilithioi **Translation: The IdiotsTelevision Credits*Ψίθυροι Καρδιάς **Phonetic: Psithiroi Kardias **Translation: Whispers of the… …   Wikipedia

  • αλώνητος — ἁλώνητος, ον (Α) 1. αυτός που αγοράστηκε για λίγο αλάτι, ευτελής, φτηνός 2. φρ. «ἁλώνητα δουλάρια», φτηνοί δούλοι από τη Θράκη που πουλιούνταν πολύ φτηνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλς + ὠνητός] …   Dictionary of Greek

  • βωμολόχος — α, ο (Α βωμολόχος, ον) αυτός που λέει αισχρά, φτηνά αστεία νεοελλ. όποιος χρησιμοποιεί αδιάντροπη γλώσσα με αισχρολογίες αρχ. 1. εκείνος που παραμονεύει στον βωμό για να ζητιανέψει ή να κλέψει κρέας από το σφάγιο της θυσίας 2. όποιος χρησιμοποιεί …   Dictionary of Greek

  • γλυτώνω — και γλυτρώνω και εγλυτώνω (Μ γλυτώνω και ἐγλυτώνω) 1. απαλλάσσω κάποιον από ένα κίνδυνο ή μια συμφορά, σώζω, λυτρώνω 2. αποπερατώνω, τελειώνω 3. απαλλάσσομαι από κίνδυνο ή συμφορά, λυτρώνομαι νεοελλ. φρ. 1. «από τρίχα γλύτωσα» παρά λίγο να… …   Dictionary of Greek

  • δασμός — Έμμεσος φόρος που μπορεί να επιβληθεί στα εμπορεύματα, τα οποία μεταφέρονται από χώρα σε χώρα, όταν περνούν την τελωνειακή γραμμή. Ανάλογα με τον σκοπό που επιδιώκεται με τους δ., γίνεται διάκριση μεταξύ δημοσιονομικών δ. και οικονομικών ή… …   Dictionary of Greek

  • μικροηλεκτρονική — Εξέλιξη της ηλεκτρονικής (βλ. λ.) η οποία κάνει χρήση των νέων τεχνολογιών που επιτρέπουν τη σμίκρυνση σε πολύ μεγάλο βαθμό των ενεργητικών (δηλαδή των ημιαγωγών) και των παθητικών (δηλαδή των πυκνωτών και των αντιστάσεων) στοιχείων κυκλωμάτων.… …   Dictionary of Greek

  • μικρός — ή, ό (ΑΜ μικρός και σμικρός, όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. μικκός, όν) 1. αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που είναι περιορισμένος ως προς το μήκος, το μέγεθος, τον όγκο ή την επιφάνεια (α. «μικρό χωράφι» β. «Τυδεύς τοι μικρὸς …   Dictionary of Greek

  • μισοτιμής — επίρρ. 1. στη μισή τιμή 2. συνεκδ. πολύ φτηνά. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη γεν. εν. ενός αμάρτυρου ουσ. *μισοτιμή] …   Dictionary of Greek

  • οκαζιόν — επίρρ. σε τιμή ευκαιρίας, πολύ φτηνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. occasion «ευκαιρία» < λατ. occasio «ευκαιρία» < λατ. occido «πέφτω κάτω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»