-
1 φρικαλέος
A shivering with cold, Hp.VM16 ([comp] Comp.), Cat. Cod.Astr.2.165.II dreadful, horrid, AP7.69 (Jul.), 9.300 ([place name] Addaeus); σπιλάς ib.7.382 (Phil.), cf. Tryph.195;ἄχθος πόνων Androm.
ap.Gal.14.33; awe-inspiring,λόγος Hymn.Is.12
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φρικαλέος
См. также в других словарях:
ηγαλέος — ἠγαλέος, α, ον (Α) θρυμματισμένος, σπασμένος σε κομμάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αγ αλέος < άγνυμι «σπάω» + κατάλ. αλέος (πρβλ. πειν αλέος, φρικ αλέος) το η πιθ. από μετρ. έκταση (πρβλ. ηγάθεος)] … Dictionary of Greek
ηθαλέος — ἠθαλέος, η, ον (Α) 1. συνηθισμένος 2. (για ζώα) τιθασευμένος, εξημερωμένος, ήμερος («ἠθαλέοι ταῡροι», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ήθος + κατάλ. αλέος (πρβλ. νυστ αλέος, φρικ αλέος)] … Dictionary of Greek