-
1 φρικ'
φρῖκα, φρίξruffling: masc acc sgφρῖκε, φρίξruffling: masc nom /voc /acc dualφρῖκαι, φρίκηshuddering: fem nom /voc pl -
2 φρῖκ'
φρῖκα, φρίξruffling: masc acc sgφρῖκε, φρίξruffling: masc nom /voc /acc dualφρῖκαι, φρίκηshuddering: fem nom /voc pl -
3 φρικάζω
A shudder, shiver, Poet. de herb.71, prob. in Hp.Coac. 24.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φρικάζω
-
4 φρικαλέος
A shivering with cold, Hp.VM16 ([comp] Comp.), Cat. Cod.Astr.2.165.II dreadful, horrid, AP7.69 (Jul.), 9.300 ([place name] Addaeus); σπιλάς ib.7.382 (Phil.), cf. Tryph.195;ἄχθος πόνων Androm.
ap.Gal.14.33; awe-inspiring,λόγος Hymn.Is.12
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φρικαλέος
-
5 φρικασμός
φρῑκ-ασμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φρικασμός
-
6 φρίκη
φρῑκ-η, ἡ,A shuddering, shivering, Hp.Aph.5.61; a mild form of ῥῖγος, Id.Morb.1.24, al.: cold fit before fever, Pl.Phdr. 251a (metaph.,Id.R. 387c), Thphr.Ign. 74, Nic.Th. 721;φρ (ε) ίκη καὶ πυρετός IG3.1424.19
(Tab.Defix.), Sor. 1.27: pl., Arist.Pr. 863b21.2 shivering fear, shuddering, esp. from religious awe,φρίκης αὐτὸν ὑπελθούσης Hdt.6.134
;τοίαν φ. παρέχεις μοι S.OT 1306
(anap.);ὀρθόκερως φ. Id.Fr. 875
, cf. X.Cyr.4.2.15: generally, shivering fear of any kind, horror,φρίκᾳ τρομερὰν φρένα E.Ph. 1284
(lyr.);ἐκπληχθεῖσα φρίκᾳ Id.Tr. 183
(lyr.);φρίκᾳ ματρός Id. Ion 898
(lyr.);μεγάλην ἐμποιεῖ φ. Phld.Ir.p.19
W.;ἀγωνία καὶ φ. Plu.Mar.43
;φ. καὶ φόβος Id.Pel.27
;φ. καὶ δέος Jul.
ad Them. 253b;φρίκῃ καὶ σιωπῇ κατεχόμενον τὸ θέατρον Plu.Marc.20
.3 = φρίξ 1,ἀκύματος πορθμὸς ἐν φρίκῃ γελᾷ Trag.Adesp.336
;ἐν γαλήνῃ φρίκης ὑποτρεχούσης Plu.2.921f
;τὴν θάλατταν φ. κατέχει Alciphr.1.10
;ἐπ' ἄκρᾳ τῇ φ. τῆς θαλάττης Ael.NA16.19
.II frost, chill,φ. περὶ τὸν ὄρθρον γέγονε Gell.17.8.7
. -
7 φρικία
φρῑκ-ία, τά,A aguish shivering, Dsc.1.127 (v.l. -ίας), 4.14. -
8 φρικίασις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φρικίασις
-
9 φρικίας
φρῑκ-ίας, ὁ,A with bristling mane, name of a horse in Pi.P.10.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φρικίας
-
10 φρικιάω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φρικιάω
-
11 φρικώδης
φρῑκ-ώδης, ες,A attended with shivering, πνρετὸς φ. a fever with shivering fits, ague, Hp.Epid.1.2, Sor.1.59;δυσουρία φ. Hp.Aph.3.5
;οἱ φ.
those who suffer from such fits,Id.
Coac.12, al.; τὸ φ. roughness, unevenness of the skin, as in aguish fits, ib.17, cf. Gal.6.195.II that causes shuddering or horror, awful, horrible, (lyr.);τὰ δεινὰ καὶ φ. And.1.29
; φρικώδη κλύειν horrible to hear, E.Hipp. 1202; freq. in later Prose,δόξαι φ. Phld.Mus. p.50
K.; φ. ἄποψις, θέαμα, Arist.Mir. 843a16, Plu.Marc.15, Anon. Oxy. 416.9, Jul.Or.1.31c;τὸ -έστατον τῶν κακῶν ὁ θάνατος Epicur.Ep.3p.61U.
