-
1 φραδής
A understanding, wise, shrewd,φραδέος νόου Il.24.354
. Adv. [suff] φρᾰδ-δῶς, = φραστικῶς, φανερῶς, Hsch. -
2 φραδάζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φραδάζω
-
3 φραδατήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φραδατήρ
-
4 φραδάω
A = βουλεύομαι, Hdn.Gr.1.439: but φραδάον· ἑρμηνεῦον, Hsch. -
5 φραδεύω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φραδεύω
-
6 φραδή
φρᾰδ-ή, ἡ, poet. Noun,II hint, warning,θεόθεν.. φραδαῖσιν A.Ch. 941
(lyr.), cf. E.Ph. 667 (lyr.);ἀθανάτων φραδῇ Theoc.25.52
, cf. IG5(2).261.15 (Mantinea, vi B. C.); ἕπου μηνυτῆρος ἀφθέγκτου φραδαῖς, i. e. by the scent, A.Eu. 245. -
7 φραδμοσύνη
φρᾰδ-μοσύνη, ἡ, poet. Noun,A shrewdness, cunning, in dat. pl.φραδμοσύνῃς h.Ap.99
, Hes.Op. 245, Th. 626, etc.; dat. sg.φραδμοσύνῃ A.R.2.647
; cf. φρασμοσύνη.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φραδμοσύνη
-
8 φράδμων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φράδμων
-
9 φρασμοσύνη
A = φραδ-, understanding,μαντειῶν IG12.503
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φρασμοσύνη
См. также в других словарях:
επιφραδέως — ἐπιφραδέως (Α) επίρρ. 1. με σύνεση, με φρόνηση, με περίσκεψη 2. επιμελώς, φροντισμένα 3. (συγκριτ.) ἐπιφραδέστερον (κατά τον Ησύχ.) «συντομώτερον, συνετώτερον». [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φραδέως από θ. φραδ (πρβλ. πέ φραδ ον, φράζω), τ. που απαντά… … Dictionary of Greek
φράδμων — και φράσμων, ον, Α ευφυής, επιδέξιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φραδ τού φράζω* (Ι) (πρβλ. φραδ ή) + επίθημα μων (πρβλ. νοή μων)] … Dictionary of Greek
ευφραδής — ές (ΑΜ εὐφραδής, ές) αυτός που έχει ευχερή έκφραση, ο εύγλωττος μσν. αρχ. 1. αυτός που εκφράζεται σωστά ή με σαφήνεια 2. ο εκφρασμένος καλά. επίρρ... ευφραδώς (Α εὐφραδέως) με ευγλωττία, με ευφράδεια αρχ. 1. καθαρά, με σαφήνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ… … Dictionary of Greek
συμφράδμων — ονος, ὁ, ἡ, Α 1. σύμβουλος («συμφράδμων Ὀδυσῆι παρίστατο θοῡρις Ἀθήνη», Τρυφιόδ.) 2. αρμονικός 3. φρ. «συμφράδμονα θέσθαί τινα» το να κάνει κανείς κάποιον σύμβουλό του (Καλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συμφράζομαι «συσκέπτομαι, συμβουλεύω» + επίθημα μων… … Dictionary of Greek
φραδή — και δωρ. τ. φραδά, ἡ, Α 1. γνώση 2. προειδοποίηση 3. βουλή, απόφαση 4. φρόνηση, σύνεση. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στο θ. φραδ τού φράζω* (Ι)] … Dictionary of Greek
φραδής — ές, και φραδύς, εῑα, ύ, Α συνετός, έμπειρος («φραδέος νόου ἔργα τέτυκται», Ομ. Ιλ.). επίρρ... φραδῶς Α (κατά τον Ησύχ.) «φραστικῶς, φανερῶς». [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. απαντά μόνον μία φορά στον τ. γεν. φραδέος, από τον οποίο ορισμένοι μελετητές έχουν… … Dictionary of Greek