Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

φρᾰδ-ύς

См. также в других словарях:

  • επιφραδέως — ἐπιφραδέως (Α) επίρρ. 1. με σύνεση, με φρόνηση, με περίσκεψη 2. επιμελώς, φροντισμένα 3. (συγκριτ.) ἐπιφραδέστερον (κατά τον Ησύχ.) «συντομώτερον, συνετώτερον». [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φραδέως από θ. φραδ (πρβλ. πέ φραδ ον, φράζω), τ. που απαντά… …   Dictionary of Greek

  • φράδμων — και φράσμων, ον, Α ευφυής, επιδέξιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φραδ τού φράζω* (Ι) (πρβλ. φραδ ή) + επίθημα μων (πρβλ. νοή μων)] …   Dictionary of Greek

  • ευφραδής — ές (ΑΜ εὐφραδής, ές) αυτός που έχει ευχερή έκφραση, ο εύγλωττος μσν. αρχ. 1. αυτός που εκφράζεται σωστά ή με σαφήνεια 2. ο εκφρασμένος καλά. επίρρ... ευφραδώς (Α εὐφραδέως) με ευγλωττία, με ευφράδεια αρχ. 1. καθαρά, με σαφήνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ… …   Dictionary of Greek

  • συμφράδμων — ονος, ὁ, ἡ, Α 1. σύμβουλος («συμφράδμων Ὀδυσῆι παρίστατο θοῡρις Ἀθήνη», Τρυφιόδ.) 2. αρμονικός 3. φρ. «συμφράδμονα θέσθαί τινα» το να κάνει κανείς κάποιον σύμβουλό του (Καλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συμφράζομαι «συσκέπτομαι, συμβουλεύω» + επίθημα μων… …   Dictionary of Greek

  • φραδή — και δωρ. τ. φραδά, ἡ, Α 1. γνώση 2. προειδοποίηση 3. βουλή, απόφαση 4. φρόνηση, σύνεση. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στο θ. φραδ τού φράζω* (Ι)] …   Dictionary of Greek

  • φραδής — ές, και φραδύς, εῑα, ύ, Α συνετός, έμπειρος («φραδέος νόου ἔργα τέτυκται», Ομ. Ιλ.). επίρρ... φραδῶς Α (κατά τον Ησύχ.) «φραστικῶς, φανερῶς». [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. απαντά μόνον μία φορά στον τ. γεν. φραδέος, από τον οποίο ορισμένοι μελετητές έχουν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»