;- έστατος ὅρκος PStrassb.48.6
(vi A. D.), etc.: neut. φρικῶδες, as Adv., horribly, E.Hipp. 1216.b inspiring religious awe, Plu. TG21 ([comp] Sup.), Aristid.1.256J. Adv. [comp] Sup., ἁγιώτατα καὶ φρικωδέστατα ἔχειν, of the terrors of a court of justice, D.23.74.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φρικώδης
-
12 φρικωδία
φρῑκ-ωδία, ἡ,A horribleness, Nicom. ap. Phot.Bibl.p.143 B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φρικωδία
-
13 φρικώεις
A = φρικώδης, ἄδυτον Aristonous 1.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φρικώεις
См. также в других словарях:
φρῖκ' — φρῖκα , φρίξ ruffling masc acc sg φρῖκε , φρίξ ruffling masc nom/voc/acc dual φρῖκαι , φρίκη shuddering fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηγαλέος — ἠγαλέος, α, ον (Α) θρυμματισμένος, σπασμένος σε κομμάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αγ αλέος < άγνυμι «σπάω» + κατάλ. αλέος (πρβλ. πειν αλέος, φρικ αλέος) το η πιθ. από μετρ. έκταση (πρβλ. ηγάθεος)] … Dictionary of Greek
ηθαλέος — ἠθαλέος, η, ον (Α) 1. συνηθισμένος 2. (για ζώα) τιθασευμένος, εξημερωμένος, ήμερος («ἠθαλέοι ταῡροι», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ήθος + κατάλ. αλέος (πρβλ. νυστ αλέος, φρικ αλέος)] … Dictionary of Greek
μυσαχνός — μυσαχνός, ή, όν (Α) 1. μυσαρός, βδελυρός, διεφθαρμένος 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ μυσαχνή η πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μυσαχ τού μυσάττομαι* «αποστρέφομαι, σιχαίνομαι» (πρβλ. παθ. αόρ. ἐ μυσάχ θην) + κατάλ. νός (πρβλ. φρικ νός)] … Dictionary of Greek
φυγή — η, ΝΜΑ 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φεύγω, αναχώρηση, αποχώρηση, φευγάλα, φευγιό 2. (ειδικά) α) εσπευσμένη ή κρυφή απομάκρυνση β) άτακτη υποχώρηση κατά τη μάχη (α. «τράπηκαν σε φυγή» β. «εἰς φυγὴν ὁρμώμενοι», Ευρ.) γ) καταφυγή σε ξένη χώρα … Dictionary of Greek
φυλλιώ — άω, Α φύω, βγάζω άφθονα φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + ρηματ. κατάλ. ιῶ / ιάω (πρβλ. φρικ ιῶ)] … Dictionary of Greek
Βερμέερ, Γιαν — (Jan Vermeer, Ντελφτ 1632 – 1675). Ολλανδός ζωγράφος. Ο Β. υπήρξε από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες της Ολλανδίας και όλης της Ευρώπης, τον 17ο αι., ονομαστός για τις θαυμάσιες σκηνές σε εσωτερικούς χώρους και για τα αστικά τοπία του. Οι… … Dictionary of Greek
Βερονέζε, Πάολο — (Paolo Veronese, Βερόνα 1528 – Βενετία 1588). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ιταλού ζωγράφου Πάολο Καλιάρι (Paolo Caliari). Ο Β. πήρε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής στη Βερόνα. Δεν έχει ακόμα εξακριβωθεί αν o πρώτος του δάσκαλος ήταν ο πατέρας του,… … Dictionary of Greek
Γκόγια ι Λουθιέντες, Φρανθίσκο — (Francisco Goya y Lucientes, Φουεντετόδος, Αραγονία 1746 – Μπορντό 1828).Ισπανός ζωγράφος και χαράκτης. Τέταρτο παιδί του επιχρυσωτή Χοσέ και της Γκραθία Λουθιέντες, φοίτησε στο Κολέγιο του Τάγματος των Ευαγών Σχολών στη Σαραγόσα, όπου αργότερα… … Dictionary of Greek
Θεοτοκόπουλος, Δομήνικος ή Ελ Γκρέκο — (Ηράκλειο Κρήτης 1541 – Τολέδο 1614). Ζωγράφος. Σε ηλικία περίπου 35 ετών εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ισπανία, όπου δημιούργησε το μεγαλύτερο και σημαντικότερο μέρος του καλλιτεχνικού του έργου. Το παράξενο και μοναδικό στην ιστορία της ζωγραφικής… … Dictionary of Greek
Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… … Dictionary of Greek